Συζητώντας προ ημερών με φίλους για τη φοιτητική ζωή μας στη Γερμανία, θυμήθηκα και διηγήθηκα ένα επεισόδιο που με ενέταξε στους «αγωνιστές της αντίστασης» κατά των ναζί κατακτητών… Εννοείται, μόλις είχα γεννηθεί στην κατοχή και τα γεγονότα της εποχής τα έμαθα 1-2 δεκαετίες αργότερα· κάποια στιγμή δίνεται όμως σε όλους η ευκαιρία να δηλώσουμε τις απόψεις μας…
Σε κάθε γερμανική πόλη γίνεται μια φορά το χρόνο κάποια γιορταστική εκδήλωση, με διάφορες αφορμές και διαφορετικά ονόματα (Fest, Zeltfest, Volksfest, Kirmes, Zeltkirmes, Jahrmarkt κ.ά.) Μία από τις μεγαλύτερες και παγκοσμίως γνωστές γιορτές αυτού του είδους, είναι η «Γιορτή του Οκτώβρη», Oktoberfest, στο Μόναχο…
Σε κάποια πλατεία ή ελεύθερο χώρο της πόλης στήνονται μεγάλα αντίσκηνα και μέσα εκεί τοποθετούνται σειρές από στενά και επιμήκη τραπέζια. Κάπου στην άκρη του αντίσκηνου κάθεται ανεβασμένη σε ξύλινη εξέδρα μια ορχήστρα χάλκινων πνευστών, η οποία παιανίζει συνήθως γνωστές εμβατηριακές μελωδίες, για τη φύση, τις γυναίκες και τις χαρούμενες γιορτές.
Εννοείται, οι άνθρωποι στις δύο πλευρές των τραπεζιών πίνουν μπύρες, τρώνε λουκάνικα ή οτιδήποτε άλλο υπάρχει και συζητάνε μεταξύ τους ή τραγουδάνε … μια ευχάριστη και πολύ διασκεδαστική ατμόσφαιρα, περίπου όπως γίνεται σε διάφορα ελληνικά πανηγύρια.
Την εποχή που συνέβη το επεισόδιο, το οποίο θα περιγράψω εδώ, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, υπήρχαν στη (νότια) Γερμανία ακόμα πολλοί Αμερικάνοι στρατιώτες (δυνάμεις κατοχής!), οι οποίοι τα ελεύθερα απογεύματα έβγαιναν ομαδικά στις πόλεις και, συχνά, μεθούσαν και άρχιζαν ξυλοδαρμούς, άλλοτε μεταξύ τους και άλλοτε με ντόπιους. Σταδιακά προς το τέλος της δεκαετίας χάθηκαν όμως οι στρατιώτες από τη δημόσια εικόνα των πόλεων, αφενός επειδή πολλοί μεταφέρθηκαν στο Βιετνάμ, αφετέρου επειδή το κλίμα δεν ήταν ευνοϊκό γι' αυτούς στον πληθυσμό, ακριβώς λόγω των γεγονότων σ’ εκείνο τον άθλιο πόλεμο. Αναφέρω αυτό με τους Αμερικάνους, για να καταλάβει ο αναγνώστης, γιατί κυκλοφορούσαν τότε στις γερμανικές πόλεις και ιδιαίτερα σε χώρους διασκέδασης μεικτές περίπολοι Γερμανών αστυφυλάκων και Αμερικάνων στρατονόμων, οι οποίοι ξυλοκοπούσαν αγρίως με γκλομπ τυχόν ατίθασους (μεθυσμένους) φασαρτζήδες.
Κάποια χρονιά, λοιπόν, περί το 1965, γινόταν πάλι στην πόλη μας η σχετική γιορτή (Heinerfest), πάντα Ιούλιο μήνα, οπότε μπήκα ένα απόγευμα με μια παρέα Ελλήνων συμφοιτητών σε μια από τις μεγάλες σκηνές για να πιούμε μπύρα και να διασκεδάσουμε. Ένα άδειο τραπέζι που επελέγη για να καθίσουμε γέμισε γρήγορα από τους φίλους κι εγώ έμεινα χωρίς θέση. Επειδή θα ερχόντουσαν όμως μερικοί ακόμα συμφοιτητές, κάθισα μόνος σε ένα γειτονικό άδειο τραπέζι, ώστε να δημιουργήσουμε εκεί νέα παρέα…
Το ίδιο φαίνεται να συνέβη σε ένα άλλο γειτονικό τραπέζι, όπου μια ομάδα ντόπιων, συγγενείς και φίλοι, κάθονταν σε ένα τραπέζι και κάποιος από αυτούς που περίσσεψε, ήρθε και κάθισε στο δικό μου τραπέζι, απέναντί μου. Κάτι τέτοιο δεν είναι ασύνηθες εκεί, καθένας κάθεται όπου βρει ελεύθερα, εφόσον δεν είναι η θέση πιασμένη!
Όμως, ο κύριος απέναντί μου, περίπου 50άρης, ήταν ψιλομεθυσμένος ήδη και πιθανόν να τον έστειλαν οι άλλοι εξορία στο διπλανό τραπέζι μέχρι να συνέλθει. Εκεί πιάσαμε μια ελαφριά κουβέντα, όπως γίνεται συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, πώς σε λένε, από πού είσαι κτλ.
Όταν είπα στον απέναντί μου ότι είμαι από την Ελλάδα, άνοιξε το πρόσωπό του από χαρά. «Αααα, από την Ελλάδα;» μου λέει «ήμουν εκεί στον πόλεμο!» Να σκεφτούμε ότι το 1965 ήταν 20 χρόνια μετά τη λήξη του β’ παγκόσμιου πολέμου και 21 από την οριστική αποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων από την Ελλάδα. Αν λοιπόν ο γείτονάς μου στο τραπέζι ήταν 50άρης, στον πόλεμο θα ήταν περίπου 30 ετών, όχι κανένα ανίδεο παιδί…
Δεν περιορίστηκε όμως να δηλώσει ότι ήταν με τα ναζιστικά στρατεύματα στην Ελλάδα, πράγμα που δεν έκαναν συχνά οι πιο μορφωμένοι Γερμανοί, αυτός θεώρησε σκόπιμο να περιγράψει και ποιες ακριβώς υπηρεσίες εκτελούσε. Αυτό ελάχιστοι το έκαναν και μόνο κατόπιν πιέσεων. Αλλά και πάλι έλεγαν αδιάφορα πράγματα για τη θάλασσα και τις αρχαιότητες, αν είχαν δει κάποιες. Για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις σχεδόν ποτέ δεν εκφράζονταν.
Ο δικός μου δεν είχε όμως καθόλου αναστολές, είχε ρουφήξει ήδη μερικά ποτήρια μπύρα και παραληρούσε ανεμπόδιστα. Τον ακούω, λοιπόν, έκπληκτος να μου λέει ότι ανήκε σε απόσπασμα που πήγαινε στις εκτελέσεις. Τους ειδοποιούσαν από την Κομαντατούρ και πήγαιναν όπου έπρεπε, άνοιγαν στο πίσω μέρος μια λινάτσα που κάλυπτε την καρότσα του φορτηγού και από κει πολυβολούσαν τους «καταδικασμένους», οι οποίοι είχαν στηθεί στον τοίχο… Έδειχνε δε ο τύπος με τις εκφράσεις και τις κινήσεις του ότι χαιρόταν που του ξαναθύμισα τις παλιές καλές εποχές! «Έπιανα», μου λέει «το πολυβόλο και ρατατατατατα τους καθάριζα… μετά έπινα μια μπύρα και άρχιζα με τους επόμενους που είχαν στήσει οι στρατιώτες μας στον τοίχο… ρατατατατατα…»
Πρέπει να είχα ανάψει πάρα πολύ, οπότε με το δεύτερο τρίτο ρατατατατατα σηκώνομαι όρθιος και του κτυπάω μια γροθιά στο πρόσωπο, μάλλον στα δόντια, πάντως κάπου χαμηλά. Στην ορολογία του μποξ το κτύπημα πρέπει να θεωρείται άπερκατ! Δεν έχω σωματικά προσόντα για ξυλοδαρμούς, αλλά εκείνη τη στιγμή πρέπει να αισθανόμουν περίπου Ηρακλής… Ο μεθυσμένος που διηγιόταν με ευχαρίστηση τις μαζικές εκτελέσεις, χαμένος στις αναμνήσεις του, ένιωσε ξαφνικά τον κεραυνό του Δία να τον κτυπάει κατάφατσα...
Η απόσταση ανάμεσα στους θαμώνες στις δύο πλευρές των τραπεζιών δεν είναι μεγάλη, όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες. Ίσως είναι ιδανική για μια γερή γροθιά… Βλέπω λοιπόν τον τύπο να πέφτει πίσω και να σηκώνονται τα πόδια του στον αέρα. Την ίδια στιγμή αντιλαμβάνονται οι φίλοι του ότι πέφτει και πετάγονται να τον βοηθήσουν, ίσως και να τον υπερασπιστούν… Θυμάμαι μόνο μια παχουλή γυναίκα που φώναζε: «Γιατί, γιατί, τι σου έκανε…;» Την ίδια στιγμή κατάλαβαν και οι συμφοιτητές πίσω μου στο άλλο τραπέζι ότι έγινε φασαρία, σηκώθηκαν γρήγορα και, χωρίς να πολυρωτήσουν, με άρπαξαν και βγήκαμε έξω…
Τρέχοντας στα στενά της γειτονιάς μπερδέψαμε τα ίχνη μας από τυχόν διώκτες. Αν πέφταμε στα χέρια της μεικτής περιπόλου που ανέφερα πριν, καταρχάς θα διανυκτερεύαμε όλοι μαζί στο αστυνομικό τμήμα και στη συνέχεια, πρωί με τη δροσούλα, θα γίνονταν ανακρίσεις. Φαντάζεται καθένας τι θα γινόταν, αν ο ανακριτής ήταν στον πόλεμο συνάδελφος εν όπλοις του δαρμένου! Επιστρέφοντας με προφυλάξεις στα σπίτια μας, διηγήθηκα στους φίλους τα καθέκαστα, οπότε με μια φωνή συμφώνησαν όλοι: «Καλά του έκανες! Έπρεπε να το οργανώσουμε να τον δείρουμε όλοι μαζί…»
Έκανα αρκετές ημέρες να κυκλοφορήσω στην πόλη, αφενός για να μη με αναγνωρίσουν οι συγγενείς και φίλοι του δαρμένου, αν έψαχναν για να με εντοπίσουν, αφετέρου επειδή πόναγε πολύ το χέρι μου από τη γροθιά που έδωσα· επί μια εβδομάδα δεν μπορούσα να γράψω ή να κάνω άλλες απλές δουλειές...
Προ ημερών που ξαναδιηγήθηκα σε φίλους αυτή την ιστορία, άκουσα πάλι την ίδια κουβέντα: «Καλά του έκανες!» Ήταν η συμβολή μου, με 20χρονη τότε καθυστέρηση, στον «αντιναζιστικό αγώνα»…
Σε κάθε γερμανική πόλη γίνεται μια φορά το χρόνο κάποια γιορταστική εκδήλωση, με διάφορες αφορμές και διαφορετικά ονόματα (Fest, Zeltfest, Volksfest, Kirmes, Zeltkirmes, Jahrmarkt κ.ά.) Μία από τις μεγαλύτερες και παγκοσμίως γνωστές γιορτές αυτού του είδους, είναι η «Γιορτή του Οκτώβρη», Oktoberfest, στο Μόναχο…
Σε κάποια πλατεία ή ελεύθερο χώρο της πόλης στήνονται μεγάλα αντίσκηνα και μέσα εκεί τοποθετούνται σειρές από στενά και επιμήκη τραπέζια. Κάπου στην άκρη του αντίσκηνου κάθεται ανεβασμένη σε ξύλινη εξέδρα μια ορχήστρα χάλκινων πνευστών, η οποία παιανίζει συνήθως γνωστές εμβατηριακές μελωδίες, για τη φύση, τις γυναίκες και τις χαρούμενες γιορτές.
Εννοείται, οι άνθρωποι στις δύο πλευρές των τραπεζιών πίνουν μπύρες, τρώνε λουκάνικα ή οτιδήποτε άλλο υπάρχει και συζητάνε μεταξύ τους ή τραγουδάνε … μια ευχάριστη και πολύ διασκεδαστική ατμόσφαιρα, περίπου όπως γίνεται σε διάφορα ελληνικά πανηγύρια.
Την εποχή που συνέβη το επεισόδιο, το οποίο θα περιγράψω εδώ, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, υπήρχαν στη (νότια) Γερμανία ακόμα πολλοί Αμερικάνοι στρατιώτες (δυνάμεις κατοχής!), οι οποίοι τα ελεύθερα απογεύματα έβγαιναν ομαδικά στις πόλεις και, συχνά, μεθούσαν και άρχιζαν ξυλοδαρμούς, άλλοτε μεταξύ τους και άλλοτε με ντόπιους. Σταδιακά προς το τέλος της δεκαετίας χάθηκαν όμως οι στρατιώτες από τη δημόσια εικόνα των πόλεων, αφενός επειδή πολλοί μεταφέρθηκαν στο Βιετνάμ, αφετέρου επειδή το κλίμα δεν ήταν ευνοϊκό γι' αυτούς στον πληθυσμό, ακριβώς λόγω των γεγονότων σ’ εκείνο τον άθλιο πόλεμο. Αναφέρω αυτό με τους Αμερικάνους, για να καταλάβει ο αναγνώστης, γιατί κυκλοφορούσαν τότε στις γερμανικές πόλεις και ιδιαίτερα σε χώρους διασκέδασης μεικτές περίπολοι Γερμανών αστυφυλάκων και Αμερικάνων στρατονόμων, οι οποίοι ξυλοκοπούσαν αγρίως με γκλομπ τυχόν ατίθασους (μεθυσμένους) φασαρτζήδες.
Κάποια χρονιά, λοιπόν, περί το 1965, γινόταν πάλι στην πόλη μας η σχετική γιορτή (Heinerfest), πάντα Ιούλιο μήνα, οπότε μπήκα ένα απόγευμα με μια παρέα Ελλήνων συμφοιτητών σε μια από τις μεγάλες σκηνές για να πιούμε μπύρα και να διασκεδάσουμε. Ένα άδειο τραπέζι που επελέγη για να καθίσουμε γέμισε γρήγορα από τους φίλους κι εγώ έμεινα χωρίς θέση. Επειδή θα ερχόντουσαν όμως μερικοί ακόμα συμφοιτητές, κάθισα μόνος σε ένα γειτονικό άδειο τραπέζι, ώστε να δημιουργήσουμε εκεί νέα παρέα…
Το ίδιο φαίνεται να συνέβη σε ένα άλλο γειτονικό τραπέζι, όπου μια ομάδα ντόπιων, συγγενείς και φίλοι, κάθονταν σε ένα τραπέζι και κάποιος από αυτούς που περίσσεψε, ήρθε και κάθισε στο δικό μου τραπέζι, απέναντί μου. Κάτι τέτοιο δεν είναι ασύνηθες εκεί, καθένας κάθεται όπου βρει ελεύθερα, εφόσον δεν είναι η θέση πιασμένη!
Όμως, ο κύριος απέναντί μου, περίπου 50άρης, ήταν ψιλομεθυσμένος ήδη και πιθανόν να τον έστειλαν οι άλλοι εξορία στο διπλανό τραπέζι μέχρι να συνέλθει. Εκεί πιάσαμε μια ελαφριά κουβέντα, όπως γίνεται συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, πώς σε λένε, από πού είσαι κτλ.
Όταν είπα στον απέναντί μου ότι είμαι από την Ελλάδα, άνοιξε το πρόσωπό του από χαρά. «Αααα, από την Ελλάδα;» μου λέει «ήμουν εκεί στον πόλεμο!» Να σκεφτούμε ότι το 1965 ήταν 20 χρόνια μετά τη λήξη του β’ παγκόσμιου πολέμου και 21 από την οριστική αποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων από την Ελλάδα. Αν λοιπόν ο γείτονάς μου στο τραπέζι ήταν 50άρης, στον πόλεμο θα ήταν περίπου 30 ετών, όχι κανένα ανίδεο παιδί…
Δεν περιορίστηκε όμως να δηλώσει ότι ήταν με τα ναζιστικά στρατεύματα στην Ελλάδα, πράγμα που δεν έκαναν συχνά οι πιο μορφωμένοι Γερμανοί, αυτός θεώρησε σκόπιμο να περιγράψει και ποιες ακριβώς υπηρεσίες εκτελούσε. Αυτό ελάχιστοι το έκαναν και μόνο κατόπιν πιέσεων. Αλλά και πάλι έλεγαν αδιάφορα πράγματα για τη θάλασσα και τις αρχαιότητες, αν είχαν δει κάποιες. Για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις σχεδόν ποτέ δεν εκφράζονταν.
Ο δικός μου δεν είχε όμως καθόλου αναστολές, είχε ρουφήξει ήδη μερικά ποτήρια μπύρα και παραληρούσε ανεμπόδιστα. Τον ακούω, λοιπόν, έκπληκτος να μου λέει ότι ανήκε σε απόσπασμα που πήγαινε στις εκτελέσεις. Τους ειδοποιούσαν από την Κομαντατούρ και πήγαιναν όπου έπρεπε, άνοιγαν στο πίσω μέρος μια λινάτσα που κάλυπτε την καρότσα του φορτηγού και από κει πολυβολούσαν τους «καταδικασμένους», οι οποίοι είχαν στηθεί στον τοίχο… Έδειχνε δε ο τύπος με τις εκφράσεις και τις κινήσεις του ότι χαιρόταν που του ξαναθύμισα τις παλιές καλές εποχές! «Έπιανα», μου λέει «το πολυβόλο και ρατατατατατα τους καθάριζα… μετά έπινα μια μπύρα και άρχιζα με τους επόμενους που είχαν στήσει οι στρατιώτες μας στον τοίχο… ρατατατατατα…»
Πρέπει να είχα ανάψει πάρα πολύ, οπότε με το δεύτερο τρίτο ρατατατατατα σηκώνομαι όρθιος και του κτυπάω μια γροθιά στο πρόσωπο, μάλλον στα δόντια, πάντως κάπου χαμηλά. Στην ορολογία του μποξ το κτύπημα πρέπει να θεωρείται άπερκατ! Δεν έχω σωματικά προσόντα για ξυλοδαρμούς, αλλά εκείνη τη στιγμή πρέπει να αισθανόμουν περίπου Ηρακλής… Ο μεθυσμένος που διηγιόταν με ευχαρίστηση τις μαζικές εκτελέσεις, χαμένος στις αναμνήσεις του, ένιωσε ξαφνικά τον κεραυνό του Δία να τον κτυπάει κατάφατσα...
Η απόσταση ανάμεσα στους θαμώνες στις δύο πλευρές των τραπεζιών δεν είναι μεγάλη, όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες. Ίσως είναι ιδανική για μια γερή γροθιά… Βλέπω λοιπόν τον τύπο να πέφτει πίσω και να σηκώνονται τα πόδια του στον αέρα. Την ίδια στιγμή αντιλαμβάνονται οι φίλοι του ότι πέφτει και πετάγονται να τον βοηθήσουν, ίσως και να τον υπερασπιστούν… Θυμάμαι μόνο μια παχουλή γυναίκα που φώναζε: «Γιατί, γιατί, τι σου έκανε…;» Την ίδια στιγμή κατάλαβαν και οι συμφοιτητές πίσω μου στο άλλο τραπέζι ότι έγινε φασαρία, σηκώθηκαν γρήγορα και, χωρίς να πολυρωτήσουν, με άρπαξαν και βγήκαμε έξω…
Τρέχοντας στα στενά της γειτονιάς μπερδέψαμε τα ίχνη μας από τυχόν διώκτες. Αν πέφταμε στα χέρια της μεικτής περιπόλου που ανέφερα πριν, καταρχάς θα διανυκτερεύαμε όλοι μαζί στο αστυνομικό τμήμα και στη συνέχεια, πρωί με τη δροσούλα, θα γίνονταν ανακρίσεις. Φαντάζεται καθένας τι θα γινόταν, αν ο ανακριτής ήταν στον πόλεμο συνάδελφος εν όπλοις του δαρμένου! Επιστρέφοντας με προφυλάξεις στα σπίτια μας, διηγήθηκα στους φίλους τα καθέκαστα, οπότε με μια φωνή συμφώνησαν όλοι: «Καλά του έκανες! Έπρεπε να το οργανώσουμε να τον δείρουμε όλοι μαζί…»
Έκανα αρκετές ημέρες να κυκλοφορήσω στην πόλη, αφενός για να μη με αναγνωρίσουν οι συγγενείς και φίλοι του δαρμένου, αν έψαχναν για να με εντοπίσουν, αφετέρου επειδή πόναγε πολύ το χέρι μου από τη γροθιά που έδωσα· επί μια εβδομάδα δεν μπορούσα να γράψω ή να κάνω άλλες απλές δουλειές...
Προ ημερών που ξαναδιηγήθηκα σε φίλους αυτή την ιστορία, άκουσα πάλι την ίδια κουβέντα: «Καλά του έκανες!» Ήταν η συμβολή μου, με 20χρονη τότε καθυστέρηση, στον «αντιναζιστικό αγώνα»…