Άλλος για οδοφράγματα
του Σ.Φρ.
Η περιοχή πάνω και κάτω από την οδό Πατησίων, στο ύψος της πλατείας Κολιάτσου και ευρύτερα, υπαγόταν στο ΙΣΤ’ Αστυνομικό Τμήμα, με τακτικές περιπολίες κλπ. Όμως, τις ημέρες των Δεκεμβριανών είχαν καταλάβει το αστυνομικό τμήμα οι αντάρτες και κυρίαρχες δυνάμεις στην περιοχή ήταν ο «Εφεδρικός ΕΛΑΣ» και η «ΟΠΛΑ». Ο πρώτος ήταν οι αντάρτικες ομάδες των πόλεων, σε αντιδιαστολή με τον ΕΛΑΣ στα βουνά και αλλού. ΟΠΛΑ ήταν, κατ’ αναλογίαν, η αντικατασκοπία, δηλαδή οι ομάδες ανταρτών που προστάτευαν τους ΕΛΑΣίτες από πράκτορες, τιμωρούσαν τους «εχθρούς» κτλ.
Ένα από αυτά τα πρωινά, πριν ξημερώσει ακόμα, βγήκε ο μαστρο-Γιώργης από το σπίτι του στην περιοχή Κολιάτσου για τη δουλειά, στην οικοδομή. Αναγνωρισμένος τεχνίτης ο μαστρο-Γιώργης, απόφοιτος τεχνικής σχολής, είχε ειδικευτεί στο καλούπωμα και στο μπετόν, αναλάμβανε δε εργολαβίες από γνωστούς μηχανικούς της Αθήνας. Μόλις έκανε μερικά βήματα στον κατηφορικό δρόμο για να πάει με τα πόδια στη δουλειά, «ξεκόλλησαν» από ένα τοίχο τρεις σκιές και ήρθαν καταπάνω του. Στάθηκαν μπροστά του και τον κοίταξαν διερευνητικά. Επειδή δεν είχε ξημερώσει ακόμα καλά, ήθελαν μάλλον να βεβαιωθούν ότι βρίσκεται μπροστά τους πράγματι αυτός που ζητούσαν.
Ο μαστρο-Γιώργης είδε τους τρεις, μάλλον ψηλούς νεαρούς, και προσπάθησε να καταλάβει, αν ήταν γείτονες ή κάποιοι παλιοί συνεργάτες του στην οικοδομή που θα του ζήταγαν να τους απασχολήσει για μεροκάματο. Φορούσαν και οι τρεις τραγιάσκα, αλλά τραγιάσκα φορούσε και ο μάστορας που ήταν τότε σύνηθες κάλυμμα του κεφαλιού για τα κρύα του χειμώνα. Εκείνη τη στιγμή, όμως, κατάλαβε ο μαστρο-Γιώργης ότι είχε κάνει τελείως λάθος. Και οι τρεις είχαν τουφέκια στον ώμο, ο δε μεσαίος εξ αυτών και μάλλον ο μεγαλύτερος σε ηλικία, είχε και περίστροφο χωμένο πίσω από τη ζώνη του παντελονιού.
Αυτός ο μεσαίος ξεκίνησε την κουβέντα: «Συναγωνιστή, ξέρουμε ότι είσαι καλός μάστορας και ήρθαμε να σου ζητήσουμε να βοηθήσεις τον αγώνα του λαού κατά των μοναρχοφασιστών». Ο «συναγωνιστής» ήταν βέβαια από νεαρής ηλικίας οικοδόμος και ο «φυσικός» πολιτικός χώρος του ήταν η Αριστερά, ο ίδιος δεν είχε όμως ποτέ οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα και μάλλον προς το εκάστοτε πολιτικό κέντρο έγερνε στις εκλογές. Με την κουβέντα που του άνοιξαν οι τρεις άγνωστοι, κατάλαβε βέβαια ότι μίλαγε με εκπροσώπους τους εφεδρικού ΕΛΑΣ ή της ΟΠΛΑ.
«Και πώς ακριβώς θέλετε να βοηθήσω παιδιά;» ρώτησε δήθεν ψύχραιμα ο μαστρο-Γιώργης. «Θέλουμε συναγωνιστή να αναλάβεις την κατασκευή οδοφραγμάτων από μπετόν σε ορισμένους μεγάλους δρόμους», του λέει ο επικεφαλής. Τώρα, μάλιστα, μπλέξαμε άγρια, σκέφτηκε ο μάστορας. «Και μη φοβάσαι», συμπλήρωσε ο ένοπλος «έχουμε αρκετά γερά παιδιά που θα βοηθήσουν, δεν θα κάνεις εσύ το χαμαλίκι. Θα μαζευτούμε μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου στα Κάτω Πατήσια και θα αρχίσουμε τις κατασκευές».
Καλά, ο μαστρο-Γιώργης δεν φοβόταν τη σωματική καταπόνηση, τους κινδύνους στους οποίους έμπαινε σκεφτόταν, είτε έλεγε ναι, είτε όχι, τη στιγμή μάλιστα που απέφευγε εδώ και χρόνια επιμελώς τα «μπλεξίματα».
«Ξέρετε παιδιά», λέει προβληματισμένος, «δεν είναι εύκολο πράγμα αυτό που ζητάτε, χρειάζονται πολλές εργασίες, χρειάζονται πρώτα γερά θεμέλια, αλλιώς θα τσουλήσει ο τοίχος με την πρώτη κλωτσιά, όσα σίδερα κι αν βάλετε, όσο μπετόν κι αν ρίξετε. Χρειάζονται βαθιά σκαψίματα πρώτα, μετά χρειάζονται σίδερα, τσιμέντα, άμμος, χαλίκι, αυτά θέλουν οργάνωση και προετοιμασία, χρειάζονται μηχανικοί και εργοδηγοί.» Ξεροκατάπιε ο μαστρο-Γιώργης για να κερδίσει χρόνο, να σκεφτεί τι θα πει και αμέσως μετά ήρθε στο ψητό:
«Αλλά, να σας πω και το άλλο, εγώ είμαι οικογενειάρχης, έχω τρία παιδιά στο σπίτι, το ένα μόλις ενός έτους, δεν μπορώ να δουλεύω στον αέρα. Χωρίς μεροκάματο θα πεινάσουμε όλοι. Με περιμένει τώρα ο μηχανικός για να ρίξουμε πλάκα στην οικοδομή και πρέπει να φύγω. Αφήστε να το σκεφτώ και θα σας απαντήσω άλλη στιγμή». Και έκανε να φύγει...
Ο επικεφαλής παραμέρισε να περάσει ο μάστορας, αλλά ξαφνικά του πιάνει το μπράτσο και τον καθυστερεί: «Πρόσεχε συναγωνιστή, η βοήθεια στον αγώνα είναι υποχρέωση όλων των εργατών. Μη μας απογοητεύσεις!» «Θα τα πούμε το βράδυ, μετά την οικοδομή» λέει ο μαστρο-Γιώργης και άνοιξε το βήμα για να φύγει.
Όταν έφτασε στην οικοδομή είχε σχεδόν ξημερώσει και ο μηχανικός έκανε ήδη έλεγχο στα καλουπώματα με τα σχέδια του ξυλότυπου στα χέρια. Ο μαστρο-Γιώργης τον χαιρέτησε, χαιρέτησε και τους εργάτες και πήρε τον μηχανικό στην άκρη, να μην ακούν οι υπόλοιποι. Κοίταζε το σχέδιο και του έδειχνε με το δάκτυλο, δήθεν λεπτομέρειες, αλλά του μίλαγε για τελείως άλλα πράγματα. Το και το του λέει, με σταμάτησαν τρία παιδιά από την ΟΠΛΑ και μου ζήτησαν να φτιάξω οδοφράγματα. Φοβήθηκα ότι θα με έπαιρναν μαζί τους, αλλά είπαμε ότι θα το συζητήσουμε το βράδυ γιατί έχω να ρίξω πλάκα. «Τι να κάνω;»
Ο μηχανικός κούνησε προβληματισμένος το κεφάλι και του λέει με αποφασιστικότητα, μάζεψε την οικογένεια και φύγε αμέσως από εκεί, θα σας ταλαιπωρήσουν άσχημα, αν δεν κάνεις αυτά που θέλουν. «Ταλαιπωρία» εκείνες τις μέρες, σ' εκείνες τις συνθήκες, σήμαινε εκτέλεση επί τόπου! Πού να πάω, αναρωτήθηκε και ρώτησε ταυτόχρονα ο μαστρο-Γιώργης, πού να βρω σπίτι για πενταμελή οικογένεια; Και δεν θα με βρουν νομίζεις, αν κρυφτώ; Ο μηχανικός έκανε μερικά βήματα σε κύκλο και λέει στον μάστορα: «Το μεσημέρι, πριν τελειώσουμε εδώ τη δουλειά, φύγε εσύ και πήγαινε να πάρεις την οικογένεια, να την φέρεις στην οδό Πεσματζόγλου που είναι το γραφείο μου. Έχω δίπλα ένα δωμάτιο ελεύθερο, μείνε εκεί όσο θέλεις».
Η οδός Πεσματζόγλου που ξεκινάει στην Πανεπιστημίου, κόβει κάθετα τη Σταδίου και βγαίνει στη γωνία Σοφοκλέους-Αριστείδου, βρισκόταν στην «εγγλέζικη ζώνη», τη λεγόμενη «Σκομπία» (=κράτος του Σκόμπυ), η οποία άρχιζε κάποια τετράγωνα πιο πέρα. Η ζώνη αυτή που ελεγχόταν από τον αγγλικό στρατό με άρματα και πολυβόλα, ήταν περιφραγμένη με συρματόπλεγμα, δεν επιτρεπόταν δε να μπει κάποιος μέσα, αν δεν είχε επίσημο έγγραφο για το σκοπό της εισόδου. Ίσως το έκαναν αυτό για να αποφύγουν την πολυκοσμία, ίσως να φοβόντουσαν και «εισοδισμό» ανταρτών. Πάντως, σ' αυτή την αγγλική ζώνη είχε καταφύγει ήδη πολύ κόσμος που εγκατέλειπε τις γειτονιές της Αθήνας, επειδή φοβόταν τη δράση των ΕΛΑΣιτών και της ΟΠΛΑ. Μερικοί είχαν κατασκηνώσει στους χώρους μπροστά και πίσω από το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία και τη Βιβλιοθήκη, στην πλατεία Κλαυθμώνος και άλλους ελεύθερους χώρους του κέντρου.
Ο μαστρο-Γιώργης φεύγει, λοιπόν, κατά το μεσημέρι από την οικοδομή και παίρνει την οδό Ιωάννου Δροσοπούλου, από την Κυψέλη προς τα Πατήσια. Εννοείται ότι δεν κυκλοφορούσαν εκείνες τις μέρες λεωφορεία και τραμ, τα οποία θα προσέφεραν στους αντάρτες άριστο εξοπλισμό για οδοφράγματα. Η κίνηση στην οδό Πατησίων ήταν επικίνδυνη για πεζούς, γιατί κάθε τόσο έβγαιναν αντάρτικες ομάδες από τα στενά και αντάλλασσαν πυροβολισμούς με αστυφύλακες ή εθνοφύλακες που φρουρούσαν στα σταυροδρόμια.
Φτάνει ο μαστρο-Γιώργης σπίτι και βρίσκει εκεί να τρώνε για μεσημέρι αμέριμνοι, εκτός από την οικογένεια, τον πατέρα του, παππού των παιδιών, και τον κουνιάδο του, αδελφό της γυναίκας του. Ο κουνιάδος είχε εκεί κοντά μια μάντρα με υλικά οικοδομών και ερχόταν πότε πότε για φαγητό στην αδελφή του. Ήταν δε και πολύ καλοδεχούμενος γιατί έπαιζε με τα παιδιά, τους διηγόταν ιστορίες και άλλα σχετικά. Αφηγείται ο μαστρο-Γιώργης στην ολομέλεια τα καθέκαστα και συμφωνούν όλοι, τρομαγμένοι και αναστατωμένοι, ότι καλύτερη λύση είναι να φύγει η οικογένεια για το κέντρο. Αλλά να πάνε μαζί στο γραφείο του μηχανικού και οι δύο επισκέπτες, ο παππούς και ο κουνιάδος, διαφορετικά θα γίνονταν θύματα αντιποίνων, όταν καταλάβαιναν οι ΕΛΑΣίτες ότι είχε εξαφανιστεί ο μαστρο-Γιώργης με την οικογένειά του.
Μαζεύουν λοιπόν τα απαραίτητα σε μια μικρή βαλίτσα, κυρίως ρούχα για τα παιδιά, και ξεκινάνε νωρίς το απόγευμα για το κέντρο της Αθήνας τέσσερις ενήλικες και τρία παιδιά, με συννεφιασμένο ουρανό και κρύο, δυνατό κρύο του Δεκέμβρη. Πήραν το δρόμο προς Κυψέλη μέσα από τις ερημιές στα παλιά νταμάρια, εκεί που είναι σήμερα η Άνω και η Νέα Κυψέλη, μακριά από τους δρόμους κοντά στην οδό Πατησίων. Μέχρις εκεί ήταν όλα ήσυχα, δεν συνάντησαν κανέναν άνθρωπο. Από κει και πέρα άρχισαν τα δύσκολα.
Φεύγοντας από την Πλατεία Κυψέλης, θα πέρναγαν μέσα από το Πολύγωνο, το οποίο ήταν τότε παραγκούπολη προσφύγων από τη Μικρά Ασία και, βγαίνοντας, στην οδό Ευελπίδων είχαν απέναντί τους την αλάνα μπροστά στη Σχολή Ευελπίδων, τα σημερινά δικαστήρια. Στη θέση της αλάνας είναι τώρα η οδός Μουστοξύδη, η γέφυρα που ενώνει το χώρο της παλιάς Σχολής με το πάρκο και το υπόγειο γκαράζ αυτοκινήτων.
Ήδη περπατώντας μέσα στα σοκάκια του Πολυγώνου άκουγαν οι φυγάδες πυροβολισμούς. Σε μερικά σημεία συνάντησαν μεμονωμένους νεκρούς και οι περαστικοί επιτάχυναν το βήμα για να προσπεράσουν το θέαμα, ίσως και για να διαγράψουν από το μυαλό τους το γεγονός αυτών των θανάτων. Μόνο τα παιδιά έδειχναν ενδιαφέρον για τα πτώματα «Μπαμπά, εδώ ένας πεθαμένος», «Μαμά, κι άλλος πεθαμένος εκεί». Βγαίνοντας όμως στην Ευελπίδων άκουγαν καθαρά πλέον τις σφαίρες στον ανοικτό χώρο που ανταλλάσσονταν μεταξύ της φρουράς της Σχολής Ευελπίδων και των ανταρτών, οι οποίοι ήταν κρυμμένοι στο Πεδίο του Άρεως. Στον ελεύθερο χώρο της αλάνας ήταν εκτεθειμένα αρκετά πτώματα, πιθανόν περαστικοί που βρέθηκαν σε διασταυρούμενα πυρά, ίσως να ήταν όμως και από τους εκατέρωθεν μαχητές.
Χωρίς νεότερα επεισόδια έφτασαν, κάποια στιγμή, στο «σύρμα» της Λεωφ. Αλεξάνδρας, το σύνορο μεταξύ αγγλικής ζώνης και ανταρτοκρατούμενης Αθήνας. Μπροστά στο σύρμα και κατά μήκος του στέκονταν πολλές δεκάδες πολίτες, όπως όταν παρακολουθούν παρελάσεις, αλλά εδώ ήταν οι άνθρωποι εφοδιασμένοι με καλάθια, βαλίτσες, μπογαλάκια και παιδιά. Όλοι τους υποψήφιοι εσωτερικοί πρόσφυγες! Πίσω από το σύρμα στέκονταν αραιά Άγγλοι στρατιώτες, με πλήρη πολεμική εξάρτυση και βλέμμα όλο περιέργεια γι’ αυτά που συνέβαιναν μπροστά τους.
Ο μαστρο-Γιώργης παραμέρισε μερικούς και προσπάθησε να εξηγήσει στο φρουρό μπροστά του ότι πρέπει να περάσει… αλλά, φυσικά, όλοι είχαν λόγους που έπρεπε και ήθελαν να περάσουν και κανείς δεν είχε άδεια, όπως ποτέ δεν έχουν επίσημα έγγραφα μετοικεσίας οι πρόσφυγες. Οι στρατιώτες, όσοι απαντούσαν στις παρακλήσεις των εξαθλιωμένων μετακινούμενων, έδειχναν παρακάτω, να πάτε από εκεί, άλλοι έδειχναν στην αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι, είχε δημιουργηθεί κατά μήκος του σύρματος, περιμετρικά στην αγγλοκρατούμενη περιοχή, ένα ρεύμα περιπατητών που έψαχναν να βρουν πέρασμα. Πού να φαντάζονται οι σημερινοί οδηγοί που κινούνται στη Λεωφ. Αλεξάνδρας περιμετρικά για να μην παραβιάσουν το δακτύλιο του κέντρου ότι πριν από 60 και πάνω χρόνια έκαναν την ίδια διαδρομή πεζοπόροι φυγάδες των αθηναϊκών συνοικιών, όχι για να αποφύγουν, αλλά για να βρουν ένα πέρασμα να μπουν στο κέντρο.
Το όριο μεταξύ της αγγλοκρατούμενης και της ανταρτοκρατούμενης περιοχής πρέπει να διέτρεχε την οδό Εμμ. Μπενάκη, ίσως και ένα ή δύο παράλληλους δρόμους πάνω. Ο μαστρο-Γιώργης έφτασε κάποια στιγμή με την ακολουθία του, περπατώντας από το ένα φυλάκιο στο άλλο, κατάκοποι όλοι, ιδίως τα παιδιά, στα Χαυτεία, στο τμήμα της οδού Αιόλου μεταξύ Πανεπιστημίου και Σταδίου. Εκεί υπήρχε επίσης μια πύλη προς την αγγλοκρατούμενη περιοχή, με πολλούς ελεγκτές στρατιωτικούς και 2-3 άρματα μάχης. Από την εξωτερική πλευρά ήταν μαζεμένοι πολλοί που περίμεναν με την ελπίδα ότι θα βρουν ευκαιρία να περάσουν «μέσα».
Κάπου εκεί αρχίζει το μωρό που είχε στην αγκαλιά του ο μαστρο-Γιώργης, ένα δυνατό κλάμα, σαν ουρλιαχτό. Μετά από τόσες ταλαιπωρίες στο δρόμο, βρεγμένο, άυπνο και πεινασμένο, λογικό ήταν να κλαίει απαρηγόρητο. Να το κουνάει η μαμά, τίποτα, ούρλιαζε αυτό, να το παίρνει αγκαλιά ο μπαμπάς, ακόμα χειρότερα. Ταυτόχρονα έκλαιγαν κι άλλα μωρά και μεγαλύτερα παιδιά γύρω, αλλά αυτό έκλαιγε σαν καραμούζα, ταλαιπωρώντας τά, έτσι κι αλλιώς τεντωμένα, νεύρα όλων των κουρασμένων και πεινασμένων που περιφέρονταν. Έτσι, μέσα στην ατέλειωτη αναμονή μπροστά στο σύρμα, βρήκαν όλοι απασχόληση με το μωρό και το κλάμα του. Αυτό όμως δεν καταλάβαινε τίποτα, έκλαιγε γοερά σαν σκασμένο.
Πάνω εκεί βγαίνει από ένα σταθμευμένο εγγλέζικο στρατιωτικό τζιπ μια αδελφή του Ερυθρού Σταυρού, και κατευθύνεται στο σύρμα για να προσφέρει βοήθεια στο ταλαιπωρημένο μωρό. Ο κόσμος γύρω, ιδίως οι γυναίκες, άρχισαν εκείνη τη στιγμή να φωνάζουν, θα πεθάνουμε εδώ, θα πεθάνουν τα παιδιά μας, κάντε κάτι που μας έχετε εδώ στημένους τόσες ώρες. Μερικοί τα έλεγαν και στα αγγλικά. Πάει κοντά η αδελφή, πιάνει το μωρό, το παίρνει στην αγκαλιά της και άρχισε να το κουνάει ρυθμικά, να του χαμογελάει, να του μιλάει, αγγλικά και ακαταλαβίστικα για τους παριστάμενους, οπότε το μωρό, άνοιξε διάπλατα τα μάτια να δει το αλλαγμένο σκηνικό, ένα κόκκινο πρόσωπο με φακίδες και ένα τεράστιο καπέλο σαν φτερούγα που φορούσαν παλαιότερα οι αδελφές νοσοκόμες. Όλη η ηρεμία κράτησε όμως μόνο μερικά δευτερόλεπτα, γιατί το μωρό άρχισε εκ νέου το κλάμα, ίσως πιο δυνατά τώρα, μάλλον φοβισμένο από το άγνωστο πρόσωπο που έβλεπε μπροστά του.
Κάνει προσπάθειες η νοσοκόμα, τίποτα, φωνάζει η μαμά στην αδελφή, ελληνικά, δώστο μου να το ηρεμήσω εγώ, λέει ο μπαμπάς πήγαινε εσύ να το πάρεις, κατάλαβε ο φρουρός από τις κινήσεις των χεριών, κάνει μια και σηκώνει το σύρμα να περάσει η μαμά να πάρει το μωρό. Μέχρι να καταλάβει αυτός τί γίνεται, είχαν χωθεί από κάτω 15-20 άτομα! Βάζει ο φρουρός τις φωνές να έρθουν οι συνάδελφοί του που έκαναν σουλάτσο σε μικρές αποστάσεις, αλλά ώσπου να φτάσουν αυτοί και να σπρώξουν πίσω τους «εισβολείς», είχαν απομακρυνθεί αρκετοί στα ενδότερα της εγγλέζικης περιοχής — άντε να τους μαζέψεις τώρα.
Η οικογένεια του μαστρο-Γιώργη έφτασε έτσι, χωρίς άλλα επεισόδια, στην οδό Πεσματζόγλου, ανεβαίνοντας την οδό Σταδίου, και εγκαταστάθηκε στο γραφείο τού μηχανικού. Έμεινε εκεί σχεδόν μία εβδομάδα, όπου όλοι τρώγανε από το μεγάλο καζάνι με φαγητό στρατοπέδου που μαγείρευαν οι Εγγλέζοι στο Αρσάκειο — για πλύσιμο και άλλες πολυτέλειες ούτε λόγος. Κάποια στιγμή ήρθε το μήνυμα ότι είχαν υποχωρήσει οι αντάρτες στα προάστια της Αθήνας και μπορούσαν οι φυγάδες να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Όταν έφτασε ο μαστρο-Γιώργης με την οικογένεια στα Πατήσια, βρήκε το σπίτι τους λεηλατημένο και καμένο. Πηγαίνοντας το βράδυ οι αντάρτες να συνεννοηθούν με τον «συναγωνιστή» για τις δουλειές, διαπίστωσαν ότι αυτός είχε διαφύγει οικογενειακώς, οπότε κατέστρεψαν το σπίτι του για να τον εκδικηθούν.
Όταν έφτασε ο μαστρο-Γιώργης με την οικογένεια στα Πατήσια, βρήκε το σπίτι τους λεηλατημένο και καμένο. Πηγαίνοντας το βράδυ οι αντάρτες να συνεννοηθούν με τον «συναγωνιστή» για τις δουλειές, διαπίστωσαν ότι αυτός είχε διαφύγει οικογενειακώς, οπότε κατέστρεψαν το σπίτι του για να τον εκδικηθούν.