της Μαρίας Κατσουνάκη, Καθημερινή, 16/11/2014
Οπως συμβαίνει, σχεδόν πάντα, στα κινηματογραφικά φεστιβάλ, υπάρχει μία ταινία που σε ακολουθεί, επισκιάζοντας κάπως τις υπόλοιπες. Η επιρροή της βρίσκεται στα συνδηλούμενα, που πληθαίνουν αντί να αραιώνουν καθώς ο θεατής απομακρύνεται από την πρώτη προβολή. Αυτό συνέβη με το «In the Crosswind» («Πλευρικοί άνεμοι») από την Εσθονία, του 27χρονου Μάρτι Χέλντε. Απέσπασε το βραβείο Καλλιτεχνικής Επίτευξης (μόνο) αλλά συζητήθηκε ως μία από τις καλύτερες ταινίες του 55ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Θέμα, η εθνοκάθαρση που διεξήγαγαν οι σοβιετικές δυνάμεις κατοχής το 1941 στις χώρες της Βαλτικής. Εκατοντάδες χιλιάδες Εσθονοί, Λιθουανοί και Λεττονοί εξολοθρεύτηκαν επί Στάλιν.
«Δεν μπορώ να κατανοήσω τι κακό έχουμε κάνει εμείς, οι απλοί άνθρωποι, στην τεράστια Ρωσία. Ενα καθεστώς δεν μπορεί να κλέψει από χιλιάδες ανθρώπους αυτό που πιστεύουν και αγαπούν». Η Ερνα είναι μια νεαρή μητέρα που εκτοπίζεται στη Σιβηρία μαζί με την κόρη της. Ο σκηνοθέτης αξιοποιεί τα γράμματα που στέλνει η γυναίκα στον επίσης εκτοπισμένο σύζυγό της, Χέλντερ, για να περιγράψει ό,τι ζει, προσπαθώντας να επιβιώσει. Η ιστορία είναι πραγματική και τα γράμματα ανακάλυψε ο σκηνοθέτης σε αρχείο.
Η ασπρόμαυρη εικόνα παγώνει σε ταμπλό βιβάν που διαδέχονται το ένα το άλλο. Σαν καρτ ποστάλ που κανείς δεν θα επέλεγε να στείλει, γιατί δεν θα υπήρχε κανείς που να επιθυμούσε να παραλάβει. Η μόνη δράση της ταινίας είναι η αφήγηση· το ημερολόγιο της Ερνα.
«Είμαστε στοιβαγμένοι σε βαγόνια για 26 συνεχόμενες ημέρες. Κανείς δεν μπορούσε να γδυθεί ή να πλυθεί μπροστά στους άλλους. Η Ελίντε αρρώστησε με δυσεντερία», γράφει η Ερνα, για το πρώτο μέρος του ταξιδιού με τρένα, που οδηγούν εκείνη και τη μικρή κόρη της Ελίντε, μαζί με πολλούς άλλους, στην αχανή Σιβηρία. «Αναρωτιέμαι αν έχουν υπάρξει ποτέ αιχμάλωτοι με τόσο πολύ χώρο που να λαχταρούν τα όρια...», σημειώνει.
«Από τις 51 γυναίκες και παιδιά στο βαγόνι μας, οι 42 έφτασαν ώς εδώ. Χθες, μία γυναίκα σκότωσε τα παιδιά της και μετά αυτοκτόνησε. Είναι ο θάνατος πράγματι ευκολότερος από αυτό που μας περιμένει; (...) Χέλντερ, ο χρόνος έχει εδώ άλλη διάσταση. Το προσωρινό δεν ισχύει πια. Μετράμε τον χρόνο με τις ειδήσεις που φτάνουν σ’ εμάς. Οι μέρες και οι εβδομάδες φαίνονται μικρότερες. (...) Ρώτησα την Ελίντε τι θέλει για τα γενέθλιά της. Μου απάντησε “μια φραντζόλα ψωμί”. Τη ρώτησα πολλές φορές. Η απάντηση ίδια: “μια φραντζόλα ψωμί”. Η διαρκής πείνα δεν την αφήνει να ονειρευτεί τίποτα άλλο από ψωμί. (...)
Χήρα είναι μια γυναίκα που χάνει τον άντρα της, ορφανό ένα παιδί που χάνει τους γονείς του. Πώς λένε όμως τη γυναίκα που χάνει το παιδί της; Αυτό το συναίσθημα δεν αξίζει μια λέξη; (...) Πού πρέπει να πάει κανείς όταν του έχουν κλέψει ό,τι έχει και αγαπάει;».
Τα ερωτήματα δεν έχουν απάντηση. Είναι ο σιωπηλός θρήνος και διαρκής λυγμός της Ερνα, που δεν χάνει την ελπίδα και την πίστη της στην ανάγκη της ανθρώπινης σχέσης και συνύπαρξης. Επιστρέφει στο χωριό της, στην Εσθονία, ύστερα από πολλά χρόνια, μετά τον θάνατο του Στάλιν· επιστρέφει εκεί όπου βρισκόταν η ανθισμένη μηλιά, στο σημείο όπου διασταυρώνονται οι άνεμοι, αλλά όχι και στην «κανονικότητα». Αυτή έχει χαθεί μαζί με τα αγαπημένα της πρόσωπα.
Τι νόημα έχει, θα αναρωτηθείτε, να γράφει κανείς για μια ταινία που ενδεχομένως δεν θα προβληθεί ποτέ στις αίθουσες και, επιπλέον, το θέμα της δεν είναι καθόλου επίκαιρο. Μία υπάλληλος του αρχείου, στο οποίο πήγαινε καθημερινά ο σκηνοθέτης και έψαχνε φωτογραφίες, τον πλησίασε κρατώντας ένα μικρό ημερολόγιο και του είπε: «Πρέπει να διαβάσεις, νεαρέ. Μη μένεις μόνο στις εικόνες». Ισως, αυτό, να είναι το νόημα.