26 July 2013

Ποιος φοβάται τις ερωτήσεις των κακών δημοσιογράφων;

Γιατί "τον πέταξε έξω"

26/7/13
Μεγάλος θόρυβος έχει ξεσπάσει ανά τα σόσιαλ μίντια και τα σάιτ σχετικά με τον "Τσίπρα που πέταξε έξω Γερμανό δημοσιογράφο επειδή δεν του άρεσαν οι ερωτήσεις του". Για το θέμα η Αυγή δημοσίευσε ένα σύντομο σχόλιο (βλέπε επόμενα) στο φύλλο της περασμένης Κυριακής. Είναι προφανές ότι ο Τσίπρας δεν τον "πέταξε έξω επειδή δεν του άρεσαν οι ερωτήσεις". Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο Α. Τ. κάθε άλλο παρά φοβάται τις συνεντεύξεις. Δίνει συνεντεύξεις αφειδώς, ακόμα και στα πιο εχθρικά μέσα, κάνει διακαναλικές με δεκάδες ερωτήσεις, έχει προτείνει στον Σαμαρά "ντιμπέιτ" με δημοσιογράφους επιλογής του πρωθυπουργού, πρόταση από την οποία το Μαξίμου "την έκανε" με "ελαφρά πηδηματάκια".

Συνεπώς, κάτι άλλο έφταιξε και αυτό το άλλο ήταν το ιταμό  και αλαζονικό ύφος του δημοσιογράφου της FAΖ. Ο κ. Μάρτενς μάλιστα έφτασε να χαρακτηρίσει "φασιστικό κόμμα" τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Μετά τη διακοπή της συνέντευξης, ο ίδιος έστειλε απολογητικό μέιλ και ζήτησε από τον Τσίπρα να απαντήσει στις ερωτήσεις του. Η άρνηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν ήταν φυσικά κάποιο πείσμα, αλλά θέμα στοιχειώδους αυτοσεβασμού και σεβασμού του θεσμικού του ρόλου. Αν οι Γερμανοί δημοσιογράφοι έχουν μάθει να φέρονται έτσι στους ψοφοδεείς μνημονιακούς που μας κυβερνούν, πρέπει να μάθουν ότι αυτά στον ΣΥΡΙΖΑ δεν περνάνε.

Μήπως δουλεύει στην Bild;

 ΑΥΓΗ, 21/7/13
Η FAZ είναι μία από τις πιο μεγάλες και έγκριτες γερμανικές εφημερίδες και είναι λογικό να ενδιαφέρεται για τις εξελίξεις στην Ελλάδα και να τις καλύπτει. Πλην όμως, ο ανταποκριτής της για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια, Μ. Μάρτινς, έχει μάλλον επηρεαστεί από το ύφος ανθύπατου, με το οποίο κυκλοφορούν στα κυβερνητικά γραφεία οι συμπατριώτες του πολιτικοί και τα στελέχη της τρόικας, και νόμιζε ότι αυτή η συμπεριφορά είναι ανεκτή και από τους υπόλοιπους. Έτσι θεώρησε ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι γενικώς διαθέσιμος ακόμη και για παραπολιτικού τύπου συνεντεύξεις με ερωτήσεις επιπέδου μονταζιέρας.

Δεν ξέρουμε από πού συνέλεξε τα στοιχεία για τη συνέντευξή του ο συνάδελφος, αλλά αν κρίνουμε από το ύφος, την αποσπασματικότητα και τις ανακρίβειες, μάλλον κατέβηκε μέχρι την παραλία να εισπνεύσει καθαρό φαληρικό αεράκι και να εμπνευστεί.

Εκτός, αν αντί για τη FAZ εκπροσωπεί την Bild και δεν το είχαμε καταλάβει...

Τι λέει το γράμμα του δημοσιογράφου


 Athensvoice 26/7/13

Τεκμηριωμένη απάντηση έδωσε ο Γερμανός δημοσιογράφος της έγκυρης «Frankfurter Allgemeine Zeitung» (FDZ) κ. Μίκαελ Μάρτινς στον κ. Αλέξη Τσίπρα και την εφημερίδα «Αυγή», για όσα κουτοπόνηρα δημοσιεύτηκαν μετά την άδοξη διακοπή προγραμματισμένης συνέντευξης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς τη γερμανική εφημερίδα. Από το γράμμα - απάντηση,  που δημοσιεύτηκε στο matrix24, προκύπτει σαφώς ότι ο κ. Τσίπρας απέπεμψε το δημοσιογράφο επειδή δεν ανεχόταν και δεν μπορούσε ν΄ απαντήσει στις ερωτήσεις του. Γιατί η  "Αυγή" κατηγόρησε το δημοσιογράφο, βολικότατα,  ότι εκπροσωπούσε, δήθεν, τη λαϊκίστικη "Bild", υπαινισσόμενη και επαφές του με "Σκάι" και "Καθημερινή" (σα να ήταν αυτό το τελευταίο  κάτι το απαγορευτικό).  Ωστόσο οι ερωτήσεις του κ. Μάρτινς ήταν τεκμηριωμένες και βασισμένες σε ομιλίες, δηλώσεις και δημοσιεύματα της πλευράς  ΣΥΡΙΖΑ.

Επιστολή Μάρτενς προς γραφείο Τσίπρα

Μετά το παραπάνω δημοσίευμα, ο κ. Μάρτινς έστειλε επιστολή στο γραφείο του κ. Αλέξη Τσίπρα και, συγκεκριμένα, στην υπεύθυνη για τις επαφές του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τον Ξένο Τύπο κ. Δανάη Μπαδογιάννη. Σύμφωνα με το γράμμα, αμέσως μετά την… παραλίγο συνέντευξη που έληξε άδοξα, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ «τηλεφώνησαν σε δημοσιογράφους από την εφημερίδα “Καθημερινή” και σε εμένα, ρωτώντας αν συναντήθηκα με τον κ. Παπαχελά (διευθυντής της ‘Καθημερινής’) ή κάποιον άλλο συνάδελφο από την συγκεκριμένη εφημερίδα για να προετοιμάσω τις ερωτήσεις μου. «Αν και δεν σας αφορά ποιον συναντώ για να προετοιμάσω μία συνέντευξη, σας διαβεβαίωσα πολλές φορές ότι δεν έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή μου τον κ. Παπαχελά. Τότε με ρωτήσατε: “είστε σίγουρος ότι δεν έχετε μιλήσει με άλλον δημοσιογράφο από την ‘Καθημερινή’; Οπότε, η πρώτη μου ερώτηση είναι η εξής: Σας φαίνεται λογικό να καλεί δημοσιογράφους και να τους προτρέπει να αποκαλύψουν ποιον συνάντησαν πριν τη συνέντευξη άνθρωπος που είναι υπεύθυνος για τις σχέσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τον Ξένο Τύπο;».


Παράλληλα, στην απαντητική επιστολή του, ο δημοσιογράφος της FAZ αποκαλύπτει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έστειλε μήνυμα στον εκδότη της εφημερίδας του, κατηγορώντας τον ίδιο ότι «υπερέβη κατά πολύ τη δημοσιογραφική ηθική και χρησιμοποίησε φήμες, δηλώσεις τρίτων ανθρώπων και πληροφορίες χωρίς να τις διασταυρώσει», αλλά και πως «οι ερωτήσεις του ήταν ερωτήσεις του κίτρινου τύπου». Στη συνέχεια, ο κ. Μάρτινς, που απεπέμφθη από το γραφείο του Αλέξη Τσίπρα όταν τον ρώτησε αν συμφωνεί με γελοιογραφία της «Αυγής» που παρουσίαζε την κ. Άνγκελα Μέρκελ να συνομιλεί τηλεφωνικά με τον Χίτλερ, απευθύνει τα παρακάτω ερωτήματα στο γραφείο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν «χρησιμοποίησε φήμες, δηλώσεις τρίτων ανθρώπων και πληροφορίες χωρίς να τις διασταυρώσει», όπως κατηγορήθηκε από την Κουμουνδούρου.

Τα ερωτήματα Μάρτινς

«Θα καταλαβαίνετε, προφανώς, ότι τέτοιες κατηγορίες εναντίον ενός δημοσιογράφου που βασίζεται στη φήμη του, είναι σοβαρές. Γι’ αυτό σας παρακαλώ αν μπορείτε να απαντήσετε στις παρακάτω ερωτήσεις μου σχετικά με τις κατηγορίες:
Πρώτον, είναι «φήμη, δήλωση τρίτου ατόμου ή ανεπιβεβαίωτη πληροφορία» το σκίτσο στην Αυγή με τον Αδόλφο Χίτλερ να τηλεφωνεί στην κ. Άνγκελα Μέρκελ;

Δεύτερον, στην τρίτη ερώτηση ρώτησα τον κ. Τσίπρα αν πιστεύει ότι η συζήτηση για τη Γερμανία σήμερα είναι ότι πρόκειται για το Τέταρτο Ράιχ που προσπαθεί να αποικιοποιήσει την Ελλάδα και αν αυτή είναι η γλώσσα που πρέπει να χρησιμοποιεί ένας ευρωπαίος ηγέτης το 2013. Σ’ αυτό, ο κ. Τσίπρας μου είχε απαντήσει ότι ούτε ο ίδιος ούτ ε η Αυγή έχουν υιοθετήσει τέτοιους χαρακτηρισμούς. Είναι, κατά τη γνώμη σας, “φήμη, δήλωση τρίτου προσώπου ή ανεπιβεβαίωτη πληροφορία” ένα παράδειγμα -από τα πολλά- που χρησιμοποίησα, δηλαδή το άρθρο με τίτλο «Ο Γκαουλάιτερ Σόιμπλε στηρίζει τους μαθητές του» που δημοσιεύθηκε στην Αυγή;».
Ο κ. Μάρτινς συνεχίζει τις ερωτήσεις προς τους συνεργάτες του κ. Τσίπρα, ως εξής:
«Τρίτον, είναι κατά τη γνώμη σας “φήμη, δήλωση τρίτου προσώπου ή ανεπιβεβαίωτη πληροφορία” ο λόγος του Αλέξη Τσίπρα στις 24/04/2013 στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο, όπου είπε: “Η παράδοση στη στρατηγική της κ. Μέρκελ δημιουργεί τις συνθήκες για την οικονομική αποικιοποίηση της χώρας”»; «Είναι ένας δημοσιογράφος που απλώς ρωτά τον κ. Τσίπρα τί εννοούσε με τη δήλωσή του εκπρόσωπος του “κίτρινου τύπου”»;
«Τέταρτον, σε ό,τι αφορά την πέμπτη ερώτηση που έκανα στον κ. Τσίπρα και τον οδήγησε στο να διακόψει τη συνέντευξη. Η ερώτηση ήταν: “Τον Ιούνιο του 2012 είπατε ότι το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ κατέβασαν την ελληνική σημαία και την παρέδωσαν στην Άνγκελα Μέρκελ. Μπορείτε να μας πείτε τί σημαίνει αυτό;”. Ο κ. Τσίπρας μού απάντησε ότι δεν μπορεί να θυμηθεί αν έκανε τέτοια δήλωση, μετά ισχυρίστηκε ότι “ποτέ” δεν είπε κάτι τέτοιο και μετά τελείωσε τη συνέντευξη, λέγοντάς μου ότι οι προθέσεις μου δεν ήταν υγιείς και πως δεν είμαι ευγενικός». Στη συνέχεια, ο δημοσιογράφος επικαλείται το λινκ με το βίντεο όπου φαίνεται ο κ. Τσίπρας να λέει όντως τη δήλωση περί σημαίας και ρωτά τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης: «Είναι ή δεν είναι το συνημμένο λινκ από την κεντρική προεκλογική ομιλία του κ. Τσίπρα στην πλατεία Ομονοίας; Είναι ένας δημοσιογράφος που στηρίζεται στο σάιτ του ΣΥΡΙΖΑ για να προετοιμάσει τις ερωτήσεις του ένοχος για χρήση “φημών, δηλώσεων τρίτων προσώπων και ανεπιβεβαίωτων πληροφοριών;


Το γράμμα Μάρτινς στο πρωτότυπο (αγγλικά)

Ιδού η επιστολή Μάρτινς όπως πρωτογράφτηκε, στ΄αγλλικά:
«Dear Mr. Tsipras, Dear Mrs. Badogianni,
I hope this message finds you well. I have seen that “Avgi” has published their version of the “interview” between FAZ and Mr. Tsipras. We will publish our interpretation of the events in our Sundays edition and in some additional stories to follow in the days after it. As you, Mrs. Badogianni, will play a role as well in the story – first with your telephone interventions after the interview and then with the letter you emailed to my editor today, which he immediately forwarded to me – I wanted to ask you whether you want to comment on your version of the events. I have prepared some questions which you may answer on the record if you wish so. Since Syriza decided to leak their version of the events to “Avgi”, I take the liberty to add some Greek and German friends and colleagues who might be interested in the case as Bcc in this Email.
1. After the interview, you called journalists from “Kathimerini” and myself, asking me whether I met Mr. Papachelas or any other colleague from “Kathimerini” to prepare my questions. Even though it is none of your business whom I meet to prepare an interview, I assured you several times that I never in my life met Mr. Papachelas. Then you asked me: “Are you sure you did not meet with any other colleague from Kathimerini?” So my first question is: Do you find it normal that the person in charge of press affairs of the opposition leader in an EU member state, after an interview that was broken off by the interviewee, is calling journalists and urges them to reveal whom they have or have not met before the interview?
2. More precisely: Do you consider it normal that you call a foreign correspondent to interrogate him about whom he spoke with to prepare his questions?
3. Do you consider it normal that you, as press attaché of the leader of the Greek opposition, ask Greek journalists whether they spoke to a foreign journalist before an interview with Mr. Tsipras?
4. Regarding your Email to the editor of “Frankfurter Allgemeine Zeitung” from today (July 24th) which you titled: „Written complaint on behalf of Alexis Tsipras concerning the broken off interview with FAZ on 19.07.2013”. In this Email you, in the name of Mr. Tsipras, claim that I went “way beyond the journalistic working ethics” and used „rumours, statements of third persons and information taken without double-checking” as a basis for my questions and thus was unprofessional and even on the level of “yellow press” (“Klatschpresse”). You probably understand, that those are serious allegations against a journalist who depends on his reputation. So I would be very grateful if, regarding these allegations, you would be so kind as to answer my following questions:

a) Is the cartoon of Adolf Hitler calling Angela Merkel (published in “Avgi”, on April 14th) to which I refereed in my first and second question of the interview a “rumour, a statement of a third person or an information taken without double-checking”?
b) In my third question I asked whether Mr. Tsipras believes that all the talk about today’s Germany being the “fourth Reich”, wanting to “colonize” Greece etc. is really the kind of language that European leaders in 2013 should use. To this, Mr. Tsipras answered that “neither Syriza nor Avgi” have ever uttered those kinds of statements. Is it in your view a “rumour, a statement of a third person or an information taken without double-checking” to point out – as one example of many – to an article by “Avgi” dated 20.07.2013 with the title “Gauleiter Schauble supports his students…” (author Dimitris Stoumbos, link) below
http://www.avgi.gr/article/653893/o-gkaoulaiter-soimple-stirizei-tous-mathites-tou-
c) Is it in your view a “rumour, a statement of a third person or an information taken without double-checking” to point out to a speech given by Mr. Tsipras on 24/04/2013 at the American-Hellenic Chamber of Commerce (link to the official transcript provided by the official SYRIZA press office http://bit.ly/17AWFdh) where he said: “Surrendering to Ms. Merkel’s strategy creates the conditions for the economic colonization of the country“. Is a journalist who simply asks Mr. Tsipras what he meant by that statement “yellow press”?

5. Regarding my fifth and last question that led Mr. Tsipras to break off the interview. The question was: “In June 2012 you said Pasok / ND “lowered the Greek flag and surrendered it to Angela Merkel”. Could you elaborate on what that means? Mr. Tsipras first said he “cannot remember” whether he said the sentence about the lowered flag surrendered to Angela Merkel by Pasok and ND, and later claimed he “never” said that. Then he ended the interview telling me I have ill intentions and am “not kind”. Would you please comment:
a ) Is the enclosed link of the main campaign speech of Mr. Tsipras on Omonia square on June 14th, 2012, where he utters exactly the sentence (see timestamp 15.04) which I quoted in the interview and which lead to the break off of the interview, in your eyes a falsification?
http://www.youtube.com/watch?v=orU4t2yPgzg#at=1409
b) Is a journalist who relies on the website of Syriza to prepare his questions guilty of using „rumours, statements of third persons and information taken without double-checking”, considering that according to the website of Syriza he indeed uttered the sentence which he claimed never to have uttered? (please check link or the screenshot attached)
http://www.syriza.gr/ομιλία-του-αλέξη-τσίπρα-στην-κεντρική/
As you will have noticed, I did not criticise Mr. Tsipras, neither did I dare to judge him for his statements. I simply quoted him and asked him to explain what he meant by Pasok and Nea Dimokratia “surrendering the Greek flag to Angela Merkel”. I believe a journalist has the right to ask those questions and should ask them. I also do not have a problem with the fact that Mr. Tsipras broke off the interview because he did not like my questions. Mr. Tsipras is not obliged to grant me an interview and he of course may decide at any point to end a conversation with me if he finds the questions “not suitable the the leader of the Greek opposition”, as you told me. However, does confronting him with some of the sentences he said and asking him to explain their meaning, make me “yellow press journalist” going “way beyond the journalistic working ethics”? That seems a little far-fetched, to put it mildly. If Mr, Tsipras, confronted with his own quotes, calls me “unethical”, that might indeed say more about him then about me.
I am looking forward to your comments as they will be for sure an important enrichment of our story on Sunday. I also attach my original list of questions from FAZ to Mr. Tsipras. Even though you term them “yellow press”, I´d be very grateful if Mr. Tsipras, as promised in the letter to the editor of FAZ, could answer them in written form.
I thank you in advance for your cooperation.
Best regards from Istanbul,
Michael Martens
Frankfurter Allgemeine Zeitung

18 July 2013

Νέο είδος δεινοσαύρου

Καθημερινή, 17/7/2013

Αμερικάνοι επιστήμονες ανακάλυψαν ένα νέο είδος δεινοσαύρου, το οποίο διαθέτει μια τεράστια μύτη και κέρατα πάνω από τα μάτια του.
Ένα νέο είδος δεινοσαύρου ανακάλυψαν επιστήμονες στη Γιούτα των Ηνωμένων Πολιτειών, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι η ιδιομορφία του κρανίου του, αφού διαθέτει μια μεγάλη μύτη και κέρατα πάνω από τα μάτια του.

Ο Nasatoceratops ανήκει σε μια γνωστή οικογένεια δεινοσαύρων, οι οποίοι εικάζεται, ότι έζησαν 76 εκατομμύρια χρόνια πριν στη βορειοδυτική Αμερική, δήλωσε ο Σκοτ Σάμσον, μέλος της ομάδας παλαιοντολόγων που ανακάλυψαν το, μέχρι πρότινος, άγνωστο ερπετό.
Η ανατομία του κεφαλιού αυτού του νέου είδους έχει μια χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα. Μία τεράστια μύτη καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του, ενώ δύο μεγάλα κέρατα βρίσκονται ακριβώς πάνω από τα μάτια του.
Ο Σάμσον δήλωσε, κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνέντευξης στο πρακτορείο Ρόιτερς, ότι «αυτό το ζώο είναι πολύ περίεργο. Ανεβάζει τη σημασία των κεράτων σε εντελώς καινούριο επίπεδο». Οι επιστήμονες εικάζουν ότι τα κέρατα πιθανώς σχετίζονται με την προσέλκυση συντρόφων, τον εκφοβισμό ή την πάλη με εισβολείς, είτε τη διατήρηση της θερμοκρασίας του εγκεφάλου σε χαμηλά επίπεδα.
Το τεράστιο ψυχρόαιμο πλάσμα, διέθετε ένα στόμα που έμοιαζε με ράμφος, στο εσωτερικό του οποίου υπήρχαν εκατοντάδες δόντια και το χρησιμοποιούσε για να κόβει φυτά προκειμένου να τραφεί.
«Πολλοί πιστεύουν πως ό,τι ήταν να βρούμε μέχρι τώρα το έχουμε βρει. Η αλήθεια είναι πως μόλις ξεκινήσαμε να σκαλίζουμε την επιφάνεια. Είναι πολλά πράγματα ακόμα που έχουμε να μάθουμε ώστε να κατανοήσουμε τον κόσμο των δεινοσαύρων», είπε ο Σάμσον.

10 July 2013

Χρειάζεται η ορθογραφία;

 ή δεν έχει σημασία να γράφουμε σωστά;


της Λαμπρινής Κουζέλη, ΒΗΜΑ, 9/7/2013

Αντικείμενο χλευασμού έγινε την περασμένη εβδομάδα στη Βρετανία ο βουλευτής Αντριου Σέλους για ένα ανορθόγραφο tweet του. Ο βουλευτής, θέλοντας να στηρίξει την απόφαση του υπουργού Οικονομικών να κόψει τις κοινωνικές παροχές σε όσους δεν μιλούν αγγλικά, έγραψε στον λογαριασμό του στο Twitter: «Strongly support the loss of benefits unless claimants lean English» (Στηρίζω με σθένος την απώλεια προνομίων εκτός αν οι δικαιούχοι μάθουν αγγλικά), κάνοντας λάθος και γράφοντας «lean» αντί «learn». Τα ειρωνικά σχόλια για το ανορθόγραφο tweet του βουλευτή φούντωσαν, ώσπου αναγκάστηκε να το διαγράψει.
Στη Βρετανία πάλι, τον περασμένο Μάρτιο, μεγάλη δημόσια συζήτηση διεξήχθη στα ΜΜΕ με τη συμμετοχή πολιτικών, δημοσιογράφων και πολιτών, για τη σωστή ορθογραφία και τη σωστή χρήση των σημείων στίξης με αφορμή την πρόθεση των τοπικών αρχών του Μιντ Ντέβον να καταργήσουν το σημάδι της αποστρόφου στις επιγραφές που αναγράφονται στις πινακίδες στους δρόμους.


Διαβάζοντας αυτά, αναρωτιέται κανείς: Έχουμε στην Ελλάδα αντιστοίχως γρήγορα αντανακλαστικά σε ό,τι αφορά ζητήματα σωστής γραφής; Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στα κείμενα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, σε αναρτήσεις στο Facebook και στα μπλογκ, στα μηνύματα στο Twitter και σε παντός είδους υποσελίδια σχόλια σε δημοσιεύματα για να διαπιστώσει ότι, ενώ η ανορθογραφία βασιλεύει, δεν φαίνεται αυτό να απασχολεί και πολύ.
Λάθη πληκτρολόγησης («μεζέψουν» αντί «μαζέψουν», «υψηλής επινδυνότητας» αντί «υψηλής επικινδυνότητας»), λάθη ορθογραφικά («δυστηχώς» αντί «δυστυχώς»), απουσία στίξης και άλλων σημαδιών του γραπτού λόγου όπως τα διαλυτικά (βλ. το συχνότατο «Μαίου» αντί «Μαΐου»), συστηματική εγκατάλειψη του τονισμού των λέξεων, κατάργηση της αποστρόφου σε εκθλίψεις, αφαιρέσεις και αποκοπές («αστο» αντί «άσ’ το»), χρήση του απλού αντί του τελικού σίγμα («Βενιζελοσ» αντί «Βενιζέλος»), χρήση του λατινικού ερωτηματικού «?» αντί του ελληνικού «;» κ.ά. Κάποιες ανορθογραφίες δεν δυσχεραίνουν την κατανόηση του κειμένου, άλλες, όπως η συνηθισμένη απουσία του κόμματος στο αναφορικό «ό,τι», καθιστούν ορισμένες φράσεις προβληματικά αμφίσημες ή εντελώς ακατανόητες.
Ξεπεράσαμε το στάδιο της συστηματικής χρήσης των greeklish στον ηλεκτρονικό λόγο και γράφουμε πλέον στα ελληνικά. Αρκεί όμως αυτό; Δεν έχει σημασία αν θα γράφουμε σωστά ελληνικά;
Κάποτε η σωστή ορθογραφία ήταν απόδειξη μόρφωσης και καλλιέργειας αλλά και ευπρέπειας και καλών τρόπων και ένδειξη σεβασμού προς τον αποδέκτη ενός κειμένου. Σήμερα, αν τολμήσει κάποιος να επισημάνει ένα ορθογραφικό λάθος, θεωρείται σχολαστικός, λεπτολόγος και μίζερος. 
Ποια είναι η δικαιολογία μας για τις περιπτώσεις ανορθογραφίας; Βιασύνη, τεμπελιά, αμέλεια, λειψή παιδεία και άγνοια των κανόνων της ορθογραφίας ή απαξίωση του γραπτού λόγου και της ελληνικής γλώσσας γενικότερα;
Η μάστιγα της ανορθογραφίας στο Ιντερνετ σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με το ίδιο το μέσο, υποστηρίζει στο «Βήμα» ο ο γλωσσολόγος Γιώργος Παπαναστασίου, διευθυντής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη] του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και συγγραφέας του τόμου Νεοελληνική ορθογραφία: Ιστορία, θεωρία, εφαρμογή (Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2008): «Εχουμε την τάση να είμαστε πιο ελεύθεροι στην τήρηση των ορθογραφικών κανόνων στο ηλεκτρονικό περιβάλλον» εξηγεί. «Τα μέιλ, οι αναρτήσεις στο Facebook και τα σχόλια στο διαδίκτυο έχουν την αίσθηση του εφήμερου που μας παρασύρει να νομίζουμε ότι στο διαδίκτυο μπορούμε να είμαστε περισσότερο απαλλαγμένοι από τους κανόνες της ορθογραφίας. Βεβαίως, όποιος γράφει ανορθόγραφα σε ένα περιβάλλον δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα γράψει ορθογραφημένα σε ένα άλλο. Θα προσέξει όμως περισσότερο».
Ο ίδιος δεν αρνείται ότι η ορθογραφία έχει πάρει την κατιούσα στον δημόσιο λόγο, πράγμα που διαπιστώνει και στην πανεπιστημιακή αίθουσα «όχι όμως της τάξης που παρατηρείται στο Διαδίκτυο», υποστηρίζει. Βεβαίως, το να βλέπουμε ελληνικά γραμμένα ανορθόγραφα μας επηρεάζει, ειδικά στην τηλεόραση όπου το φαινόμενο ανορθογραφίας στα κυλιόμενα κείμενα στη διάρκεια ειδησεογραφικών και ψυχαγωγικών εμπομπών είναι συχνό. «Συνηθίζουμε να βλέπουμε εσφαλμένες γραφές στην τηλεόραση, πράγμα που είναι πιο επικίνδυνο γιατί ο θεατής θεωρεί ότι το κείμενο που προβάλλεται στην οθόνη είναι προσεγμένος λόγος, οπότε η εσφαλμένη γραφή τού τυπώνεται στον νου και τείνει να την επαναλάβει».
Την τελευταία δεκαπενταετία — μετά την έκδοση του Λεξικού της νέας ελληνικής γλώσσας (1998) του γλωσσολόγου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργου Μπαμπινιώτη, το οποίο στην πρώτη του έκδοση πρότεινε γραφές αποκλίνουσες από τη σχολική ορθογραφία που ακολουθεί τη «Γραμματική» του Μανόλη Τριανταφυλλίδη —, η ορθογραφία δεν έχει πάψει να αποτελεί αντικείμενο δημόσιου διαλόγου. Εκείνο όμως που απασχολεί κυρίως τους επιστήμονες γλωσσολόγους είναι το πώς θα πρέπει να γράφεται μια λέξη, βάσει συγκεκριμένης ετυμολογίας, και όχι η τήρηση των γενικών ορθογραφικών κανόνων. Αυτούς διδάσκονται οι μαθητές στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
«Η ορθογραφία διδάσκεται στα μαθήματα Γλώσσας και στο δημοτικό και στο γυμνάσιο», μας λέει ο Γιώργος Παπαναστασίου, «με κάποια ανοχή στο δημοτικό —μεγαλύτερη από ό,τι παλιότερα—, πιο αυστηρά στο γυμνάσιο. Η αυστηρότητα στη διδασκαλία και στην εξέταση των κανόνων ορθογραφίας στο σχολείο σχετίζεται και με τον τρόπο που κάθε εκπαιδευτικός ή εκπαιδευτική ομάδα αντιμετωπίζει το θέμα».
Η ορθογραφία —σχολαστικά ή μη— διδάσκεται. Υπάρχει μια επίσημη ορθογραφία. Εχουμε πρόσβαση στην ενημέρωση για τη σωστή γραφή μιας λέξης: έχουμε γραμματικές και λεξικά —πολλά μάλιστα είναι διαθέσιμα και στο Διαδίκτυο—, και κάποιους βασικούς ορθογραφικούς κανόνες στους οποίους όλοι οι γλωσσολόγοι συμφωνούν, ανεξάρτητα από τις απόψεις τους για επιμέρους ορθογραφικά ζητήματα. Το αν γράφουμε ορθογραφημένα ελληνικά είναι, στο τέλος, ζήτημα προσωπικό και σχετίζεται με το ερώτημα: Μας ενδιαφέρει η ορθογραφία, μας χρειάζεται;
Αν αφήσουμε για λίγο στην άκρη όλα τα επιχειρήματα τα σχετικά με την ιστορία της ελληνικής γλώσσας και τη σύνδεσή τους με ζητήματα εθνικής ταυτότητας κτλ., θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι η ορθογραφία δεν είναι ζήτημα ουσίας, είναι ζήτημα αισθητικό, ζήτημα εικόνας. Ομως, μια λέξη δεν είναι μόνο το περιεχόμενό της και ο ήχος της, είναι και η εικόνα της: τα σημάδια πάνω στο χαρτί ή στην οθόνη. Συμμετέχει σ’ αυτόν τον κώδικα επικοινωνίας που είναι η γλώσσα και με την εικόνα της. Μια ανορθογραφία πολλές φορές μας προβληματίζει, καθυστερεί την αντίληψη του νοήματος μιας λέξης, δυσκολεύει την επικοινωνία μας. «Κάθε φορά που βλέπω ένα τυπογραφικό λάθος», έγραφε ο Γκαίτε διατυπώνοντας θαυμάσια πώς αισθάνεται κανείς διαβάζοντας μια ανορθόγραφη λέξη, «αναρωτιέμαι αν έχει εφευρευθεί κάτι καινούριο».

07 July 2013

Όσα παίρνει... κι όσα φέρνει ο άνεμος

Μια καλημέρα είν' κι αυτή...

της Ισμήνης


Είναι η δεκαετία του 1950, τότε που ακόμα η Αθήνα  έμοιαζε σαν μεγάλη επαρχιακή πόλη. Με τα νεοκλασικά διώροφα σπίτια της, τις μονοκατοικίες με τις αυλές στο πίσω μέρος του σπιτιού. Τότε που τα παράθυρα του δρόμου τα στολίζανε κάτασπρες κουρτίνες με κοφτό κέντημα. Οι δρόμοι ήτανε φυτεμένοι με ακακίες που μοσχομυρίζανε όταν ανθίζανε, τα σπίτια με 3 ορόφους ήτανε δακτυλοδεικτούμενα σε κάθε γειτονιά και ήτανε δείγμα ευημερίας για αυτούς που τα κατοικούσαν.

Την Αθήνα την κατοικούσαν ακόμη «Αθηναίοι γκάγκαροι», δεν είχε αρχίσει  η επέλαση της επαρχίας. Όσοι είχαν κάποιο γνωστό σε χωριό, φιλοξενούσαν κάποιο κορίτσι μεταξύ 10-12 ετών, κάτι σαν ψυχοκόρη, κάποια ταλαίπωρη ψυχή που οι φτωχοί γονείς την είχαν με ευκολία στείλει στην πρωτεύουσα για καλύτερη τύχη και για να στέλνει χρήματα στο χωριό, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν τα υπόλοιπα παιδιά, τα οποία ήρθαν στον κόσμο άθελά τους, αλλά αποτέλεσαν την 3λεπτη διασκέδαση του πατέρα και της μάνας, κάποιο σκοτεινό βράδυ.

Δειλά–δειλά άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια κάποιες πολυκατοικίες, με δελεαστικές προδιαγραφές και όχι ακόμα της μαζικής παραγωγής που τις κατάντησαν κλουβιά πτηνών.

Το ενοικιοστάσιο είχε παγώσει τα ενοίκια και οι ιδιοκτήτες τράβαγαν τα μαλλιά της κεφαλής τους να απαλλαγούν από νοικάρηδες που, ενώ είχαν αγοράσει κρυφά διαμέρισμα, δεν εννοούσαν να αποχωριστούν την φθηνή κατοικία του ενοικιοστασίου.

Και μαζί με τις πολυκατοικίες άρχισε, σιγά–σιγά στην αρχή, με γρηγορότερο ρυθμό αργότερα η άφιξη κατοίκων από την επαρχία που ήρθαν στην πρωτεύουσα να ζήσουν το όνειρο και να κλείσουν τις ψυχές τους σε κλουβιά πτηνών.

Στους δρόμους έβλεπες ανακατεμένες διάφορες ενδυμασίες και άκουγες διαφορετικές προφορές!

Έχω την εικόνα ολοζώντανη χαραγμένη στη μνήμη μου που περπατούσα στον δρόμο με τη μαμά μου, μια αρχόντισσα στην ψυχή και στην καταγωγή και κάποια στιγμή βλέπω να πλησιάζει μια γυναίκα ντυμένη με την χαρακτηριστική μαύρη μακριά φούστα που φορούσαν οι γυναίκες από χωριό. Ένα σιγκούνι, μαντήλι στο κεφάλι, χοντρές κάλτσες στα πόδια που σερνότανε διστακτικά πάνω σε στραβοπατημένα παπούτσια. Είχε ένα ύφος απόγνωσης και σαστιμάρας στο πρόσωπό της. Όταν μας πλησίασε, χαμογέλασε ντροπαλά, που το κατάλαβα περισσότερο από τις ρυτίδες που γίνανε πιο βαθιές γύρω από το στόμα της και τα μάτια της και είπε ψυθιριστά «καλημέρα κυρία».

Γύρισα ενοχλημένη το κεφάλι μου, όταν σαστισμένη άκουσα την μαμά μου να της απαντάει «καλημέρα κυρία μου» αμέσως δε θυμωμένη και με αλαζονεία ρώτησα την μαμά μου:
-  Γιατί λες καλημέρα σε αυτή τη χωριάτισα; την ξέρεις;
-  Όχι δεν την ξέρω, μου απάντησε η μαμά μου, αλλά να μην ξεχάσεις ποτέ στη ζωή σου να λες καλημέρα, ακόμα και όταν δεν σου λένε πρώτα οι άλλοι. Και κάτι άλλο, η καλημέρα στους απλούς ανώνυμους ανθρώπους έχει περισσότερη αξία, δείχνει τρόπους και μεγαλείο ψυχής, από την καλημέρα που θα πεις στους επώνυμους!
Δυστυχώς η μαμά μου έφυγε πολύ νωρίς αλλά μου άφησε άγραφη και πολύτιμη διαθήκη το μεγαλείο της ψυχής της!

04 July 2013

H κρίση δεν θα τελειώσει ποτέ...

για μερικούς!

του Χρήστου Χωμενίδη, protagon.gr, 1/7/2013

«…Εγώ βαθιά νομικά ποτέ δεν έμαθα. Ούτε και μου χρειάστηκαν ποτέ. Τελείωσα την Σχολή το ’87, άνοιξα γραφείο το ’90 – μη φανταστείς καμιά χλιδή, τρίαντα τετραγωνικά στην Κάνιγγος, με κοινόχρηστη τουαλέτα. Για την επόμενη εικοσαετία, μέρα δεν έμεινα χωρίς δουλειά. Τη μία έκανα ελέγχους τίτλων στο υποθηκοφυλακείο, την άλλη έκανα παράσταση σε κάποιο συμβόλαιο. Αναλάμβανα κανένα αυτοκινητιστικό, κανένα διαζύγιο, κανένα απλό εργατικό… Μία χαρά την έβγαζα. Όχι πως πλούτισα, μα τίποτα δεν έλειψε ούτε σε μένα ούτε στη γυναίκα μου -νηπιαγωγός η Φανή, στο Δημόσιο- ούτε στα δυο παιδιά μου. Τι ξένες γλώσσες και κολυμβητήρια, τι μπάρμπεκιου στο εξοχικό, τι στα μπουζούκια μια φορά το μήνα μίνιμουμ, τι ταξιδάκια στο εξωτερικό… 
Και αν μου τύχαινε -άντρας είμαι- κάνα τυχερό, στα καλύτερα ξενοδοχεία θα το πήγαινα το γκομενάκι, τα πιο σέξι εσώρουχα θα του αγόραζα… Εδώ και μία τριετία όμως, φίλε μου, χέσ’ τα κι άσ’ τα! Κανένας δεν πληρώνει δικηγόρο πια για ψιλοδιαφορές, προτιμούν να συμβιβαστούν παρά να τραβιούνται στα δικαστήρια. Οι υποχρεωτικές παραστάσεις τείνουν να καταργηθούν, ακόμα και τα διαζύγια έχουν πέσει στο ναδίρ, το σκέφτεται ο άλλος εκατό φορές να χωρίσει μέσα στην κρίση. Τα έξοδα, από την άλλη, τρέχουν: Χαράτσια, τιμολόγια, ταμεία… Αν συνεχίσει έτσι η ιστορία, σε δύο -σε τρία;- χρόνια, θα καταντήσει ασύμφορο για μένα να δικηγορώ. Και τότε τι θα κάνω, πες μου εσύ! Στα πενηνταπέντε μου, θα καταντήσω κλέφτης ή ζητιάνος;».

Σπαραχτική στην ειλικρίνειά της -βοηθούσαν και τα τρία τσίπουρα που είχε κατεβάσει μονοκοπανιάς- η εξομολόγηση ενός ανθρώπου που τυχαία συνάντησα μεσημεριάτικα σε μία καφετέρια της Ευελπίδων. Και ο οποίος, αφού πρώτα ξόμπλιασε τα βιβλία μου (τα καλά λόγια ενός άγνωστου αναγνώστη ισοδυναμούν με εγκώμια από δέκα κριτικούς), μου άνοιξε διάπλατα την καρδιά του. Κι εγώ δεν ήξερα τι να του πω. Ούτε εκείνος βέβαια προσδοκούσε να του δώσω λύση…

Στην ίδια, πάνω-κάτω, θέση με τον εν λόγω δικηγόρο βρίσκονται αναρίθμητοι συμπολίτες μας, ισχυρό ποσοστό της πάλαι ποτέ ευημερούσας μεσαίας τάξης. Άνθρωποι οι οποίοι συνειδητοποιούν κατά τον πλέον επώδυνο τρόπο ότι με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, θα βρεθούν σύντομα -αν δεν βρίσκονται κιόλας- οριστικά και αμετάκλητα «στην απέξω». Ότι για αυτούς η κρίση δεν θα τελειώσει ποτέ.

Δεν αναφέρομαι σε τρωκτικά του συστήματος, σε ραντιέρηδες, κομπιναδόρους και σουλατσαδόρους, οι οποίοι δικαίως τιμωρούνται σήμερα για την αλλοτινή τους λαιμαργία και αλαζονεία. Μιλάω για όλους εκείνους που ήταν απολύτως πεπεισμένοι -η ίδια η ζωή τους είχε πείσει- ότι οι μετρημένες δυνατότητες και οι χαλαροί ρυθμοί τους αρκούσαν και περίσσευαν για να περνάνε μέλι-γάλα. Μιλάω για δικηγόρους που δεν ξέρουν -διότι ποτέ δεν χρειάστηκε να μάθουν- «βαθιά» νομικά. Για δημοσιογράφους που δεν μιλάνε (ούτε) αγγλικά κι ωστόσο σταδιοδρομούσαν κάποτε λαμπρά, αναλαμβάνοντας και αποστολές στο εξωτερικό. 
Για εμπόρους που το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο έφτανε μέχρι του να εισάγουν προϊόντα πολυτελείας -τα οποία γίνονταν τις καλές μέρες ανάρπαστα- και τώρα έχουν χάσει τα αβγά και τα πασχάλια. Για εκπαιδευτικούς, που η αποστολή τους περιοριζόταν στο να τελειοποιούν τους μαθητές στην υψηλή τέχνη της παπαγαλίας, και οι οποίοι δεν άνοιξαν ένα «εξωσχολικό» βιβλίο αφότου τέλειωσαν το πανεπιστήμιο. Για να μη φτάσω μέχρι τους ιδρυματοποιημένους υπαλλήλους του ευρύτερου Δημόσιου, που πάθαιναν αναφυλαξία σε κάθε απόπειρα εκσυγχρονισμού-μηχανοργάνωσης διότι θα έχαναν τη βολή τους. Ή ακόμα και στους πολυάριθμους ταξιτζήδες, που αρνούνται πεισματικά όχι απλώς να μάθουν να διαβάζουν ένα χάρτη, αλλά και να εξοικειωθούν με τη χρήση του GPS…

Απεχθάνομαι όσους κουνούν επιτιμητικά το δάχτυλο – εγώ δεν πρόκειται να το κουνήσω ποτέ σε κανέναν. Οι παραπάνω συμπολίτες μας που ηλικιακά βρίσκονται ανάμεσα στα σαράντα και στα εξήντα (οι νεότεροι είναι εξοικειωμένοι αν μη τι άλλο, με τις νέες τεχνολογίες) προφανώς και δεν φταίνε που η ενηλικίωσή τους συνέπεσε με τη μετάλλαξη της Ελλάδας από χώρα μαστόρων σε κοινωνία τρέχα-γύρευε. Που -από τη δεκαετία του '80- η αλματώδης άνοδος του οικονομικού επιπέδου συνδυάστηκε με τη σταδιακή αποσάθρωση του παραγωγικού ιστού. Που ο θαλασσοδαρμένος ναυτικός πατέρας τους λαχτάρησε για εκείνους μια καλύτερη ζωή και έφτυσε αίμα για να τους διορίσει στο Δημόσιο, για να τους χτίσει πέντε «ενοικιαζόμενα» στο νησί, για να τους αγοράσει μία άδεια ταξί.

Προφανώς και δεν φταίνε εκείνοι επειδή δεν μπόρεσαν να δουν εγκαίρως τη μεγάλη εικόνα, να αντιληφθούν ότι καμία κοινωνία -είτε έχει αριστερό είτε δεξιό πρόσημο- δεν μπορεί να δουλεύει στο ρελαντί δίχως κάποια στιγμή να καταρρεύσει. (Όταν, από το 1989, σύσσωμος ο «Υπαρκτός Σοσιαλισμός» διαλυόταν εξαιτίας όχι τόσο των Αμερικάνων όσο της δικής του εξωφρενικής γραφειοκρατίας, διαφθοράς και ραστώνης, εμείς στην Ελλάδα ασχολούμασταν με τον έρωτα του Ανδρέα Παπανδρέου και με το σκάνδαλο του Κοσκωτά…) 

Προφανώς και δεν φταίνε που έως και σήμερα δεν τολμούν οι περισσότεροι να κοιτάξουν κατάματα την πραγματικότητα και είναι αντιθέτως πρόθυμοι να πιστέψουν στο πιο παρανοϊκό σενάριο συνομωσίας, να «ριζοσπαστικοποιηθούν» ψηφίζοντας τους ψεκασμένους, τους δραχμούληδες ή ακόμα και τους ελληνόψυχους...

Και προφανώς κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τους πετάξει στον Καιάδα. Όσοι με ύφος σοφολογιότατων διακηρύσσουν πως για να προχωρήσει η κοινωνία πρέπει να αφήσει κάποιους πίσω, όσοι ταυτίζουν τον Διαφωτισμό με τον Κοινωνικό Δαρβινισμό -«εκείνοι που δεν προσαρμόζονται, απλώς εξαφανίζονται»- έχουν τυφλωθεί από την ίδια τους την έπαρση. Ξεχνούν ότι ο ανεπαρκής δικηγόρος είναι συχνά ένας εξαίρετος οικογενειάρχης. 
Πως τα παιδιά του χρεοκοπημένου έμπορου δεν χρωστάνε να μεγαλώσουν στην ανέχεια, κυρίως δε στην απόλυτη ανασφάλεια. Ότι και το ξαναζωντάνεμα της αγοράς και η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας προϋποθέτουν μια ευρεία καταναλωτική βάση. Ακόμα κι αν σαρώσουμε κάθε ψήγμα αλληλεγγύης και ανθρωπισμού -και κυνικά ακόμα αν το δούμε- όποτε μια κρίσιμη μάζα οδηγείται στο περιθώριο, μία ωρολογιακή ατομική βόμβα τοποθετείται στα θεμέλια της κοινωνίας. Ποιος θα γλιτώσει από την έκρηξή της;

Τι μπορεί να προτείνει κάποιος; Όχι βεβαίως να διαφυλαχθούν, παίζοντας το κρυφτούλι με την τρόικα, τα κλειστά επαγγέλματα. Ούτε να παραμείνει ο δημόσιος τομέας πρυτανείο για να σιτίζει τις ποικίλες συντεχνίες. Να δημιουργηθεί όμως -επειγόντως και πάση θυσία- ένα κοινωνικό δίκτυ ασφαλείας, που θα εξασφαλίζει ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης για τον κάθε πολίτη. Το αίτημα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος να επανέλθει και να ικανοποιηθεί.

«Λεφτά δεν υπάρχουν» θα πείτε. Για αυτό ακριβώς πρέπει να εξορθολογιστεί το ταχύτερο η λειτουργία του κράτους. Κατά ένα παράδοξο για τα σκουριασμένα μυαλά τρόπο, η συγχώνευση νοσοκομείων, η κατάργηση άχρηστων στρατοπέδων, το κλείσιμο μαραζομένων ΑΕΙ και ΤΕΙ, όχι μονάχα δεν θα θίξει αλλά και θα προάγει τα λαϊκά συμφέροντα. Αρκεί τα όσα θα εξοικονομηθούν να στηρίξουν τις χειμαζόμενες τάξεις και όχι τις κομματικές πελατείες. 

Όσο για τον απροσάρμοστο γραφειοκράτη και τον βιοποριζόμενο από τις δυσλειτουργίες του συστήματος «ελεύθερο» επαγγελματία, κάλλιο να τον παροπλίσεις υπογράφοντας του πως η οικογένειά του δεν θα πεινάσει ποτέ, παρά να τον διατηρείς ως χαλίκι στο γρανάζι.

Ζούμε χωρίς αμφιβολία σε μια κρίσιμη, μεταβατική περίοδο. Το ερώτημα είναι πόσο θα διαρκέσει. Και το ζητούμενο είναι να ξεπεραστεί με τις λιγότερες δυνατές απώλειες και τραύματα.

Από την Έξοδο -λένε- των Εβραίων, από την Αίγυπτο μέχρι την άφιξη στη Γη Χαναάν, πέρασαν σαράντα ολόκληρα χρόνια. Όχι επειδή ο Μωυσής είχε χάσει το δρόμο. Αλλά διότι έπρεπε να πεθάνουν και οι τελευταίοι που ανήκαν στην προηγούμενη ιστορική περίοδο.

Ακόμα κι αν οι άνθρωποι δεν καταφέρουν να γυρίσουν σελίδα, στο τέλος πάντοτε το κάνει ο πανδαμάτωρ χρόνος.


03 July 2013

Ένα νέο κεφάλαιο για τους Οικολόγους Πράσινους

της Ελεάννας Ιωαννίδου, δικηγόρου, μέλους 
Οικολόγων Πράσινων, tvxs.gr, 3/7/2013

Στην Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων, της περιβαλλοντικής λεηλασίας, της ανατροπής των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, της ανεξέλεγκτης καταστολής και της υπαρκτής απειλής του φασισμού, μέσα στο πολωμένο πολιτικό σύστημα που περιστρέφεται γύρω από τη διαμάχη ανάμεσα στο μεταρρυθμιστικό λαϊκισμό και στο νοσταλγικό στρουθοκαμηλισμό, η πολιτική οικολογία αποτελεί την πολιτική πρόταση που, λαμβάνοντας υπόψη την πολλαπλότητα της κρίσης, διεκδικεί λύσεις που θεραπεύουν ταυτόχρονα όλες τις διαστάσεις της.

Η «πράσινη» ανάλυση, εδραζόμενη στην αλληλεξάρτηση, απορρίπτει προτάσεις διεξόδου από την κρίση, που λαμβάνουν υπόψη τα συμπτώματα και όχι τις αιτίες, αδιαφορώντας για τις μελλοντικές γενιές, τον πλανήτη και τη βιωσιμότητα. Με την υπεράσπιση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην πρώτη γραμμή των πολιτικών της προτεραιοτήτων, η πολιτική οικολογία διεκδικεί την οριζόντια και αλληλέγγυα αυτοοργάνωση της κοινωνίας, με το κράτος να υπηρετεί τα συλλογικά αγαθά για όλες και όλους και να δημιουργεί συνθήκες βιώσιμης επιχειρηματικότητας και ιδίως συμμετοχικής. Παράλληλα και έξω από την οικονομία της αγοράς που παράγει τους αριθμούς, η πράσινη πολιτική πρόταση οργανώνει την αλληλέγγυα οικονομία της κοινωνίας που παράγει την ευημερία των ανθρώπων.

Ταυτόχρονα, απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα, δίπλα στα οικολογικά κινήματα, η πολιτική οικολογία ενσωματώνει απαντήσεις στα οικονομικά και κοινωνικά διλήμματα: Απέναντι στο λιγνίτη που υποβαθμίζει τη ζωή στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη και στα πετρέλαια της Μεσογείου ή της Λατινικής Αμερικής, διεκδικεί ο ελληνικός ήλιος, η γη και ο αέρας να γίνουν θεμέλια ευημερίας και να παράξουν, με ταυτόχρονες πολιτικές μείωσης κατανάλωσης, ενέργεια καθαρότερη, προκρίνοντας μοντέλα κοινωνικής και όχι ατομικής επιχειρηματικότητας. Απέναντι στις εξορύξεις χρυσού, που απειλούν με κοινωνική και περιβαλλοντική λεηλασία τη Βόρεια Ελλάδα, αντιτάσσει ένα άλλο μοντέλο οικονομίας, ανθρώπινο, βιώσιμο, πολυποίκιλο και αειφόρο, που σέβεται, με άλλα λόγια, τις επόμενες γενιές και τις προοπτικές του τόπου. Απέναντι στην ιδιωτικοποίηση συλλογικών αγαθών, όπως το πόσιμο νερό, αντιπροτείνει την βιώσιμη αυτοδιαχείριση των καταναλωτών. Απέναντι στον εκφασισμό της κοινωνίας προτάσσει τον αλληλοσεβασμό, την αυτοδιάθεση και τα δικαιώματα όσων δεν έχουν φωνή.

Επιπρόσθετα, η πολιτική οικολογία έχει λύσει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την σχέση της με την πολιτική βία, έχοντας ως βασική αρχή ότι η βία δεν μπορεί να έχει οποιοδήποτε θετικό αποτέλεσμα, ακόμα κι αν τίθεται στην υπηρεσία δίκαιου σκοπού. Με την μη-βίαιη πολιτική ανυπακοή ως μονόδρομο πολιτικής δράσης, η πολιτική οικολογία, εκτός από την στήριξη διεκδικήσεων που μπορούν να συγκεντρώσουν ευρείες συναινέσεις, συγχρόνως απαντά στους νεοναζί, την πόρτα στους οποίους άνοιξε η ανοχή της βίας στην ελληνική κοινωνία.

Οι Οικολόγοι Πράσινοι, παρά την παρουσία τους σε κοινωνικά μέτωπα σαν αυτά, χωρίς τυμπανοκρουσίες και καπελώματα, και παρότι αρθρώνουν έναν λόγο που επικεντρώνεται στις λύσεις και όχι τις εύκολες καταγγελίες, δεν έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν τις εγγενείς αδυναμίες που είθισται να αντιμετωπίζει το οικολογικό κίνημα κατά τη διαδικασία μετεξέλιξής του σε κόμμα, γεγονός που μεγεθύνεται από χρόνιες παθογένειες του Ελλαδικού οικολογικού χώρου, με παραγοντισμούς και προσωπικές στρατηγικές που τον στιγμάτισαν ήδη από την εποχή των Οικολόγων Εναλλακτικών. Οι ευθύνες όλων, και κυρίως όσων ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τον έλεγχο των σφραγίδων στους Οικολόγους Πράσινους χωρίς να έχουν ουσιαστική παρουσία στην κοινωνία, είναι τεράστιες, καθώς η διαφαινόμενη περαιτέρω συρρίκνωση του φορέα μέσα από εκατέρωθεν άγονες αντεγκλήσεις θα αφήσει ακόμα και αυτούς χωρίς αντικείμενο, ενώ οι πιθανότητες ανασυγκρότησης-μετά-τη-διάλυση έχουν ήδη δείξει τη δυναμική τους μετά την αυτοκαταστροφή των Οικολόγων Εναλλακτικών.

Ένα χρόνο μετά τη βαριά εκλογική ήττα του 2012, το πολιτικό στίγμα των Οικολόγων Πράσινων και η κινηματική δράση τους  επισκιάζεται από τη διαδικασιολογία, την καχυποψία και την  εσωστρέφεια, με την Επανεκκίνηση που αποφασίστηκε στο Συνέδριο της Λαμίας να έχει -κατά πώς φαίνεται- εξαντληθεί σε εγγραφές νέων μελών, ενώ δεν αποτράπηκαν αποχωρήσεις ιστορικών μελών και ο εσωκομματικός πόλεμος χαρακωμάτων, που κύριο θύμα δεν είχε "τους άλλους", αλλά την ίδια την έννοια της επανεκκίνησης. Όλο αυτό το κλίμα έχει ως αποτέλεσμα, η ένταση της κρίσης, αντί να γίνει ευκαιρία για τους Πράσινους να εκφράσουν έναν αυτοτελή, εναλλακτικό πολιτικό πόλο, να γίνει βασική αιτία της αδυναμίας τους να ομοιογενοποιηθούν ιδεολογικά, υπερβαίνοντας ένα πολιτικό σύστημα που καταρρέει, καθώς προσωποκεντρικές ομαδοποιήσεις, εύκολες ταμπέλες και ετεροπροσδιορισμός δεν συγκαταλέγονται στα εργαλεία για τη δημιουργία ιδεολογικής συνοχής, πολλώ δε μάλλον για να παράσχουν την οποιαδήποτε έμπνευση στον κόσμο των κινημάτων.

Σήμερα, τα περιθώρια του φορέα για επανάληψη των ίδιων λαθών έχουν συρρικνωθεί στο απόλυτα ελάχιστο και οι Οικολόγοι Πράσινοι στο επερχόμενο Συνέδριο βρίσκονται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι επιβίωσης. Φοβάμαι, όμως, πως, όπως ακριβώς συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία, καθρέπτης της οποίας -αντί να την αλλάξουν- έγιναν οι Οικολόγοι Πράσινοι, τα πραγματικά διλήμματα δεν είναι αυτά που παρουσιάζουν οι ομάδες που ερίζουν για τον έλεγχο της –εσωκομματικής εν προκειμένω- εξουσίας. Το πραγματικό δίλημμα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Οικολόγοι Πράσινοι, όπως άλλωστε και η ελληνική κοινωνία, είναι το αν πραγματικά θέλουν να αλλάξουν.

Μια τέτοια αλλαγή, μια αλλαγή που δεν αποτελειώνει το ροκάνισμα του κοινού κλαδιού, δεν μπορεί να είναι ακόμη ένα μορατόριουμ διανομής της εσωκομματικής ψευδαίσθησης εξουσίας μεταξύ των ομάδων. Μια τέτοια αλλαγή δεν μπορεί παρά να περάσει μέσα αφενός από την αναγνώριση του κοινού στόχου, που ξεπερνά τα πρόσωπα και την εξουσία, και αφετέρου από την αναζήτηση πολιτικών συναινέσεων με ουσιαστικό διάλογο των μελών. Με αίσθηση του κατεπείγοντος που έχει δημιουργήσει η περιδίνηση της κοινωνίας χωρίς στόχους μέσα στην κρίση και της συνεπακόλουθης ευθύνης για την πολιτική οικολογία στην Ελλάδα, υπάρχει ακόμα κοινός τόπος για όλους τους Οικολόγους Πράσινους. Κι αυτός είναι η φυγή προς τα εμπρός  μέσα από την επιστροφή στις ρίζες τους, που δεν είναι άλλες από το παγκόσμιο ορθολογικό κίνημα που διεκδικεί την επικράτηση του μέτρου σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας και συνύπαρξης, με στόχο τη βιωσιμότητα και τη δικαιοσύνη. Όταν τα περιθώρια στενεύουν,  τότε η αντίστροφη -από την παρούσα- δυναμική που μπορεί να δημιουργηθεί σ' αυτό το συνέδριο, αν οι Οικολόγοι Πράσινοι ξεπεράσουν τον κακό εαυτό τους σε μια συγκυρία, όπου η ελληνική κοινωνία διψάει για λύσεις, θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια σειρά αλυσιδωτών θετικών αντιδράσεων τόσο για την πολιτική οικολογία, όσο και για τα πολιτικά πράγματα στη χώρα γενικότερα. 

Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει, λοιπόν, για τους Οικολόγους Πράσινους με το συνέδριο του Ιουλίου. Το αν θα είναι το κεφάλαιο της επανεκκίνησης ή του επιλόγου θα κριθεί από το μέτρο της ευθύνης του καθενός.




02 July 2013

Οι «132» περιττοί


του Θωμά Τάτση, protagon.gr, 2/7/2013
Σε σχετικά ανύποπτο χρόνο, πέρυσι τον Οκτώβριο, ο νέος υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξή του, είχε κάνει μια διαπίστωση. Είχε πει επί λέξει: «Αυτή τη στιγμή καλούνται μισθωτοί και συνταξιούχοι να πληρώσουν ένα υπερβολικά βαρύ τίμημα, που ο κάθε βουλευτής έχει μεγάλη συνειδησιακή δυσκολία να το υποστηρίξει, εξαιτίας του γεγονότος ότι επιμένουμε να προστατεύουμε περιττές θέσεις εργασίας στο δημόσιο».
Τώρα από τη θέση του υπουργού έχει αναλάβει την ευθύνη να μην υποστούν οι βουλευτές «συνειδησιακές δυσκολίες» ξεκαθαρίζοντας το δημόσιο από τους περιττούς (;) υπαλλήλους.
Πώς προσδιορίζεται, όμως, το «περιττό»;
Το ελληνικό δημόσιο μέσα από διαδικασίες προσλήψεων που δεν ελέγχει -και αυτό ας σημειωθεί- καταβάλει τους μισθούς των κληρικών όλων των βαθμίδων, ενώ έχει την ευθύνη και για τους μισθούς για ένα μεγάλο μέρος των υπαλλήλων -των λεγόμενων λαϊκών- που υπηρετούν στην Ιερά Σύνοδο και τις Μητροπόλεις.
Με τη λογική των ανθρώπων που περιστοιχίζουν τον πρωθυπουργό στο Μαξίμου, ο ευκολότερος τρόπος για να τελειώσει με το θέμα των απολύσεων θα ήταν να σταματήσει να πληρώνει το δημόσιο τους κληρικούς, όλων των βαθμίδων και των θρησκειών που πληρώνονται από το ελληνικό δημόσιο. Αλλά ποιος τα βάζει με τους «κρατικοδίαιτους» εκπροσώπους του Θεού στη Γη;


Κανένας δεν είναι σε θέση να ξεκαθαρίσει ποιος είναι ο αριθμός των διορισμένων, χωρίς διαδικασίες ΑΣΕΠ ή κάποιας μορφής αξιολόγησης που υπηρετεί αυτή τη στιγμή μέσω του ελληνικού δημοσίου την Ορθόδοξη Εκκλησία και όχι μόνο. Σίγουρα είναι περισσότεροι από 10.000. Και εάν γίνει έλεγχος εύκολα θα διαπιστώσει ο νέος υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης ότι στην περίπτωση της Εκκλησίας της Ελλάδας δεν ισχύει το λεγόμενο «ένας προς δέκα» (μία πρόσληψη για κάθε δέκα αποχωρήσεις).
Όταν ενημερωθεί, καλό θα ήταν με τη σειρά του να ενημερώσει και ο ίδιος τους πολίτες για ποιο λόγο πληρώνονται από το ελληνικό δημόσιο, όχι μόνο οι κληρικοί κατώτατων βαθμίδων, αλλά και οι 132 «ανώτατοι» κληρικοί.

Αναλυτικά στην Εκκλησία της Ελλάδας υπηρετούν 91 μητροπολίτες, 11 τιτουλάριοι μητροπολίτες, οκτώ βοηθοί επίσκοποι, τέσσερις τιτουλάριοι επίσκοποι και τέσσερις σχολάζοντες αρχιερείς.
Στην ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης -υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο- υπηρετούν εννέα μητροπολίτες ενώ στα Δωδεκάνησα, που είναι μέλη της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, άλλοι πέντε. Σύνολο 132, δεσποτάδες οι περισσότεροι, από τους οποίους υπό «κανονικές» συνθήκες θα έπρεπε να έχουν συνταξιοδοτηθεί.
Σ’ ό,τι αφορά τη μισθοδοσία τους, είναι ενδεικτικό ότι ένας μητροπολίτης με προϋπηρεσία (sic) 30 χρόνια λαμβάνει μικτά 2.534 €, ενώ ο αρχιεπίσκοπος με 33 χρόνια προϋπηρεσία λαμβάνει 2.978 €. Στην προϋπηρεσία συνυπολογίζονται και τα χρόνια που ήταν διάκος ή αρχιμανδρίτης.
Με το συμπάθιο τώρα: Κανένας μητροπολίτης δεν έχει κάποια ουσιαστική ανάγκη να λαμβάνει μισθό. Τα έξοδά του μπορεί να τα αναλάβει η Μητρόπολη την οποία διοικεί. Οι μητροπολίτες επίσης απολαμβάνουν ενός ειδικού καθεστώτος που δεν έχει σχέση με αυτό των δημοσίων υπαλλήλων. Εκλέγονται και δεν ελέγχονται από κανέναν και για τίποτα.
Εάν «απολυθούν», ή βρεθεί τρόπος να τεθούν εκτός του μισθολογίου του δημοσίου, ποιος θα αντιδράσει; Ούτε οι ίδιοι. Οι «132» δεσποτάδες δεν προσφέρουν τίποτα στο δημόσιο. Είναι «αργόμισθοι». Η απόφαση να πληρώνονται από το ελληνικό δημόσιο έχει σχέση με τον έλεγχό τους, την εποχή του εμφυλίου. Σήμερα η Εκκλησία δεν έχει την ανάγκη να υπάγεται σε οποιοδήποτε κράτος.
Και κάτι ακόμη: Η «απόλυση» των 132 θα μπορούσε να συνδυαστεί με την πρόσληψη νέων επιστημόνων που θα βοηθήσουν σε τομείς που το δημόσιο έχει ιδιαίτερη ανάγκη και κυρίως στην αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας.