της Ελεάννας Ιωαννίδου, δικηγόρου, μέλους
Οικολόγων Πράσινων, tvxs.gr, 3/7/2013
Στην Ελλάδα της κρίσης και
των μνημονίων, της περιβαλλοντικής λεηλασίας, της ανατροπής των ατομικών και
κοινωνικών δικαιωμάτων, της ανεξέλεγκτης καταστολής και της υπαρκτής απειλής
του φασισμού, μέσα στο πολωμένο πολιτικό σύστημα που περιστρέφεται γύρω από τη
διαμάχη ανάμεσα στο μεταρρυθμιστικό λαϊκισμό και στο νοσταλγικό
στρουθοκαμηλισμό, η πολιτική οικολογία αποτελεί την πολιτική πρόταση που,
λαμβάνοντας υπόψη την πολλαπλότητα της κρίσης, διεκδικεί λύσεις που θεραπεύουν
ταυτόχρονα όλες τις διαστάσεις της.
Η «πράσινη» ανάλυση, εδραζόμενη στην αλληλεξάρτηση,
απορρίπτει προτάσεις διεξόδου από την κρίση, που λαμβάνουν υπόψη τα
συμπτώματα και όχι τις αιτίες, αδιαφορώντας για τις μελλοντικές γενιές, τον πλανήτη
και τη βιωσιμότητα. Με την υπεράσπιση της δημοκρατίας και των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην πρώτη γραμμή των πολιτικών της προτεραιοτήτων, η
πολιτική οικολογία διεκδικεί την οριζόντια και αλληλέγγυα αυτοοργάνωση της
κοινωνίας, με το κράτος να υπηρετεί τα συλλογικά αγαθά για όλες και όλους
και να δημιουργεί συνθήκες βιώσιμης επιχειρηματικότητας και ιδίως
συμμετοχικής. Παράλληλα και έξω από την οικονομία της αγοράς που
παράγει τους αριθμούς, η πράσινη πολιτική πρόταση οργανώνει την αλληλέγγυα
οικονομία της κοινωνίας που παράγει την ευημερία των ανθρώπων.
Ταυτόχρονα, απ’ άκρη
σ’ άκρη στην Ελλάδα, δίπλα στα οικολογικά κινήματα, η πολιτική οικολογία
ενσωματώνει απαντήσεις στα οικονομικά και κοινωνικά διλήμματα:
Απέναντι στο λιγνίτη που υποβαθμίζει τη ζωή στη Δυτική Μακεδονία και τη
Μεγαλόπολη και στα πετρέλαια της Μεσογείου ή της Λατινικής Αμερικής,
διεκδικεί ο ελληνικός ήλιος, η γη και ο αέρας να γίνουν θεμέλια ευημερίας
και να παράξουν, με ταυτόχρονες πολιτικές μείωσης κατανάλωσης, ενέργεια καθαρότερη,
προκρίνοντας μοντέλα κοινωνικής και όχι ατομικής επιχειρηματικότητας. Απέναντι
στις εξορύξεις χρυσού, που απειλούν με κοινωνική και περιβαλλοντική λεηλασία τη
Βόρεια Ελλάδα, αντιτάσσει ένα άλλο μοντέλο οικονομίας, ανθρώπινο, βιώσιμο,
πολυποίκιλο και αειφόρο, που σέβεται, με άλλα λόγια, τις επόμενες γενιές και
τις προοπτικές του τόπου. Απέναντι στην ιδιωτικοποίηση συλλογικών αγαθών, όπως
το πόσιμο νερό, αντιπροτείνει την βιώσιμη αυτοδιαχείριση των καταναλωτών.
Απέναντι στον εκφασισμό της κοινωνίας προτάσσει τον αλληλοσεβασμό, την
αυτοδιάθεση και τα δικαιώματα όσων δεν έχουν φωνή.
Επιπρόσθετα, η
πολιτική οικολογία έχει λύσει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την σχέση της με την
πολιτική βία, έχοντας ως βασική αρχή ότι η βία δεν μπορεί να έχει
οποιοδήποτε θετικό αποτέλεσμα, ακόμα κι αν τίθεται στην υπηρεσία δίκαιου
σκοπού. Με την μη-βίαιη πολιτική ανυπακοή ως μονόδρομο πολιτικής δράσης, η
πολιτική οικολογία, εκτός από την στήριξη διεκδικήσεων που μπορούν να
συγκεντρώσουν ευρείες συναινέσεις, συγχρόνως απαντά στους νεοναζί, την πόρτα
στους οποίους άνοιξε η ανοχή της βίας στην ελληνική κοινωνία.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι, παρά
την παρουσία τους σε κοινωνικά μέτωπα σαν αυτά, χωρίς τυμπανοκρουσίες και
καπελώματα, και παρότι αρθρώνουν έναν λόγο που επικεντρώνεται στις λύσεις και
όχι τις εύκολες καταγγελίες, δεν έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν τις εγγενείς
αδυναμίες που είθισται να αντιμετωπίζει το οικολογικό κίνημα κατά τη διαδικασία
μετεξέλιξής του σε κόμμα, γεγονός που μεγεθύνεται από χρόνιες παθογένειες του
Ελλαδικού οικολογικού χώρου, με παραγοντισμούς και προσωπικές στρατηγικές που
τον στιγμάτισαν ήδη από την εποχή των Οικολόγων Εναλλακτικών. Οι ευθύνες όλων,
και κυρίως όσων ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τον έλεγχο των σφραγίδων στους
Οικολόγους Πράσινους χωρίς να έχουν ουσιαστική παρουσία στην κοινωνία, είναι
τεράστιες, καθώς η διαφαινόμενη περαιτέρω συρρίκνωση του φορέα μέσα από
εκατέρωθεν άγονες αντεγκλήσεις θα αφήσει ακόμα και αυτούς χωρίς αντικείμενο,
ενώ οι πιθανότητες ανασυγκρότησης-μετά-τη-διάλυση έχουν ήδη δείξει τη δυναμική
τους μετά την αυτοκαταστροφή των Οικολόγων Εναλλακτικών.
Ένα χρόνο μετά τη βαριά
εκλογική ήττα του 2012, το πολιτικό στίγμα των Οικολόγων Πράσινων και η
κινηματική δράση τους επισκιάζεται από τη διαδικασιολογία, την καχυποψία
και την εσωστρέφεια, με την Επανεκκίνηση που αποφασίστηκε στο Συνέδριο
της Λαμίας να έχει -κατά πώς φαίνεται- εξαντληθεί σε εγγραφές νέων μελών, ενώ
δεν αποτράπηκαν αποχωρήσεις ιστορικών μελών και ο εσωκομματικός πόλεμος
χαρακωμάτων, που κύριο θύμα δεν είχε "τους άλλους", αλλά την ίδια την
έννοια της επανεκκίνησης. Όλο αυτό το κλίμα έχει ως αποτέλεσμα, η ένταση της
κρίσης, αντί να γίνει ευκαιρία για τους Πράσινους να εκφράσουν έναν αυτοτελή,
εναλλακτικό πολιτικό πόλο, να γίνει βασική αιτία της αδυναμίας τους να
ομοιογενοποιηθούν ιδεολογικά, υπερβαίνοντας ένα πολιτικό σύστημα που
καταρρέει, καθώς προσωποκεντρικές ομαδοποιήσεις, εύκολες ταμπέλες και
ετεροπροσδιορισμός δεν συγκαταλέγονται στα εργαλεία για τη δημιουργία
ιδεολογικής συνοχής, πολλώ δε μάλλον για να παράσχουν την οποιαδήποτε έμπνευση
στον κόσμο των κινημάτων.
Σήμερα, τα περιθώρια
του φορέα για επανάληψη των ίδιων λαθών έχουν συρρικνωθεί στο απόλυτα ελάχιστο
και οι Οικολόγοι Πράσινοι στο επερχόμενο Συνέδριο βρίσκονται μπροστά σε ένα
σταυροδρόμι επιβίωσης. Φοβάμαι, όμως, πως, όπως ακριβώς συμβαίνει στην
ελληνική κοινωνία, καθρέπτης της οποίας -αντί να την αλλάξουν- έγιναν
οι Οικολόγοι Πράσινοι, τα πραγματικά διλήμματα δεν είναι αυτά που παρουσιάζουν
οι ομάδες που ερίζουν για τον έλεγχο της –εσωκομματικής εν προκειμένω- εξουσίας. Το
πραγματικό δίλημμα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Οικολόγοι Πράσινοι, όπως
άλλωστε και η ελληνική κοινωνία, είναι το αν πραγματικά θέλουν να αλλάξουν.
Μια τέτοια αλλαγή, μια αλλαγή
που δεν αποτελειώνει το ροκάνισμα του κοινού κλαδιού, δεν μπορεί να είναι ακόμη
ένα μορατόριουμ διανομής της εσωκομματικής ψευδαίσθησης εξουσίας μεταξύ των
ομάδων. Μια τέτοια αλλαγή δεν μπορεί παρά να περάσει μέσα αφενός από την
αναγνώριση του κοινού στόχου, που ξεπερνά τα πρόσωπα και την εξουσία, και
αφετέρου από την αναζήτηση πολιτικών συναινέσεων με ουσιαστικό διάλογο των
μελών. Με αίσθηση του κατεπείγοντος που έχει δημιουργήσει η περιδίνηση
της κοινωνίας χωρίς στόχους μέσα στην κρίση και της συνεπακόλουθης ευθύνης για
την πολιτική οικολογία στην Ελλάδα, υπάρχει ακόμα κοινός τόπος για όλους τους
Οικολόγους Πράσινους. Κι αυτός είναι η φυγή προς τα εμπρός μέσα από την
επιστροφή στις ρίζες τους, που δεν είναι άλλες από το παγκόσμιο ορθολογικό
κίνημα που διεκδικεί την επικράτηση του μέτρου σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης
δραστηριότητας και συνύπαρξης, με στόχο τη βιωσιμότητα και τη δικαιοσύνη. Όταν
τα περιθώρια στενεύουν, τότε η αντίστροφη -από την παρούσα- δυναμική που
μπορεί να δημιουργηθεί σ' αυτό το συνέδριο, αν οι Οικολόγοι Πράσινοι ξεπεράσουν
τον κακό εαυτό τους σε μια συγκυρία, όπου η ελληνική κοινωνία διψάει για
λύσεις, θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια σειρά αλυσιδωτών θετικών αντιδράσεων
τόσο για την πολιτική οικολογία, όσο και για τα πολιτικά πράγματα στη χώρα
γενικότερα.
Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει,
λοιπόν, για τους Οικολόγους Πράσινους με το συνέδριο του Ιουλίου. Το αν θα
είναι το κεφάλαιο της επανεκκίνησης ή του επιλόγου θα κριθεί από το μέτρο της
ευθύνης του καθενός.