Η ζωή και το έργο του σπουδαίου συγγραφέα που έχασε τόσο βάναυσα τη ζωή του
της Τίνας Μανδηλαρά, Πρώτο Θέμα, 06/12/2014
Στα περίχωρα του κόσμου των ανθρώπων οφείλει πάντα να κατοικεί μια λογοτεχνική ψυχή. Άγρυπνη, ανίκητη, ικανή να ρουφά οτιδήποτε βρίσκεται στα σκοτεινά της πόλης-έτσι ακριβώς ήταν η ψυχή του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα. Δεν έλειπε από τις γωνιές, ούτε από τα μεγάλα γεγονότα και από την πρώτη στιγμή που ο γνωστός λογοτέχνης και απόφοιτος της Νομικής έκανε την εμφάνιση του στη λογοτεχνία ήξερε να συνδυάζει ιδανικά το μικρό με το μεγάλο, το σπουδαίο με το πιο χθαμαλό. Οι ήρωες του πάντοτε εν πρώτοις παρακατιανοί, μα πάντοτε πραγματικά μοιραίοι, ύπουλα γοητευτικοί κι ενίοτε χυδαίοι δεν είναι άλλοι από τους ήρωες της πόλης που ζούμε σε διαφορετικές στιγμές της ιστορίας.
Όταν ξεκίνησε με τα «Μηχανάκια», το 1962 οι ήρωες του Κουμανταρέα εμπνέονταν από τα άγρια νιάτα της δεκαετίας του 50-έφηβοι, εξεγερμένοι κι αποσυνάγωγοι, όπως ο Χαράλαμπός του, θύμα της αγάπης της μητέρας του, ο Δημητρούλης ο ασουλούπωτος φαντάρος που δεν ακολουθούσε τους κανόνες του στρατού αλλά κι ο Κίτσος που προσπαθούσε μάταια να ξεφύγει από τις κοινωνικές επιβολές. Και οι τρεις αγαπήθηκαν αμέσως από το κοινό που είδε στην πένα του Κυψελιώτη λογοτέχνη μια αλήθεια που ξεχώριζε από την οίηση και τον φαρισαϊσμό της εποχής. Χωρίς να υποπίπτει σε πολιτικές εμμονές ο Κουμανταρέας συνέχιζε να γράφει για την ανάποδη όψη των πραγμάτων και την εποχή της Χούντας: κυνηγήθηκε με μανία για τη συμμετοχή του στα «18 Κείμενα» αλλά ακόμη περισσότερο για το επικό «Αρμένισμα» του που θεωρήθηκε βλάσφημο και ασεβές. Ο ίδιος στη συνήθη πρακτική της Χούντας δικάστηκε με όλο τον κόσμο των διανοούμενων της Αριστεράς να βρίσκεται στο πλευρό του. Τότε ήταν που στο δικαστήριο άρχιζε να συχνάζει ο Στρατής Τσίρκας ο οποίος ήταν κι η αφορμή για να «μετακομίσει» ο σπουδαίος Αθηναίος λογοτέχνης από την Εστία στον Κέδρο.
Ο θόρυβος που δημιούργησε το «Αρμένισμα» έκανε γνωστό τον Αθηναίο λογοτέχνη σε ένα ευρύ φάσμα κοινού που γοητεύτηκε από τις ανατρεπτικές ιστορίες με το τολμηρό ύφος. Στην πραγματικότητα ο Κουμανταρέας δεν έπαψε ποτέ να είναι αφηγητής των μικρών ιστοριών και των αποσπασματικών βιωμάτων πιστεύοντας ότι οι μεγάλες κι οι αδόκητες αλήθειες κατοικοεδρεύουν στα φευγαλέα και τα μικρά. Όλοι είμαστε τρωτοί αλλά και περαστικοί-το ίδιο και η αφηγηματική φόρμα που ποτέ δεν μπήκε σε καλούπια. Αρνιόταν άλλωστε να γίνει και απόλυτα μυθοπλαστική φέρνοντας μέσα της έντονα τα βιώματα της καθημερινότητας αφήνοντας παράλληλα τρομακτικά περιθώρια στην πιο αχαλίνωτη φαντασία. Θύματα της καταπίεσης οι περισσότεροι ήρωες του Κουμανταρέα- από τα «Μηχανάκια» μέχρι τα «Καημένα» (1972)- βρίσκουν την αλητεία γοητευτική όσο και αναπόδραστη. Ωστόσο ποτέ δεν φεύγουν έξω από τα αστικά περιθώρια με αποτέλεσμα από τη «Βιομηχανία υαλικών» και μετά-που εξέδωσε τον πρώτο χρόνο της επετείου της μεταπολίτευσης- ο Κουμανταρέας να γίνει ο επίσημος καταγραφέας της τοιχογραφίας της πόλης. Θα τον απασχολήσουν έντονα οι εσωτερικές συγκρούσεις που βιώνουν οι ασφυχτικά καταπιεσμένοι ήρωες του, ικανοί να τα βάζουν με το επίσημο καθεστώς αλλά αδύναμοι να αντιμετωπίσουν το τέρας της μικροαστικής συνθήκης.
Ήδη από τη «Βιοτεχνία υαλικών» ο Κουμανταρέας ξέρει ότι τα νέα κοινωνικά αδιέξοδα έχουν μάλλον να κάνουν με τους ίδιους τους εσωτερικούς κανόνες όχι με τον πολιτικό εχθρό. Η Μπέμπα του, η κεντρική του ηρωίδα άλλωστε παρατάει τον αγώνα για την κοινωνική αλλαγή για να αφοσιωθεί στη βιομηχανία υαλικών. Αντίστοιχα διλήμματα φαίνεται να κατατρύχουν και την «Κύρα Κούλα»-το πιο αγαπημένο και το πιο τρυφερό ίσως βιβλίο του Κουμανταρέα- για μια ανέφικτη ιστορία αγάπης ανάμεσα σε μια παντρεμένη νοικοκυρά και έναν νεαρό που γνωρίζονται στη διαδρομή του Ηλεκτρικού. Μια γυναίκα και ένας άνδρας ανυπεράσπιστοι απέναντι στον έρωτα, με μια άγρια εσωτερική λάμψη που μόνο ο Κουμανταρέας κατάφερε να εντοπίσει με τόσο διακριτικό και όμορφο τρόπο στο εσωτερικό της λαϊκής ψυχής. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από την «Κυρά Κούλα»:
«Ξαφνικά, η κυρία Κούλα κοκκίνισε. Κάτι πήγε να πει, μα έπειτα, σα να μετάνιωσε, χαμήλωσε το βλέμμα. Συγγνώμην, την πρόφτασε, μήπως σας πρόσβαλα; Πειράζει μήπως που σας μιλώ στον ενικό; Τα μάτια του έλαμπαν, την κοιτούσε στα χείλη. Όχι, είπα η Κούλα χωρίς να σηκώσει τα μάτια, ούτε καν το πρόσεξα…Βαριέμαι τις κοπέλες της ηλικίας μου, της εξομολογήθηκε με θέρμη, με πλήττουν: μαζί σας αισθάνομαι ότι έχω να πω ένα σωρό πράγματα, να μάθω ακόμη περισσότερα. μου αρέσει η συντροφιά σας, δεν ξέρω αν το συμμερίζεσθε και σεις. Η Κούλα έμεινε με τα μάτια χαμηλωμένα. Τα δάχτυλα της ήταν πιασμένα από το λουρί της τσάντας της. Την κρατούσε σα να ήταν το τελευταίο οχυρό της. Λοιπόν Κούλα, της είπε-πρώτη φορά τη φώναζε με τ όνομα της-πότε λες να βγούμε μαζί; Αλήθεια, σήκωσε το κεφάλι σαστισμένη σαν πότε θα λεγες; Απόψε μήπως; της είπε με μια τρελή ελπίδα. Όχι απόψε, του το ξέκοψε αυστηρά, μιαν άλλη μέρα. Τότε αύριο, μεθαύριο, της είπε ζωηρά, το συντομότερο. Τα μάτια του είχαν πυρετό, τα χείλη του, παρατήρησε είχαν υγρανθεί. Μέτρησε τις μέρες με τα δάχτυλά της. Μεθαύριο, του είπε δειλά».
Εν ολίγοις οι ήρωες του Μένη Κουμανταρέα παλεύουν άνισα με τους δαίμονες τους και φαντάζονται άλλες μεγάλες στιγμές γεμάτες ιδανικούς ερωτικούς συντρόφους. Μάχονται για μια άλλη ερωτική μοίρα-αυτό συμβαίνει στην «Κυρά Κούλα» αλλά και στο «Κουρείο» που ακολουθεί αμέσως μετά. Είμαστε ήδη στα τέλη της δεκαετίας του '70 και ο Κουμανταρέας έχει επιβάλλει το δικό του αφηγηματικό στυλ ώστε να μπορεί πια και πειραματίζεται με άλλα μεγέθη.
Ο «Ωραίος Λοχαγός» συνοδεύει την εποχή της ωριμότητας για τη μυθοπλασία του που γίνεται πιο συμβολική και πιο καθολική. Ο «Ωραίος Λοχαγός» θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ήρωας του Κάφκα καθώς προσπαθεί να αντιπαρέλθει έναν αδυσώπητο μηχανισμό που προσπαθεί να τον εξοντώσει και να τον λυγίσει δίχως καμία ουσιαστική αιτία. Με ένα επίσης αδυσώπητο σύστημα-αυτή τη φορά του ποδοσφαίρου- παλεύει και ο ήρωας του από την «Φανέλα με το Εννιά», ο Σερέτης ένας αντι-ήρωας που ονειρεύεται να γίνει γκολτζής και βουλιάζει ολοένα και πιο πολύ στο περιθώριο. Η ταινία γυρίστηκε και με επιτυχία στον κινηματογράφο από τον Παντελή Βούλγαρη.
Από και και πέρα ο Κουμανταρέας μας χαρίζει-ειδικά τη δεκαετία του 90-μερικά από τα πιο όμορφα βιβλία του-την υπέροχη «Συμμορία της άρπας» που ακροβατεί ιδανικά ανάμεσα στο γκροτέσκο, το πραγματικό, το φανταστικό και το θρίλερ αλλά και το απρόβλεπτο «Η μυρουδιά τους με κάνει να κλαίω» που ξετυλίγει όλες τις εμμονές του λογοτέχνη: τη μουσική, το περιθώριο, τους λαϊκούς ήρωες, την ομοφυλοφιλία. Αυτό διαφαίνεται ξεκάθαρα και στο πιο βιωματικό ίσως βιβλίο του τον πρόσφατο «Θησαυρό του Χρόνου» που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη. Είναι ένα βιβλίο που έγραφε όταν αρρώστησε η σύζυγος του Λιλή και το ολοκλήρωσε μετά το θάνατό της. Το αίσθημα του πόνου, του πένθους και της απώλειας διαπερνά όλο το βιβλίο με τον πρωταγωνιστή να είναι συγγραφέας και επίσης να πενθεί για τη σύζυγό του Λιλή-όπως δηλαδή ακριβώς ο Κουμανταρέας.
Κανείς δεν μπορεί με ακρίβεια να διαχωρίσει τα πραγματικά επεισόδια από τα μυθοπλαστικά, τις αφηγηματικές αρετές από τις εμμονές του συγγραφέα. Η αφήγηση εστιάζει στην κοινή συμβίωση με τη λατρεμένη σύζυγο που μοιράζεται ανάμεσα στη θαλπωρή της συντροφικότητας και τα «αμαρτωλά» ξεπορτίσματα-δηλαδή την αγωνιώδη αναζήτηση ανδρών σε ύποπτα μπαρ και καταγώγια. Καίριο ρόλο παίζει το φάντασμα κάποιου παλιού αλληλογράφου στα Γραφεία του Αναγνωστόπουλου ή του Αναγνώστου ο οποίος λειτουργεί συνενοχικά σε αυτές τις συνευρέσεις. Οι οίκοι ανοχής-«αυτά τα μπουρδέλα» όπως είχε πει παλιότερα ο Κουμαντέρας όπου «έμπαιναν καυλωμένοι και έβγαιναν μαγεμένοι»- είναι εμβληματικά σημεία σε πολλά μυθιστορήματά του-όπως είναι και οι άνδρες που εκδίδονται, οι πρωταγωνιστές μιας ατελείωτης ερωτικής φορβής. Κι αυτή τη σύγκρουση ανάμεσα στην καθωσπρέπει κανονικότητα του συζυγικού βίου και την νυχτερινή φαντασίωση του έρωτα δεν κατάφερε να τη λύσει κανένας από τους ήρωες του-πόσο μάλλον ο ίδιος ο συγγραφέας. Τα σύνορα της φαντασιωτικής πραγματικότητας και της λογοτεχνίας ίσως να είναι αυτά που τον έφεραν στα όρια-κι ίσως να είναι τα ίδια που του κόστισαν ακόμη και την ίδια του τη ζωή. Γράφει ο Μένης Κουμανταρέας στον πρόσφατο και έντονα αυτοβιογραφικό «Θησαυρό του Χρόνου»
«Σε λίγο ο ήλιος δύει κι αρχίζω σιγά σιγά να βυθίζομαι στο μούχρωμα της κατάθλιψης. Με τόσα κηδειόσημα τοιχοκολημμένα στις πόρτες των πολυκατοικιών, στους στύλους του ηλεκτρικού, κι άλλα τόσα ενοικιαστήρια, μήπως ήρθε η ώρα να δω κι άλλο ένα κηδειόσημο κολλημένο στη δική μας πόρτας Ή έστω ένα αγγελτήριο «Ενοικιάζεται νεκρός σε τιμή ευκαιρίας, σε καλή κατάσταση. Οι ενδιαφερόμενοι ας τηλεφωνήσουν..». Λίγο ακόμα και θα δω τον Ροβεσπιέρο να περνά έξω από την πόρτα μας και να ρίχνει ματιές μέσα. Του φωνάζω: «Άντε χάσου, σιχαμένε γέρε, περαματάρη του Αχέροντα! Στον διάολο να πας και παραπέρα!».
«Που είσαι, σε φωνάζω τόση ώρα!»
Με όλα τούτα που γεμίζουν το κεφάλι μου χωρίς να το αξίζουν πάντα, κόντεψα να ξεχάσω την άρρωστη μου. Τρέχω στο δωμάτιο της. Θέλει να της γεμίσω το κόκκινο γκοφρέ κανατάκι της με φρέσκο νερό, θέλει, ακόμα, το ρολόι της κουζίνας που έχει μεγάλους αριθμούς να μπορεί να βλέπει την ώρα. Λες αυτό να ωφελεί στο πέρασμα του χρόνου; Στέκομαι στο προσκέφαλό της, πιάνω το μέτωπό της να δω αν έχει πυρετό.
«Θα φύγεις;» με ρωτά. «Θα φας έξω;»
«Μπορεί. Δεν ξέρω».
«Ποτέ δεν ξέρεις. Ποτέ σου δεν αποφασίζεις».
Παράπονα μιας ολόκληρης ζωής. Έτσι είμαι εγώ. Ας μη με παντρευόταν. Τι κάθομαι και λέω! Αν ήμουν εγώ στη θέση της, λες να χα λιγότερα νεύρα; Βηματίζω πέρα δώθε στο δωμάτιο. Με παρακολουθεί με την άκρη του ματιού. Σε λίγο ακούω την αναπνοή της να βγαίνει ήσυχη μέσα από τα βασίλεια του ύπνου. Καλά όνειρα. Θα πάω κι εγώ να πέσω τώρα. Ποιος ξέρει τι εικόνες θα μου έρθουν, εικόνες παλιές που ο ύπνος τις κάνει να φαντάζουν καινούργιες.
Φωνάζω το όνομα του Μορφέα, που είναι νεαρός με σγουρά μαλλιά, φιλήδονα χείλη και είναι υδραυλικός».
Σωματικές και πνευματικές ηδονές καταγεγραμμένες από ένα πρόσωπο που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ελληνική λογοτεχνία και έγινε ο συγγραφέας που η πόλη αγάπησε όσο κανείς. Σήμερα τα βιβλία του Μένη Κουμανταρέα θεωρούνται τα πιο εκφραστικά σημεία όχι μόνο της μυθοπλασίας αλλά και της ίδιας της Ελλάδας που θρηνεί την απώλεια μιας στέρεης και γενναιόδωρης λογοτεχνικής φωνής άμεσα συνυφασμένης με την ιστορία μας και τα βιώματά μας. Η απώλεια είναι τεράστια-ειδικά στις εποχές που διανύουμε.