του Δημήτρη Φύσσα, Athensvoice, 2/1/2016
Tέλειωσα το σχολείο το 1974 κι έπιασα αμέσως δουλειά, πριν ακόμα μπω στο πανεπιστήμιο. Έχω δηλαδή ένσημα από την εποχή της μεταπολίτευσης (εργοστάσιο «Θερμίς»). Από τότε, σχεδόν χωρίς σταματημό, δουλεύω. Καθώς δεν ήμουνα φτωχόπαιδο, στην αρχή δε δούλευα για το ψωμί, μα για το βούτυρο. Από τότε που έκανα παιδιά κι ήρθαν και διάφορες δυσκολίες κι έγινα φτωχόπαιδο, δουλεύω για το ψωμί.
Μια ζωή στον ιδιωτικό τομέα, λοιπόν, ΙΚΑ τα πρώτα χρόνια (ή ούτε καν ΙΚΑ), κι από το 1984, στα 28 μου, ΤΕΒΕ (τώρα ΟΑΕΕ). Εργοστάσιο, βιβλιοπωλεία, διδασκαλία Αγγλικών για αρχάριους σ’ ένα χωριό της Αττικής, συγγραφή λημμάτων στην εγκυκλοπαίδεια «Ήλιος», καφάσια στη Λαχαναγορά, πλασιεδιλίκι, ιδιαίτερα μαθήματα, φροντιστήρια άλλων και δικά μου, κειμενογραφία σ’ εταιρίες, δημοσίευση με το κομμάτι σε περιοδικά κι εφημερίδες, συγγραφή λημμάτων στο λεξικό «Δημητράκου», γράψιμο βιβλίων, ειδησεογραφία, αρθρογραφία, παραγωγή ραδιοφωνικών εκπομπών, επιμέλειες κειμένων –ίσως και τίποτ’ άλλο που το ξεχνάω.
Το ξαναλέω: 41 χρόνια στη δουλειά, 31 στην αυτοαπασχόληση. Υπάλληλος, εργοδότης, αυτοαπασχολούμενος, απ’ όλα. Όποιος/α καταλαβαίνει, καταλαβαίνει – για τους άλλους/τις άλλες (άεργους, προστατευμένους στο θερμοκήπιο του δημόσιου τομέα, κομματόσκυλα κ.λπ.) δεν έχει νόημα να εξηγώ.
Τώρα το ελληνικό κράτος με νίκησε. Αναγκάζομαι να κλείσω τα βιβλία μου (αν τα καταφέρω), μετά από 31 χρόνια (υποτιθέμενης) εργασιακής ανεξαρτησίας. ΦΠΑ, έκτακτες εισφορές, εισφορές αλληλεγγύης, γραφειοκρατία, προκαταβολές φόρου, συνάφειες, καταστάσεις πελατών - προμηθευτών, ΤΕΒΕ / ΟΑΕΕ €450 το μήνα, παρακαλώ), χαράτσια, ΕΝΦΙΑ και δεν ξέρω και γω τι άλλο, με νικήσανε. Το ελληνικό κράτος με κατάφερε να του χρωστάω, εγώ που πάντα πλήρωνα τους φόρους και τις εισφορές μου στην ώρα τους. Κι αν συνέχιζα αυτοαπασχολούμενος, το χρέος μου θ’ αυξανόταν κι άλλο.
Δεν έχει νόημα να εξηγώ ούτε τι σημαίνει «Κλείνω τα βιβλία μου». Μόνο οι γνώστες και οι γνώστριες καταλαβαίνουνε το μέγεθος της ψυχολογικής ήττας.
Γι’ άλλους είναι τα ΕΣΠΑ, τα επιδόματα, οι χορηγίες, τα ρουσφέτια, οι διορισμοί, οι αργομισθίες, οι κάρτες που τις χτυπάει άλλος, οι επιδοτήσεις, τα χαριστικά δάνεια, τα λεφτά που πέφτουν χωρίς δουλειά / με ελάχιστη δουλειά / ούτε καν με φυσική παρουσία, οι μέχρι και 18 μισθοί, οι απεργίες και οι στάσεις εργασίας, η τεμπελιά, τα συνδικαλιστικά προνόμια, τα εκτός έδρας, τ’ αφορολόγητα, οι πρόωρες συντάξεις, τα οδοιπορικά, οι κατά κλάδο παροχές, οι πληρωμένες διακοπές, οι ηγεμονικές αμοιβές, τα δώρα και τα μπόνους, οι κομματικοί διορισμοί (πράσινοι, μπλε, κόκκινοι και ροζ), τα πάσης φύσεως επιδόματα, τα ΝΠΔΔ που δεν παράγουν τίποτα, οι άδειες «απ’ τη σημαία» μετµ αποδοχών, η μη παραγωγικότητα.
Γι’ άλλους είναι, όχι για μας. Πάντως, όχι για μένα. Και δεν τα ζηλεύω καθόλου. Για μας είναι τα όλο και περισσότερα χαρτιά και παραχαρτιά (που αυξηθήκανε, αν και υποτίθεται ότι όλα έχουνε γίνει ηλεκτρονικά), οι όλο και περισσότερες δυσκολίες, οι όλο και μεγαλύτεροι φόροι. Αυτό έχω να πω μετά από τόσες δεκαετίες δουλειάς: το ελληνικό κράτος μάς εκδικείται που δε γίναμε υπάλληλοί του. (Όμως φταίμε και μεις, γιατί ποτέ δε φτιάξαμε έναν πολιτικό φορέα που να εκπροσωπεί τον ιδιωτικό τομέα και μόνο – τον κόσμο της αυτοαπασχόλησης και της εξαρτημένης εργασίας, τον κόσμο δηλαδή του ΙΚΑ και του ΤΕΒΕ).
Οι συμφοιτητές και συμφοιτήτριές μου έχουνε πάρει σύνταξη. Δεν τους ζηλεύω ούτε κι αυτούς, ούτε θα το ’θελα για μένα (άσε που οι λεβέντες του ελληνικού κράτους θέλουνε και 3 χρόνια για να καταφέρουνε να βγάλουνε τη σύνταξή μας), ούτε μετανιώνω που δε διορίστηκα καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Να δουλεύω θέλω, και είμαι και νιώθω παραγωγικός, θα ’θελα να πεθάνω δουλεύοντας, σαν καλός αυτοαπασχολούμενος. Μα τώρα, αναγκασμένος να κλείσω τα βιβλία μου (αν τα καταφέρω, το ξαναλέω, και ποιος ξέρει πόσο τελικό χρέος θα μου βγάλουνε στην εφορία και στο ΤΕΒΕ) και μη όντας πια αυτοαπασχολούμενος, μόνο στην εξαρτημένη εργασία μπορώ να ξαναγυρίσω. (Ειρήσθω εν παρόδω ότι τελειώνει κι η σύμβασή μου στον «Αθήνα 9,84» πάνω στην ώρα.)
Ωστόσο, κανένας εργοδότης δε θα προσλάμβανε ένα σχεδόν εξηντάρη, δεν πα’ να ’ταν ο καλύτερος γραφιάς του κόσμου και με υγεία ταύρου. Θα ’μενα λοιπόν κατά πάσα πιθανότητα στην ανεργία και στην (ακόμα μεγαλύτερη) φτώχεια, όπως ο Στέλιος Μέσκουλας, ο ήρωας που έφτιαξα στο μυθιστόρημά μου «Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης» («Εστία» 2015), αν δεν υπήρχε αυτή εδώ η εφημερίδα.
Υπάλληλος λοιπόν ξανά, απ’ τον καινούργιο χρόνο. Όπως όταν ήμουνα πιτσιρικάς. Έχει η ζωή γυρίσματα. Χαίρετε. Κι ευτυχισμένο το 2016.