της Μαριλένας Σπυροπούλου, Καθημερινή, 31/1/2016
Τριακόσιες ώρες ηχογραφημένων ομιλιών. Μνήμες, σκέψεις που πότισαν κοντά οκτώ δεκαετίες. Μια ζωή κεντημένη με κλωστή παραμυθιού και εφιάλτη. Ταινίες, δόξα, χρήμα, ερωμένες, νησιά παραδεισένια, μοναξιά, απόγνωση, αυτοκτονίες, σκληρά διαζύγια, οικονομικές καταστροφές, κατάθλιψη. Και μια φωνή να αφηγείται. «Από λάθος σε λάθος, ανακαλύπτουμε ολόκληρη την αλήθεια», όπως λέει ο Σίγκμουντ Φρόυντ. Ο Μάρλον Μπράντο πέθανε την 1η Ιουλίου 2004 σε ηλικία 78 ετών, από πνευμονικό οίδημα, έχοντας ήδη ζάχαρο και καρκίνο και όντας φορτωμένος από υπέρογκα χρέη. Η ιστορία του αδρομερώς είναι γνωστή μέσα από τις ταινίες του, τις ειδήσεις της προσωπικής του ζωής.
Ηταν και παραμένει ένας μύθος. Πριν από μερικά έτη, ο επόπτης της εγκαταλελειμμένης βίλας του στο Mullholland Drive στην Καλιφόρνια, ανάμεσα στις σκιές του παρελθόντος και τα ρημαγμένα έπιπλα, βρήκε έναν τεράστιο αριθμό ηχογραφημένων ταινιών και αρκετές κούτες αρχειακού υλικού που κανένας δεν είχε ενδιαφερθεί να ανοίξει. Επειτα από ακρόαση του ηχογραφημένου υλικού, ο σκηνοθέτης Stevan Riley με τον παραγωγό John Battsek δημιούργησαν ένα σπάνιας αξίας ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «Listen to me, Marlon», που σκοπό είχε να προβληθεί στα δέκα χρόνια μνήμης από τον θάνατο του σπουδαίου ηθοποιού. Γύρω στο 2015, στο φεστιβάλ Sundance, η εγγονή του Rebecca στην πρώτη προβολή ξέσπασε σε λυγμούς και βγήκε έξω από την αίθουσα, μην αντέχοντας την αναβίωση της ζωής του παππού της και τελικά της οικογένειάς της.
Ηταν και παραμένει ένας μύθος. Πριν από μερικά έτη, ο επόπτης της εγκαταλελειμμένης βίλας του στο Mullholland Drive στην Καλιφόρνια, ανάμεσα στις σκιές του παρελθόντος και τα ρημαγμένα έπιπλα, βρήκε έναν τεράστιο αριθμό ηχογραφημένων ταινιών και αρκετές κούτες αρχειακού υλικού που κανένας δεν είχε ενδιαφερθεί να ανοίξει. Επειτα από ακρόαση του ηχογραφημένου υλικού, ο σκηνοθέτης Stevan Riley με τον παραγωγό John Battsek δημιούργησαν ένα σπάνιας αξίας ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «Listen to me, Marlon», που σκοπό είχε να προβληθεί στα δέκα χρόνια μνήμης από τον θάνατο του σπουδαίου ηθοποιού. Γύρω στο 2015, στο φεστιβάλ Sundance, η εγγονή του Rebecca στην πρώτη προβολή ξέσπασε σε λυγμούς και βγήκε έξω από την αίθουσα, μην αντέχοντας την αναβίωση της ζωής του παππού της και τελικά της οικογένειάς της.
«Ηταν σωστό μαρτύριο να σε ακούω μέσα από όλες αυτές τις φωνές», γράφει ο Ζαν Κοκτώ το 1930 στο ημιτελές μονόπρακτο «Η ανθρώπινη φωνή». Ο Μάρλον Μπράντο καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του στιγμάτισε το διεθνές στερέωμα ως ένας άνδρας βαρύς και εύθραυστος την ίδια στιγμή. Η φωνή του, μέρος των αντιφάσεων της ύπαρξής του όσο και της υποκριτικής του, αναβιώνει μέσα από το ντοκιμαντέρ, κάνοντάς το ξεχωριστό. Ο Μπράντο μιλά σαν ζωντανός, κάνοντας αυτοψυχανάλυση, έχοντας ήδη ξοδέψει μια περιουσία στη ζωή του σε ψυχαναλυτές, οι οποίοι του έβαλαν «σφυριά και κατσαβίδια στο κεφάλι», για να καταλήξει να ακολουθήσει μόνος του την οδό της αλήθειας.
Ο μύθος του Μπράντο σε αυτό το ντοκιμαντέρ εκτινάσσεται. «Οταν κατάλαβα πόσο ασήμαντος είμαι, τότε συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχουν πολλά να κάνω». Προς το τέλος της ζωής του, κερδίζει αυτογνωσία.
Μιλάει για όλους, αλλά κυρίως για τον εαυτό του. Συγχωρεί τον φρικτό πατέρα και συμφιλιώνεται με τον αβάστακτο πόνο που έδωσε και βίωσε από τα παιδιά του. Αποτίμησε την καριέρα του και αποδέχθηκε τα τόσα λάθη του, ομολογώντας την ανάγκη του κάθε φορά. Αναζήτησε για την ψυχή του έναν παράδεισο, χωρίς να δει πόση κόλαση κουβαλούσε μέσα του. Ο Μάρλον Μπράντο έχει αποτιμηθεί στη συνείδηση των ανθρώπων και στην ιστορία του κινηματογράφου. Το «Listen to me, Marlon» μάς δίνει όμως μια εξαιρετική ευκαιρία να σκεφτούμε κάτι πάνω στους μύθους. Οτι η διαχρονικότητα αυτών, μικρών και μεγάλων, αρχαίων και σύγχρονων, ιδεών ή προσώπων, δεν είναι τυχαία ούτε κατασκευασμένη. Η διαχρονικότητα του μύθου βασίζεται κατά κανόνα στην υψηλή πτήση μερικών ανθρώπων που τολμούν, παραμένοντας βαθιά ανθρώπινοι, να στρέψουν το βλέμμα τους στο φως, ακόμα και αν ξέρουν ότι καίγονται.