18 December 2010

Μπροστά κοιτάζοντας πίσω

(τoυ Δημοσθένη Κούρτοβικ, ΤΑ ΝΕΑ, 17/12/2010)

Ο πόλεμος έχει τελειώσει, αλλά η γερμανική κατοχή συνεχίζεται στα Χανιά, όπου οι Αγγλοι χρησιμοποιούν τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους, μαζί με πιστές στους ίδιους δυνάμεις, για να εξουδετερώσουν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα σύγχυσης και εμφύλιας βίας προβάλλει το ερώτημα: πόσο απέχει το δίκιο από το άδικο;

Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δημιουργήθηκε στα Χανιά μια κατάσταση μοναδική στην Ευρώπη. Παρόλο που η Γερμανία είχε συνθηκολογήσει, η γερμανική κατοχή συνεχίστηκε εκεί για σχεδόν δύο μήνες, με τις ευλογίες ή μάλλον κατ΄ επιταγή των Βρετανών, που δήθεν ενδιαφέρονταν για την τήρηση της τάξης ώσπου να έρθουν οι νόμιμες ελληνικές Αρχές. ΄Εξω από την πόλη κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος του νομού ο ΕΛΑΣ, που έδινε ώς το τέλος πολύνεκρες μάχες με τους Γερμανούς, σπάνια σε συνεργασία με τις άλλες αντάρτικες οργανώσεις και τους ΄Αγγλους, συχνότερα αντιμετωπίζοντας την υπονόμευση και από τις δύο πλευρές. Μέσα στη γερμανοκρατούμενη πόλη αντιστασιακοί διαφόρων πολιτικών χρωμάτων και βρετανοί πράκτορες δρούσαν σχεδόν ανοιχτά, την ίδια στιγμή που τα γερμανικά στρατοδικεία εξακολουθούσαν να στέλνουν έλληνες πατριώτες στον θάνατο.


Αυτός ο παράδοξος επίλογος της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα σχηματίζει τον πραγματολογικό πυρήνα του καινούργιου μυθιστορήματος της Μάρως Δούκα, που, αν και αυτοτελές, αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου Αθώοι και φταίχτες (2004) και το δεύτερο μέρος, όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας, μιας τριλογίας εν εξελίξει. Συναντάμε πάλι τη χανιώτικη οικογένεια Κριαρά, της οποίας η τουρκοκρητικιά πρόγονος έπαιζε καθοριστικό ρόλο στο πρώτο μέρος της τριλογίας. Εδώ όμως μοχλός της αφήγησης είναι η Βιργινία, η εγγονή του γιατρού Γιώργη Κριαρά, μετριοπαθούς μέλους του ΕΑΜ στα χρόνια της Κατοχής και αργότερα βουλευτή της αστικής παράταξης. Η σχέση της Βιργινίας με την οικογένειά της κινείται μεταξύ εξέγερσης και εξάρτησης (μόνιμο μοτίβο στα βιβλία της Δούκα), ενώ η σχέση της με τον εαυτό της χαρακτηρίζεται από σύγχυση, μεταξύ άλλων εξαιτίας τραυματικών περιστατικών στην οικογένειά της και στην ερωτική ζωή της.

ΗΒιργινία διακόπτει τις σπουδές της στην Αθήνα και κατεβαίνει στο Χανιά, όπου ο σχεδόν εκατοντάχρονος παππούς της βρίσκεται στα τελευταία του. Διαβάζοντάς του κατ΄ επιθυμία του αποσπάσματα από τονΕρωτόκριτο, ανακαλύπτει μέσα στο βιβλίο τη φωτοτυπία μιας απαντητικής επιστολής που έστειλε τον Απρίλιο του 1945 στον δεσπότη των Χανίων Αγαθάγγελο ο άρτι αφιχθείς από την Αίγυπτο Παύλος Γύπαρης, φανατικός βενιζελικός στρατιωτικός και πρωταίτιος της δολοφονίας του ΄Ιωνα Δραγούμη, πριν γίνει κομμουνιστοφάγος. Στην επιστολή γίνεται λόγος για πρόταση των Γερμανών να μπει ο Γύπαρης στα Χανιά με το (παρα)στρατιωτικό σώμα του για την πρόληψη της αναρχίας. Η Βιργινία, που, όπως λέει η ίδια, δεν έχει ιδέα από Ιστορία, απορεί γι΄ αυτά που διαβάζει και η περιέργειά της κεντρίζεται. Ο θείος της Πανάρης, την κάπως αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του οποίου γνωρίζουμε από το προηγούμενο μυθιστόρημα, την εφοδιάζει τότε με ιστορικές μονογραφίες για εκείνη την περίοδο της κρητικής Ιστορίας και λίγο αργότερα της παραδίδει κάτι τετράδια, που αποτελούν ένα είδος μεθύστερου ημερολογίου του παππού, γραμμένου μια εικοσαετία μετά τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Με βάση όλο αυτό το υλικό η Βιργινία αναπλάθει βήμα προς βήμα την ιστορία της κατοχής και της αντίστασης στην Κρήτη, μια ιστορία γεμάτη αυτοθυσία, ηρωικά κατορθώματα, βαρβαρότητες, δωσιλογισμό, μηχανορραφίες, προδοσίες και αναπάντητα μέχρι σήμερα ερωτήματα.

Ο τόνος αυτής της εξιστόρησης δίνεται από την αμφιθυμική στάση του παππού, ενός ανθρωπιστή που συνοδοιπορεί με την Αριστερά, αλλά αναγνωρίζει τα δικά της ατοπήματα και θλίβεται γι΄ αυτά. Παράλληλα ο Γιώργης Κριαράς βασανίζεται από κρυφές ενοχές για μια πράξη του που θα μείνει αφανέρωτη ώς τις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος και συνοψίζει τον ηθικό προβληματισμό του: ότι «το δίκιο, δυστυχώς, ποτέ δεν είναι μόνο δίκιο [...] είναι ζόρικο πολύ, κι όσο πιο ζόρικο τόσο και πιο συχνά λημεριάζει με τ΄ άδικο». Η Μάρω Δούκα είναι, το έχω ξαναγράψει, η σοβαρότερη και ισχυρότερη γυναικεία παρουσία στη μεταπολιτευτική πεζογραφία μας. Πολλές φορές στο παρελθόν μού έχει αφήσει την αίσθηση ότι ο βαρύς λογοτεχνικός εξοπλισμός της υπερακοντίζει το εύρος του θέματός της. Στο Αθώοι και φταίχτες αυτό δεν συνέβαινε, γιατί η τεχνική συνεργαζόταν αγαστά μ΄ ένα μεγάλο και δύσκολο θέμα: αφ΄ ενός τη σύγκρουση ιστορικής νομοτέλειας και ηθικού δίκαιου, αφ΄ ετέρου την προσωπική αναγνώριση και δεξίωση του Αλλου ως μέρους του εαυτού, με παραδειγματική εφαρμογή στην αποσιωπημένη περίπτωση των Τουρκοκρητικών. Εδώ όμως δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι ισχύει το ίδιο.

Το 80 % του βιβλίου είναι μάλλον χρονικό παρά μυθιστόρημα: εκατοντάδες ονόματα και τοπωνύμια, παράθεση εκτενών εγγράφων και διαγγελμάτων της εποχής, λεπτομερειακές περιγραφές μαχών ή και αψιμαχιών, ονομαστική καταγραφή πλήθους εκτελεσμένων και δολοφονημένων στο ένα ή το άλλο μέρος. Πρόσωπα όπως ο κομμουνιστής Βαγγέλης Κτιστάκης ή ο ανέντακτος αγωνιστής Μανώλης Πιμπλής, στα οποία η συγγραφέας φαίνεται να θέλει να εστιάσει για το ήθος, τη μοναχική πορεία τους και τον τραγικό θάνατό τους κάτω από ύποπτες συνθήκες, ξεθωριάζουν γρήγορα μέσα στον κυκεώνα αυτού του πραγματολογικού υλικού. Ο επινοημένος από τη φαντασία της Βιργινίας χαρακτήρας του μικρού Στέφανου, αετόπουλου και αργότερα επονίτη, ξεχνιέται για μεγάλα διαστήματα της αφήγησης, στην οποία άλλωστε δεν δίνει ούτε άλλη διάσταση ούτε ιδιαίτερο χρώμα, αν και οι περιπέτειές του είναι ένα από τα πολλά σημάδια ότι η Βιργινία ήξερε από πριν πολύ περισσότερα για την Ιστορία της εποχής απ΄ ό, τι ισχυρίζεται η ίδια ή η δημιουργός της.

Πώς κι έτσι από μια τόσο ικανή και έμπειρη συγγραφέα; Η απάντηση υποβάλλεται, νομίζω, από την ίδια την υφή του βιβλίου. Η Δούκα παρασύρεται αυτή τη φορά από τη συγκίνηση για το υλικό της, η οποία εμποδίζει την απόσταση, πιθανώς μάλιστα θα την αισθανόταν ως ψυχρότητα. Και η συγκίνηση αυτή είναι διπλή: της Κρητικιάς, που γνωρίζει εκ των ένδον πρόσωπα και καταστάσεις ενός όχι πολύ μακρινού παρελθόντος, και της αριστερής πεζογράφου που δεν έπαψε ποτέ να σκέφτεται την Ιστορία και τη θέση της ελληνικής Αριστεράς με όρους πολιτικούς μάλλον παρά λογοτεχνικούς, δηλαδή περισσότερο ευαίσθητους στην ανθρώπινη συνθήκη και σε κάτι σαν φιλοσοφική θεώρηση της Ιστορίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν μαθαίνουμε από αυτό το μυθιστόρημα περισσότερα απ΄ όσα ήδη ξέρουμε από ιστορικές μελέτες και μαρτυρίες: ότι οι ΄Αγγλοι ήταν αποφασισμένοι να συντρίψουν το λαϊκό κίνημα του ΕΑΜ και για τον σκοπό αυτό δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ακόμα και δωσίλογους, ακόμα και τους ίδιους τους γερμανούς κατακτητές. Τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες μέσα στο σώμα του μυθιστορήματος, οσοδήποτε συγκινητικές ή θλιβερές. Μπορεί το δίκιο να λημεριάζει συχνά με το άδικο, όχι όμως σ΄ αυτή την περίπτωση, όπως μας την παρουσιάζει η συγγραφέας.

Στο τελευταίο από τα τέσσερα μέρη του βιβλίου η έμφαση μετατοπίζεται εξ ολοκλήρου στην προσωπικότητα του παππού και την ατομική ιστορία του. Και τότε η Δούκα ξεδιπλώνει όλη την γκάμα του ταλέντου της, όλο το φάσμα των ευαισθησιών της, όλες τις δυνατότητες της τεχνικής της. Οι λεπτές πινελιές με τις οποίες αποδίδει τις φωτοσκιάσεις, τις αντιφάσεις του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του Γιώργη Κριαρά συναιρούν πολιτικά, κοινωνικά, ηθικά, υπαρξιακά διλήμματα με τρόπο πολύ πιο άμεσο και πολύ πιο γόνιμο για προβληματισμό από ό, τι οι διηγήσεις και οι διαπιστωτικές δηλώσεις του χρονικού που προηγήθηκε. Θα θέλαμε να διένυε η Δούκα μεγαλύτερη απόσταση σ΄ αυτό τον δρόμο, να καταπιανόταν διεξοδικότερα με την περίπτωση αυτού του ανθρώπου, που αμφιρρέπει μεταξύ επαναστατικού σοσιαλισμού και αστικής ιδεολογίας, μεταξύ ανθρωπισμού και ηθικού κομφορμισμού, μεταξύ πνευματικής ευρυχωρίας και μικροαστικής υποκρισίας, μεταξύ φιλότιμου και συμφεροντολογίας, μεταξύ γενναιότητας και δειλίας. Αλίμονο όμως, πρόκειται για τις τελευταίες εβδομήντα σελίδες του βιβλίου και το βάρος έχει ήδη πέσει αλλού.


Κάνοντας τον απολογισμό της μαθητείας της στην Ιστορία, η Βιργινία λέει ότι δικαιούται ν΄ αφήσει πίσω της τον εικοστό αιώνα, επειδή πλήρωσε τα διόδια για τον εικοστό πρώτο. Τι όμορφα εκφρασμένη σκέψη! Μόνο που μια εικοσάχρονη κοπέλα, ό, τι και αν πρεσβεύει, ό, τι διόδια και αν πρέπει να καταβάλει, δεν μπορεί να μπαίνει στον εικοστό πρώτο αιώνα κουβαλώντας την αριστερή μελαγχολία προηγούμενων γενεών.


.