30 June 2013

Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη

 Βιβλία, βιβλία
του Στέφανου Κασιμάτη, Καθημερινή, 30/6/2013

Από την όποια κοινωνική πείρα απέκτησα αφότου μας έπληξε η κρίση, σχηματίζω την εντύπωση ότι κάθε σοβαρή συζήτηση για το μέλλον της χώρας, εφόσον γίνεται μέσα σε πνεύμα ειλικρινείας και χωρίς να πρυτανεύουν ιδεολογικές σκοπιμότητες, συνήθως καταλήγει στο ερώτημα αν είναι δυνατόν να γλιτώσουμε κάποτε από τον εαυτό μας ή, για να το θέσω διαφορετικά, γιατί ο κακός εαυτός μας έχει πάρει το πάνω χέρι. Δεν αυταπατώμαι, βέβαια· αντιλαμβάνομαι πολύ καλά ότι δεν συμμερίζονται όλοι παρόμοιους προβληματισμούς ―υπάρχουν πολλοί άλλοι, οι οποίοι θεωρούν ότι για την κατάστασή μας ευθύνονται ο διεθνής καπιταλισμός, οι Εβραιοσιωνιστές, οι λυγκοειδείς λαοί, οι Νεφελίμ και δεν ξέρω ποιοι άλλοι. Για όλους αυτούς, εγώ δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω πολλά ―μάλλον τίποτα, πολύ φοβάμαι. Για τους άλλους όμως, έχω να συστήσω ένα εξαιρετικά χρήσιμο βιβλίο, το οποίο προσφέρει ένα εξόχως διαφωτιστικό πλαίσιο για την ανάπτυξη προβληματισμών γύρω από το μέλλον της χώρας. Είναι το «Why Nations Fail» (Γιατί Αποτυγχάνουν τα Εθνη), των Νταρόν Ατζέμογλου και Τζέιμς Α. Ρόμπινσον, καθηγητών στο ΜΙΤ και το Χάρβαρντ αντιστοίχως.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2012 (ακόμη δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά), είναι όμως το προϊόν δεκαπέντε χρόνων έρευνας των δύο καθηγητών και της μεγάλης ομάδας των συνεργατών τους. Στην πρώιμη μορφή του, παρουσιάστηκε το 2010 από τους δύο συγγραφείς σε συνέδριο επί τούτω, ώστε να ληφθεί υπ’ όψιν και η αντίδραση της επιστημονικής κοινότητας στη θεωρία με την οποία οι Ατζέμογλου και Ρόμπινσον επιχειρούν να εξηγήσουν τα αίτια της ευημερίας ή της αποτυχίας των εθνών. Οι συγγραφείς απορρίπτουν προϋπάρχουσες προσεγγίσεις, που προτάσσουν τη γεωγραφική θέση, το πολιτισμικό υπόβαθρο ή την άγνοια ως παράγοντες για την ανάπτυξη ή την υπανάπτυξη, και προβάλλουν την καθοριστική σημασία του είδους και της ποιότητας των θεσμών, πολιτικών και οικονομικών.
Διακρίνουν τους θεσμούς σε δύο κατηγορίες: τους συμμετοχικούς (όρος ο οποίος νομίζω ότι αποδίδει την έννοια του «inclusive» που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς) και τους «extractive» (λέξη για την απόδοση της οποίας στα ελληνικά δεν μπόρεσα να καταλήξω σε δόκιμο όρο). Είτε στην πολιτική είτε στην οικονομική ζωή, ως συμμετοχικούς ορίζουν τους πλουραλιστικούς θεσμούς, δηλαδή εκείνους που ανοίγουν το παιχνίδι σε κατά το δυνατόν μεγαλύτερα στρώματα της κοινωνίας και εξασφαλίζουν ίσους όρους ανταγωνισμού, ενώ ως «extractive» ορίζουν εκείνους που διέπονται από τη λογική της απόσπασης πόρων από ένα τμήμα της κοινωνίας προς όφελος κάποιου άλλου.
Το ερώτημα, βέβαια, είναι πώς και γιατί ένα έθνος διαμορφώνει θεσμούς του ενός είδους και όχι του άλλου. Οι συγγραφείς το προσεγγίζουν, εξετάζοντας εις βάθος δεκάδες συγκεκριμένες περιπτώσεις, σε ένα ιστορικό και γεωγραφικό εύρος το οποίο καθιστά το εγχείρημά τους αξιοθαύμαστο. Εξετάζουν τον ρόλο του απαραίτητου βαθμού συγκεντρωτισμού στην οργάνωση του κράτους, καθώς και τον ρόλο του απρόοπτου ή απρόβλεπτου γεγονότος (contingency) που ορίζει τις κρίσιμες καμπές (critical junctures) και δίνει κατεύθυνση στην εξελικτική πορεία (drift) των θεσμών, δημιουργώντας τον φαύλο ή τον ενάρετο κύκλο της ανάπτυξης.
Η συνολική θεώρηση του ζητήματος της ανάπτυξης από τους Ατζέμογλου και Ρόμπινσον δεν είναι ένας τυφλοσούρτης που προσφέρεται σε όσους βαριούνται τη σκέψη και αναζητούν έτοιμες συνταγές. Οι συγγραφείς προτείνουν μάλλον ένα υπόδειγμα μελέτης της κάθε περίπτωσης, από το οποίο απουσιάζει κάθε ίχνος ντετερμινισμού. Σημειώστε, δε, ότι, ίσως για τον λόγο ότι αισθάνονται πολύ ασφαλείς με το θέμα τους, το βιβλίο είναι γραμμένο σε ύφος ασυνήθιστο ως προς την απλότητα και τη διαύγειά του, για τον χώρο των κοινωνικών επιστημών.
Η δική μας θλιβερή περίπτωση, υπό το πρίσμα των Ατζέμογλου και Ρόμπινσον, θα μπορούσε ίσως να γίνει ακόμη και αντικείμενο ολόκληρου συνεδρίου. Διαβάζοντας το έργο τους, μπορούμε να αντιληφθούμε το μοντέλο οργάνωσης και ανάπτυξης που κατέρρευσε με την κρίση ως τη συσσώρευση πολλών επιμέρους θεσμών του «extractive» τύπου, σε πολιτικό όσο και οικονομικό επίπεδο. Από την οργάνωση του Δημοσίου και τον ρόλο του συνδικαλισμού ώς τη διαπλοκή επιχειρηματικότητας και πολιτικής, η Ελλάδα ήταν το άθροισμα προνομίων παραχωρημένων σε ομάδες μικρών ή μεγάλων συμφερόντων ―τη δε συμμετοχικότητα, χάρη στην οποία απετρέποντο συγκρούσεις και ανατροπές, εξασφάλιζε ο αέναος δανεισμός. Η κατάρρευση του ιδιότυπου μοντέλου μας εξηγεί τον πολιτικό και κοινωνικό κατακερματισμό γύρω μας, όπου ισχύει το «όλοι εναντίον όλων και καθένας για την πάρτη του»...