17 July 2014

H ψυχοπαθολογία του αχάριστου ευεργετηθέντος...

ή o Λιονέλ Γκεβάρα και η μάχη του Μαρακανά

του Μάνου Βουλαρίνου, Atensvoice, 16/7/2014
Αφού εξομολογηθώ πως ξεκίνησα να βλέπω τον τελικό πιστεύοντας πως την καλύτερη μπάλα θα την παίξει η Γερμανία και κατέληξα εκνευρισμένος που έχασε η Αργεντινή, πρέπει να πω πως, εδώ και μέρες, προσπαθώ να μπω στα μυαλά κάποιων συνανθρώπων μου που επέλεξαν εξ αρχής να υποστηρίξουν την Αργεντινή, όχι με βάση τις ποδοσφαιρικές τους προτιμήσεις, αλλά με βάση τα πολιτικά τους πιστεύω και δεν τα καταφέρνω.
Κι αυτό όχι επειδή τα συγκεκριμένα μυαλά δεν έχουν πόρτες και παράθυρα και μέσα τους κάθε χρόνο η «Γιορτή της Μούχλας» δίνει αφορμή για τρελό ξεφάντωμα. Κάθε άλλο. Πολύ φοβάμαι πως η αδυναμία μου να μπω στα μυαλά αυτά έχει να κάνει με μια δική μου έλλειψη και πιο συγκεκριμένα με την έλλειψη επαρκών γνώσεων που έχουν να κάνουν με την ψυχιατρική επιστήμη.
Ακόμα κι αν η επιλογή έχει να κάνει με τις ηγέτιδες των 2 χωρών, νομίζω πως ένας πραγματικός αριστερός θα προτιμούσε μια γυναίκα που έχει ανατραφεί με τα ιδανικά της Ανατολικής της Γερμανίας, παρά κάποια που κουβαλά το παρατσούκλι «Βασίλισσα του Μπότοξ»
Όπως θα θυμάστε, αν δεν πάσχετε από κάποια ασθένεια της μνήμης ή δεν πίνετε σαν τον Νίκολας τον Κέιτζ όταν άφηνε το Λας το Βέγκας, στον τελικό του μουντιάλ η Αργεντινή αντιμετώπισε τη Γερμανία. Σε αυτόν τον τελικό, ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού αντιμνημονιακού μετώπου, για λόγους που έχουν να κάνουν με το ποδόσφαιρο όσο ο Γεώργιος ο Ανδρέα ο Παπανδρέου με τον σοσιαλισμό, φώναξε και (κυρίως) έγραψε στο face το book «Vamos Argentina». Και μου φάνηκε κάπως περίεργο…
Καταλαβαίνω πως η υποστήριξη της ομάδας μιας χώρας που με το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου άνοιξε διάπλατα τη στοργική της αγκαλιά στους καταζητούμενους ναζί, μιας χώρας με πολυετείς δικτατορίες και δημοκρατίες στις οποίες, όταν πεθαίνει ο πρόεδρος τον διαδέχεται η σύζυγος του, μιας χώρας που πανηγύρισε το πρώτο της Παγκόσμιο Κύπελλο σε γήπεδα χτισμένα κοντά σε φυλακές όπου, την ώρα που σηκώνονταν το χρυσό αγαλματάκι, βασανίζονταν και εκτελούνταν οι –αριστεροί κυρίως– αντιφρονούντες, ταιριάζει αρκετά καλά σε όλους τους υποστηρικτές της Χρυσής της Αυγής και ενδεχομένως και σε κάποιους των Καμμένων των Ελλήνων. Αυτό που δυσκολεύομαι, από δική μου αδυναμία μάλλον, να καταλάβω, είναι τι από τα παραπάνω συγκίνησε κάποιους αριστερούς και για 2 ώρες, το βράδυ της 13ης Ιουλίου, αισθάνθηκαν πιο Αργεντίνοι και από την Εβίτα την Περόν.
Κάποιοι μπορεί να πουν πως η υποστήριξη στην Αργεντινή είναι μια ένδειξη αλληλεγγύης σε έναν λαό που υποφέρει, αλλά, από όσο ακούω, όλοι οι λαοί στις χώρες των οποίων έχει επικρατήσει ο καπιταλισμός, υποφέρουν. Κάποιος άλλος μπορεί να πει πως το ότι η Αργεντινή είναι η χώρα στην οποία γεννήθηκε ο Τσε ο Γκεβάρα δεν μπορεί παρά να συγκινεί τους αριστερούς όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Και μπορεί να έχει δίκιο και κακώς εγώ να νόμιζα πως, για ένα αριστερόστροφο μυαλό, η παραπάνω γέννηση θα ήταν απείρως πιο ασήμαντη από τη γέννηση του Καρόλου του Μαρξ που έλαβε χώρα στην Γερμανία.
Όπου, βέβαια, μερικές δεκαετίες μετά τη γέννηση της σύγχρονης σοσιαλιστικής σκέψης είχαμε και τα γεννητούρια του ναζισμού, γεγονός που περιπλέκει κάπως τα πράγματα, αλλά μάλλον ενισχύει την άποψη σύμφωνα με την οποία το να υποστηρίζεις την εθνική ομάδα μιας χώρας με βάση τις πολιτικές σου πεποιθήσεις είναι περίπου σα να επιλέγεις εστιατόριο με βάση τη μάρκα της οδοντόκρεμας που χρησιμοποιεί ο ιδιοκτήτης του.
Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο μπερδεμένα αν κανείς δει τις δύο ομάδες του τελικού. Από τη μια ένα σύνολο στο οποίο ξεχώριζαν τα πιστά όργανα του σταρ σύστεμ: Οι βεντέτες-υπηρέτες του καπιταλισμού που κάθε βράδυ στην τηλεόραση πασχίζουν να πουλήσουν από πατατάκια μέχρι αυτοκίνητα. Από την άλλη ένα δεμένο και εξαιρετικά αποτελεσματικό σύνολο παικτών πολυεθνικής καταγωγής χωρίς πολύ μεγάλους σταρ. Η λογική θα έλεγε πως ο αριστερός που βασίζει την ποδοσφαιρική του προτίμηση στην ιδεολογία του θα υποστήριζε τη δεύτερη ομάδα. Η πολύ διασκεδαστική πραγματικότητα, έδειξε πως συνέβη ακριβώς το αντίθετο και με έκανε, για άλλη μια φορά, να καταλάβω πως με τη λογική μπορεί να καταφέρω να λύσω κανένα γρίφο σε κάποιο σχετικό παιχνίδι, αλλά ποτέ δεν θα καταφέρω να καταλάβω πολλούς από τους συνανθρώπους μου και μπράβο μου.