19 August 2015

Pώς φτάσαμε στα Capital Controls

του Γ. Στρατόπουλου, protagon.gr, 19/8/2015

Η ΕΚΤ και το Eurogroup κατηγορήθηκαν από την κυβέρνηση ως υπεύθυνοι για τα capital controls, επειδή δεν ενέκριναν τη χορήγηση επιπλέον πίστωσης ύψους 20 δισ. (το ποσό αποτελεί συντηρητική εκτίμηση των αναγκαίων κεφαλαίων) προς τις ελληνικές τράπεζες, μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Αν το έκαναν, θα ήταν σαν να δάνειζαν ένα τεράστιο ποσό σε έναν μεγαλοοφειλέτη που ετοιμάζεται να το σκάσει για Βραζιλία.


Τώρα, έχοντας πάρει μία απόσταση από τα γεγονότα, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Πώς δουλεύουν οι Τράπεζες

Η τράπεζα είναι έμπορος χρήματος. Δανείζεται χρήματα από τους καταθέτες της καταβάλλοντας τόκο και τα δανείζει με τη σειρά της στους δανειολήπτες εισπράττοντας υψηλότερο τόκο. Η διαφορά των τόκων είναι το κέρδος της.

Οι καταθέτες δανείζουν τα χρήματά τους στη τράπεζα κατά κανόνα για μικρά χρονικά διαστήματα (1-3 μήνες συνήθως, ακόμα και 1 ημέρα όπως είναι οι λογαριασμοί ταμιευτηρίου). Τα δάνεια όμως που χορηγούν οι τράπεζες έχουν διάρκεια από μερικά έτη ως μερικές δεκαετίες, όπως στην περίπτωση των στεγαστικών. Αυτή είναι μια αδυναμία του συστήματος. Αν όλοι οι καταθέτες χρειαστεί να αποσύρουν ταυτόχρονα τα χρήματά τους από τις τράπεζες (Bank run), εκείνες δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν, διότι δεν μπορούν να τα ζητήσουν πίσω από τον δανειολήπτη που του χορήγησαν π.χ. στεγαστικό ή επιχειρηματικό δάνειο. Προσέξτε, δεν είναι ότι δεν έχουν τα χρήματα οι τράπεζες, αλλά ότι δεν τα έχουν άμεσα διαθέσιμα για να εξυπηρετήσουν την αυξημένη ζήτηση. Σε κανονικές συνθήκες αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα, γιατί κατά μέσο όρο τα ποσά που αποσύρουν οι καταθέτες αντικαθίστανται από νέες καταθέσεις.

Η κρίση χρέους και η κρίση ρευστότητας

Όταν ξεκίνησε η κρίση χρέους στη χώρα μας πολλοί συμπολίτες μας, ανήσυχοι για τις εξελίξεις, μετέφεραν ένα μέρος των αποταμιεύσεων τους σε τράπεζες του εξωτερικού. Ανεξάρτητα από το αν συμφωνούμε με τέτοιες ενέργειες -το ευρωπαϊκό πλαίσιο επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων- η εμπειρία της Κύπρου κατέστησε εύλογη την ανησυχία των καταθετών. Καθώς λοιπόν μεγάλο μέρος (αρκετές δεκάδες δισ.) των ελληνικών καταθέσεων σταδιακά μεταφέρθηκε σε τράπεζες εξωτερικού και στρώματα εσωτερικού, οι τράπεζες δεν είχαν τη δυνατότητα να καλύψουν όλες αυτές τις εκροές καταθέσεων. Συνήθως, όταν μια τράπεζα έχει εκροές χρημάτων που δεν αντικαθίστανται από νέες καταθέσεις, δανείζεται τα κεφάλαια που λείπουν από τη Διατραπεζική αγορά, δηλαδή από άλλες τράπεζες που έχουν περίσσευμα. Το 2010 όμως ο δανεισμός από τη διατραπεζική αγορά ήταν περίπου αδύνατος διότι όλες οι ελληνικές τράπεζες είχαν εκροές, όλες ήταν ελλειμματικές. Υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσαν να αποταθούν σε τράπεζες του εξωτερικού για να αντλήσουν την απαραίτητη ρευστότητα. Όμως το 2010, όπως έκλεισαν οι αγορές για το ελληνικό δημόσιο, έτσι ακριβώς είχαν κλείσει και για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Οι εμπορικές τράπεζες της αλλοδαπής αντιμετώπιζαν με δυσπιστία τις ελληνικές τράπεζες, ήταν απρόθυμες να τις δανείσουν κι έτσι φτάσαμε σε μια μεγάλη κρίση ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών.

Η ΕΚΤ και ο ΕΛΑ

Αν οι ελληνικές τράπεζες δεν έβρισκαν τρόπο να αντιμετωπίσουν την κρίση ρευστότητας, τα capital controls θα ήταν εδώ και χρόνια στην καθημερινή ζωή μας.

Η μόνη πηγή που υπήρχε για να αντλήσουν κεφάλαια οι ελληνικές τράπεζες ήταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η ΕΚΤ όμως έχει καταστατικό και κανόνες που την εμποδίζουν να δανείσει τραπεζικά ιδρύματα με χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση. Και, λόγω της κρίσης χρέους της χώρας μας, η πιστοληπτική αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών ήταν πολύ χαμηλή. Ένας  τρόπος για παρακαμφθούν οι κανόνες της ΕΚΤ ήταν να εγγυηθεί το ελληνικό δημόσιο τα δάνεια που έπαιρναν οι ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ. Αυτό έγινε και συνεχίζεται εδώ και πέντε χρόνια.

Με δυο λόγια, οι τράπεζες καλύπτουν τα χρηματοδοτικά κενά τους με δάνεια χορηγούμενα από την ΕΚΤ άμεσα ή από τον ΕΛΑ έμμεσα και μέρος αυτών των δανείων φέρουν την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Τους τόκους γι’ αυτά τα δάνεια τους πληρώνουν οι τράπεζες. Επιπλέον πληρώνουν και προμήθεια στο ελληνικό δημόσιο για την εγγύηση που προσφέρει. Αυτά τα δάνεια οφείλονται στην ΕΚΤ ή τον ΕΛΑ από τις τράπεζες, άρα δεν αυξάνουν το χρέος του ελληνικού δημοσίου. Στις 28/6/2015 οι ελληνικές τράπεζες είχαν αντλήσει από ΕΚΤ και ΕΛΑ συνολική ρευστότητα ύψους 125 δισ., εκ των οποίων το  ελληνικό Δημόσιο είχε εγγυηθεί τα 58 δισ.

Επαναλαμβάνω ότι με τις εγγυήσεις το ελληνικό δημόσιο δεν δίνει χρήματα στις τράπεζες αλλά τις διευκολύνει να αντλήσουν ρευστότητα από το ευρωσύστημα, ώστε να μην διαταραχθεί η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Στην πράξη αυτό που συμβαίνει είναι ότι, μέσω του μηχανισμού της ΕΚΤ, οι ευρωπαϊκές τράπεζες δίνουν ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, ώστε οι πελάτες τους, οι Έλληνες πολίτες, να μεταφέρουν τις αποταμιεύσεις τους σε τράπεζες της αλλοδαπής, στα στρώματα των σπιτιών τους και στις θυρίδες. Όταν αυξάνεται η ένταση μεταξύ Ελλάδας και εταίρων, η ανησυχία εντείνεται και οι εκροές καταθέσεων αυξάνονται. Και οι Ευρωπαίοι είναι αναγκασμένοι να δίνουν επιπλέον δεκάδες δισ. στις ελληνικές τράπεζες.

Το γεγονός ότι στις 28/6/2015 η Ευρώπη έβαλε όριο στη ρευστότητα που παρέχει η ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες έχει μία απλή εξήγηση, που δεν συνδέεται με πολιτικούς εκβιασμούς και έλλειμμα δημοκρατίας. Οι άνθρωποι που λαμβάνουν τις αποφάσεις στο Eurogroup και στην ΕΚΤ δεν διαχειρίζονται δικά τους χρήματα. Λογοδοτούν για τις πράξεις τους. Και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν εκ των υστέρων να δικαιολογήσουν γιατί έδωσαν στην Ελλάδα άλλα 15-20 δισ. (τόσα θα χρειάζονταν με βάση τον πανικό που θα προέκυπτε την εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα - δεν θα απέσυραν τα λεφτά τους από τις ελληνικές τράπεζες μόνο οι συγγενείς της κ. Βαλαβάνη) μια εβδομάδα μόλις πριν το δημοψήφισμα, όταν ήταν εντελώς ορατή η σύγκρουση, η ρήξη, το διαζύγιο της Ελλάδας με την Ευρώπη και η στάση πληρωμών της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, κανείς υπεύθυνος αξιωματούχος δεν θα συνηγορούσε στη συνέχιση της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών σ' εκείνη τη συγκυρία. Ίσως η κυβέρνησή μας τους κατηγορεί για έλλειμμα δημοκρατίας επειδή κάτι της διαφεύγει: η δημοκρατία προϋποθέτει τον έλεγχο και τη λογοδοσία των αξιωματούχων και των κυβερνήσεων για τις αποφάσεις που έλαβαν και ζημίωσαν τα συμφέροντα του λαού.

Η ΕΚΤ λοιπόν «έκλεισε την κάνουλα», όπως συνηθίσαμε ν' ακούμε, της ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες. Από κει και πέρα ήταν σαφές πως αν οι τράπεζες άνοιγαν τη Δευτέρα το πρωί 29/6, μέσα σε λίγες ώρες θα είχαν εξαντληθεί όλα τα διαθέσιμά τους, καθώς όλοι θα έσπευδαν να αποσύρουν τα χρήματά τους. Εκτιμώντας αυτά τα δεδομένα οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν να κλείσουν τις τράπεζες και να επιβάλλουν περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls).

Ένα μήνα μετά και υπό το φως των αποκαλύψεων για τις προθέσεις και τους σχεδιασμούς κορυφαίων υπουργών της κυβέρνησης (Λαφαζάνη, Βαρουφάκη κ.ά), είναι κατανοητό σε κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη πως η απόφαση των αξιωματούχων της ΕΚΤ και του Eurogroup να μην χορηγήσουν περισσότερα χρήματα των ευρωπαίων φορολογούμενων σε μια χώρα που ετοιμαζόταν «να κάνει ντου στο Νομισματοκοπείο» ήταν απόλυτα συνετή, συμβατή με τον ρόλο τους και πολιτικά υπεύθυνη. Όσοι ακόμα αναπαράγουν χωρίς δόλο και κυρίως όσοι πιστεύουν πως τα capital controls ήταν σχέδιο εκβιασμού της λαϊκής ψήφου μάλλον δεν έχουν αναλάβει θέση ευθύνης και καλό είναι να μην αναλάβουν και στο μέλλον.