του Σ.Φρ.
Ο Λάμπης είχε ένα μόνιμο καημό
που τον βάραινε όλο και περισσότερο. Αφότου πέθανε η αγαπημένη μητέρα του, εδώ
και 5-6 χρόνια, δεν ξαναπήγε στον τάφο της, έτσι τυπικά, όπως πάνε όλοι στον
τάφο των γονέων. Ο λόγος ήταν απλός και ανθρώπινος: δεν άντεχε την ατμόσφαιρα
του νεκροταφείου, τον ενοχλούσαν οι παπάδες, οι ψαλμωδίες και οι καπνοί από το
λιβάνι· πες παιδικό απωθημένο, πες
ενδόμυχος φόβος για το θάνατο και τα συναφή…
Έπρεπε όμως κάποτε να ξεπεράσει
τις αναστολές του και να πάει με κάποια αφορμή στον τάφο, να αποθέσει λίγα
λουλούδια, να σταυροκοπηθεί στη μνήμη τους και ό,τι συνηθίζεται σε τέτοιες
περιπτώσεις· τον πίεζε η σύζυγος,
τον πίεζε και η αδελφή του. «Μας μεγάλωσαν τόσο καλά οι γονείς μας, μας άφησαν
περιουσία, ούτε ένα λουλούδι να μην τους πάμε;», έλεγε η αδελφή που δεν ήθελε
να πάει μόνη…
Δίκιο είχαν και κάποια μέρα το
αποφάσισε ο Λάμπης! Μεγάλη Παρασκευή ήταν και όλοι πήγαιναν να επισκεφτούν τους
τάφους των συγγενών και φίλων. Θα έχει και κόσμο, σκέφτηκε, δεν θα είμαστε μόνοι εκεί.
Στο νεκροταφείο που βρίσκονταν
οι παππούδες, θείοι και οι γονείς του Λάμπη είχε η οικογένεια εδώ και πολλές
δεκαετίες ιδιόκτητο τάφο, σαν μικρό πύργο ντυμένο με λευκά μάρμαρα. «Οίκος
οικογένειας Κ.» έγραφε απ’ έξω και έμπαινες στο εσωτερικό του από ένα σιδερένιο
πορτάκι, όπου ο μικρός διάδρομος είχε δεξιά κι αριστερά από τρία «ράφια», στα
οποία είχαν τοποθετηθεί τα φέρετρα των μακαριτών. Κάπου στο βάθος υπήρχε και
ένα οστεοφυλάκιο.
Πήγαν λοιπόν ο Λάμπης με την
αδελφή του, με επίσημα σκούρα ρούχα, λευκά λουλούδια στα χέρια ο Λάμπης, η
αδελφή με ένα λιβανιστήρι, λιβάνια, καρβουνάκια κ.λπ. στο χέρι. Καθάρισαν
πρόχειρα το χώρο, άναψε η αδελφή τα λιβάνια και κοίταξε δεξιά-αριστερά να βρει
κάποιον παπά, να ψάλλει ένα τρισάγιο. Περιέργως όμως δεν υπήρχε κόσμος εκείνη
τη μέρα στο νεκροταφείο και παπάς δεν φαινόταν πουθενά.
Λέει η αδελφή, θα πεταχτώ μέχρι
τα γραφεία να βρω έναν παπά, περίμενε εσύ εδώ, μην μας πάρουν το λιβανιστήρι.
Τι να κάνει, περίμενε ο Λάμπης και άρχισε να πηγαινοέρχεται νευρικά.
Κάπου εκεί, άρχισε να ψιχαλίζει
και η αδελφή αργούσε. Απρίλιος μήνας ήταν, ο καιρός ευμετάβλητος, οπότε δεν
ήταν παράξενο να ρίξει καμιά ψιχάλα. Όμως οι ψιχάλες μεγάλωσαν και έγιναν
σταγόνες. Σε λίγο μιλούσες για κανονική βροχή. Ο Λάμπης άρχισε να μουσκεύει και
σκέφτηκε να μπει μέσα στο στεγασμένο μνήμα, μαζί με τα σύνεργα που είχε αφήσει
η αδελφή του.
Μπαίνει μέσα και άρχισε να κοιτάζει
κλεφτά από τη μισάνοιχτη πόρτα, μήπως φανεί η αδελφή με τον παπά, αλλά τίποτα· ήταν και ψηλός και δεν στεκόταν άνετα
με το χαμηλό ταβάνι. Η βροχή είχε όμως δυναμώσει και άρχισαν να μπαίνουν νερά
από την πόρτα στο δάπεδο. Βρε ατυχία, καλά έλεγα να μην έρθω, σκεφτόταν, τι να
κάνει τώρα; Κλείνει την πόρτα για να εμποδίσει τα νερά, αλλά τότε δεν έβλεπε
και θα τον έχανε η αδελφή, όποτε ερχόταν.
Κάποια στιγμή σκέφτηκε ότι δεν
είναι δυνατόν να περιμένει άλλο, θα παγιδευτεί εκεί μέσα με τα νερά. Ανοίγει
την πόρτα και βγαίνει έξω για να πάει να ψάξει την αδελφή του. Μπροστά του
πέρναγαν εκείνη τη στιγμή δύο μαυροφορεμένες κυρίες, κάτω από μια ομπρέλα. Με
το που πετάγεται έξω ο Λάμπης, φωνάζει η μία «Χριστός και Παναγία!», γλιστράει
στα νερά και πέφτει στις λάσπες. Η δεύτερη κρατήθηκε μεν όρθια, αλλά
οπισθοχώρησε και κρύφτηκε πίσω από την ομπρέλα της.
«Αμάν πού έμπλεξα», μονολόγησε ο
Λάμπης, πάει να βοηθήσει την πεσμένη και κάνει να την σηκώσει. Το φουστάνι της
ήταν γεμάτο λάσπες, πόδια και παπούτσια επίσης λασπωμένα. Σκύβει να την σηκώσει
ο Λάμπης, ουρλιάζει αυτή, «Όχι, όχι, φύγε, μην μ’ αγγίζεις!»
— «Να σας βοηθήσω κυρία μου»,
λέει και κάνει πάλι να την πιάσει.
— «Όχι όχι, άσε με, καταραμένε!»,
και σέρνεται πεσμένη στο έδαφος, κάνοντας προσπάθεια να απομακρυνθεί πάνω στις
λάσπες.
Πάνω εκεί επιστρέφει η αδελφή
του, κρατούσε και την ομπρέλα που είχε διπλωμένη στην τσάντα της.
— «Τί έγινε Λάμπη, τι έπαθε η
κυρία;» ρωτάει τον αδελφό της.
— «Δεν ξέρω, έπεσε και δεν θέλει
να την βοηθήσω».
Κάνει και η αδελφή μια προσπάθεια
να βοηθήσει την πεσμένη κυρία, αλλά αυτή αντιδρούσε υστερικά με φωνές και
τινάγματα των χεριών. Η δεύτερη κυρία βρήκε ευκαιρία εντωμεταξύ και είχε φύγει
μακριά.
Τι να κάνουν, κλειδώνει ο Λάμπης
το πορτάκι στο μνήμα και κάνει με το βλέμμα μια κίνηση στην αδελφή του για να
φύγουν. Η πεσμένη στο έδαφος σερνόταν στα τέσσερα στην αντίθετη κατεύθυνση.
Λέει στην αδελφή του ο Λάμπης,
«Τώρα κατάλαβα τι συνέβη. Πετάχτηκα από το μνήμα να έρθω να σε βρω και
φοβήθηκαν αυτές, έτσι που με είδαν ξαφνικά. Θα φαντάστηκαν ότι είμαι κανένας
πεθαμένος που αναστήθηκε…»
Βάλανε τα γέλια και προχώρησαν στην έξοδο. «Άντε αναστημένε, ατυχήσαμε»,
λέει η αδελφή, «πάμε να φύγουμε! Έτσι κι αλλιώς ο παπάς υπηρεσίας είναι
άρρωστος κι εδώ αναστατώσαμε τις προληπτικές κυρίες!»