Η μόδα των «χαμένων πατρίδων»
του Νίκου Δαβέτα
Δεν μου κοβόταν το χέρι καλύτερα, τότε λέω, που με την αφέλεια των είκοσι τεσσάρων χρόνων, σκάρωσα για το θερινό τεύχος του περιοδικού «Τέταρτο» (τεύχος 3/1985) ένα βιβλιοφιλικό κειμενάκι με τον «αβανταδόρικο» τίτλο «Δέκα μυθιστορήματα με το αντιηλιακό σας». Σύριζα να μου κοβόταν το χέρι, όχι γιατί δεν είχαν μια κάποια ποιότητα οι προτάσεις, αλλά γιατί έδωσε κατά πώς φαίνεται «έμπνευση» για δεκάδες παρόμοια δημοσιεύματα, που καθιέρωσαν μια μόδα θερινών αναγνώσεων και αναγνωσμάτων.
Όμως, μόνο «θερινά» δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν σήμερα τα βιβλία που φιλοξένησα στη μικρή λίστα μου. Ανατρέχω γεμάτος τύψεις στους τίτλους: «Τζέιμς Μπόλντουιν "Μια άλλη χώρα", Ιταλο Καλβίνο "Αόρατες πόλεις", Τζ. Κούτσι "Περιμένοντας τους Βαρβάρους", Τζόρτζιο Μπασάνι "Ο κήπος των Φίτζι -Κοντίνι".
Αναρωτιέμαι ακόμη, έχουν αυτά τα μυθιστορήματα κάποια σχέση με παραλίες και ξαπλώστρες;
Τη δεκαετία του εβδομήντα, όποιος ήθελε κάτι να διαβάζει στις διακοπές του δεν έκανε διακρίσεις σε «σοβαρά» και «ελαφριά» βιβλία, σε «εύπεπτα» και «βαριά». Οτι συνήθως διάβαζε τις υπόλοιπες εποχές, συνέχιζε να διαβάζει και το καλοκαίρι. Μάλιστα, η τρέχουσα εκδοτική παραγωγή σταματούσε τότε λίγο πριν το Πάσχα. Κανείς δεν εξέδιδε μυθιστορήματα «θερινών προδιαγραφών», για άμεση κατανάλωση από κυρίες των πρώτων -ήντα, σαν αυτή που ζήτησε πρόσφατα από τον βιβλιοπώλη μου «...κάτι το ταξιδιάρικο για να περνά ώρα στο νησί».
«Και τι της έδωσες τελικά;» τον ρώτησα. «Τι ήθελες να της δώσω; Κάτι από αυτά που βγάζουν οι εκδότες για τις διακοπές, κάτι που έχει έρωτα και "χαμένες πατρίδες", γιατί τη σήμερον ημέρα αν η ιστορία σου δεν έχει άρωμα από Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη ή Αλεξάνδρεια, δεν πας ούτε στη δεύτερη χιλιάδα».
«Και γιατί πουλάνε τόσο οι "χαμένες πατρίδες", ζουν άραγε τόσοι πολλοί, από εκείνους τους άτυχους που τις εγκατέλειψαν έντρομοι, με το κλειδί του πατρικού τους στο χέρι;» ρώτησα ο αφελής.
«Όχι», μου απάντησε ο σοφός βιβλιοπώλης, «αυτοί έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια, ζουν όμως αυτοί που θα ήθελαν η Ελλάδα να φτάνει ώς την Πόλη, αυτοί που ονειρεύονται ένα σπίτι σαν του Καβάφη, αυτοί που θα ήθελαν να ανοίγουν την πόρτα τους και να αντικρίζουν το λιμάνι της Σμύρνης. Κι όλοι αυτοί θα ήθελαν να ζουν σε μια άλλη χώρα, με πρωθυπουργό τον Ελ. Βενιζέλο, βασιλιά τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και πρόεδρο της ενώσεως βιομηχάνων τον Α. Μπενάκη. Δεν θέλουν να διαβάζουν καλοκαιριάτικα, για μια χώρα που δέχθηκε δυο εκατομμύρια πρόσφυγες το 1922, που κόπηκε στα δυο από έναν οδυνηρό Εμφύλιο, που μπήκε στο "γύψο" το 1936 και το 1967 και τώρα λαδώνεται από τη Ζίμενς!
Για να καταλάβεις, αυτοί λαχταράνε να ζήσουν στην χώρα της Πηνέλοπης Δέλτα και του Ιωνα Δραγούμη, να ανακαλύψουν προγόνους που ακούγανε στα χωριά τους Μάλερ και Μπαχ, που τρώγανε σε βενετσιάνικα σερβίτσια, που ταξιδεύαν με τα βαπόρια τους από την Μαύρη θάλασσα ως τον Ινδικό ωκεανό, γι' αυτό και δεν βλέπουν την ώρα να γείρουν στη σεζλόνγκ αγκαλιά με ένα ογκώδες μυθιστόρημα, που τους μιλά για τα περασμένα μεγαλεία μας.
Συνήθως προτιμούν μυθιστορήματα που διαδραματίζονται τις αρχές του 20ού αιώνα, -λίγο πριν, λίγο μετά- τότε που τα όνειρα για την Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των τριών ηπείρων ήταν ακόμη ζωντανά. Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο των περισσότερων μπεστ σέλερ. Σ' αυτό προσθέτουμε έναν άτυχο έρωτα κι έναν δαιμόνιο έμπορο που χρηματοδοτεί μυστικά τον Αγώνα. Ποιον αγώνα; Την απελευθέρωση όλων των σκλαβωμένων Ελλήνων από το Ελμπασάν ώς την Κόκκινη Μηλιά».
«Κι αρκεί αυτό για να γίνει ένα βιβλίο μπεστ σέλερ;» επέμεινα.
«Όχι βέβαια, χρειάζεται και την ανάλογη γλώσσα. Μια γλώσσα που να κραυγάζει τη λογοτεχνική της επεξεργασία, γεμάτη μεταφορές και παρομοιώσεις, όπως π.χ. "Τα μαύρα δάχτυλα της νύχτας χάιδευαν το δαιμονικό κι αφρισμένο κορμί της ανεμελιάρας θάλασσας" ή "το σερνικό άλογο έσταζε ιδρωμένο μικρά διαμαντάκια από το σβέρκο του".
Παρομοιώσεις και μεταφορές που μας γυρίζουν κι αυτές στ' ανέμελα χρόνια του δημοτικού, τότε που δεν έπρεπε να σπάσουμε το κεφάλι μας για να ανακαλύψουμε το νήμα της αφήγησης, να καταλάβουμε το νόημα, να αναζητήσουμε εκλεκτικές συγγένειες, αλλά η "αλήθεια" και η "ομορφιά" της λογοτεχνίας κρύβονταν μόνο στα κοσμητικά επίθετα, στις ωραίες εικόνες, στο υψηλό φρόνημα των ηρώων».
Και κάτι ακόμη, συμπλήρωσε ως κατακλείδα, ο εξ Αλεξανδρείας βιβλιοπώλης μου: «Στα μπεστ σέλερ, η μασημένη τροφή των κοινοτοπιών και ο πομπώδης διδακτισμός συμβαδίζουν χέρι χέρι με μια απλουστευτική αποτίμηση της προσφοράς του "έξω ελληνισμού". Όσοι ανατραφήκαμε με τις διηγήσεις των γονιών μας για τις χαμένες τους πατρίδες, γνωρίζουμε πολύ καλά πως δεν ήταν όλα ρόδινα στις "ανθηρές μας αποικίες" κι αναζητούμε ακόμη, με τη νηφαλιότητα που χαρίζει η χρονική απόσταση, το "τι έφταιξε" και ποιος δεν πλήρωσε τελικά για τον αφανισμό τους!»
Όμως, μόνο «θερινά» δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν σήμερα τα βιβλία που φιλοξένησα στη μικρή λίστα μου. Ανατρέχω γεμάτος τύψεις στους τίτλους: «Τζέιμς Μπόλντουιν "Μια άλλη χώρα", Ιταλο Καλβίνο "Αόρατες πόλεις", Τζ. Κούτσι "Περιμένοντας τους Βαρβάρους", Τζόρτζιο Μπασάνι "Ο κήπος των Φίτζι -Κοντίνι".
Αναρωτιέμαι ακόμη, έχουν αυτά τα μυθιστορήματα κάποια σχέση με παραλίες και ξαπλώστρες;
Τη δεκαετία του εβδομήντα, όποιος ήθελε κάτι να διαβάζει στις διακοπές του δεν έκανε διακρίσεις σε «σοβαρά» και «ελαφριά» βιβλία, σε «εύπεπτα» και «βαριά». Οτι συνήθως διάβαζε τις υπόλοιπες εποχές, συνέχιζε να διαβάζει και το καλοκαίρι. Μάλιστα, η τρέχουσα εκδοτική παραγωγή σταματούσε τότε λίγο πριν το Πάσχα. Κανείς δεν εξέδιδε μυθιστορήματα «θερινών προδιαγραφών», για άμεση κατανάλωση από κυρίες των πρώτων -ήντα, σαν αυτή που ζήτησε πρόσφατα από τον βιβλιοπώλη μου «...κάτι το ταξιδιάρικο για να περνά ώρα στο νησί».
«Και τι της έδωσες τελικά;» τον ρώτησα. «Τι ήθελες να της δώσω; Κάτι από αυτά που βγάζουν οι εκδότες για τις διακοπές, κάτι που έχει έρωτα και "χαμένες πατρίδες", γιατί τη σήμερον ημέρα αν η ιστορία σου δεν έχει άρωμα από Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη ή Αλεξάνδρεια, δεν πας ούτε στη δεύτερη χιλιάδα».
«Και γιατί πουλάνε τόσο οι "χαμένες πατρίδες", ζουν άραγε τόσοι πολλοί, από εκείνους τους άτυχους που τις εγκατέλειψαν έντρομοι, με το κλειδί του πατρικού τους στο χέρι;» ρώτησα ο αφελής.
«Όχι», μου απάντησε ο σοφός βιβλιοπώλης, «αυτοί έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια, ζουν όμως αυτοί που θα ήθελαν η Ελλάδα να φτάνει ώς την Πόλη, αυτοί που ονειρεύονται ένα σπίτι σαν του Καβάφη, αυτοί που θα ήθελαν να ανοίγουν την πόρτα τους και να αντικρίζουν το λιμάνι της Σμύρνης. Κι όλοι αυτοί θα ήθελαν να ζουν σε μια άλλη χώρα, με πρωθυπουργό τον Ελ. Βενιζέλο, βασιλιά τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και πρόεδρο της ενώσεως βιομηχάνων τον Α. Μπενάκη. Δεν θέλουν να διαβάζουν καλοκαιριάτικα, για μια χώρα που δέχθηκε δυο εκατομμύρια πρόσφυγες το 1922, που κόπηκε στα δυο από έναν οδυνηρό Εμφύλιο, που μπήκε στο "γύψο" το 1936 και το 1967 και τώρα λαδώνεται από τη Ζίμενς!
Για να καταλάβεις, αυτοί λαχταράνε να ζήσουν στην χώρα της Πηνέλοπης Δέλτα και του Ιωνα Δραγούμη, να ανακαλύψουν προγόνους που ακούγανε στα χωριά τους Μάλερ και Μπαχ, που τρώγανε σε βενετσιάνικα σερβίτσια, που ταξιδεύαν με τα βαπόρια τους από την Μαύρη θάλασσα ως τον Ινδικό ωκεανό, γι' αυτό και δεν βλέπουν την ώρα να γείρουν στη σεζλόνγκ αγκαλιά με ένα ογκώδες μυθιστόρημα, που τους μιλά για τα περασμένα μεγαλεία μας.
Συνήθως προτιμούν μυθιστορήματα που διαδραματίζονται τις αρχές του 20ού αιώνα, -λίγο πριν, λίγο μετά- τότε που τα όνειρα για την Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των τριών ηπείρων ήταν ακόμη ζωντανά. Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο των περισσότερων μπεστ σέλερ. Σ' αυτό προσθέτουμε έναν άτυχο έρωτα κι έναν δαιμόνιο έμπορο που χρηματοδοτεί μυστικά τον Αγώνα. Ποιον αγώνα; Την απελευθέρωση όλων των σκλαβωμένων Ελλήνων από το Ελμπασάν ώς την Κόκκινη Μηλιά».
«Κι αρκεί αυτό για να γίνει ένα βιβλίο μπεστ σέλερ;» επέμεινα.
«Όχι βέβαια, χρειάζεται και την ανάλογη γλώσσα. Μια γλώσσα που να κραυγάζει τη λογοτεχνική της επεξεργασία, γεμάτη μεταφορές και παρομοιώσεις, όπως π.χ. "Τα μαύρα δάχτυλα της νύχτας χάιδευαν το δαιμονικό κι αφρισμένο κορμί της ανεμελιάρας θάλασσας" ή "το σερνικό άλογο έσταζε ιδρωμένο μικρά διαμαντάκια από το σβέρκο του".
Παρομοιώσεις και μεταφορές που μας γυρίζουν κι αυτές στ' ανέμελα χρόνια του δημοτικού, τότε που δεν έπρεπε να σπάσουμε το κεφάλι μας για να ανακαλύψουμε το νήμα της αφήγησης, να καταλάβουμε το νόημα, να αναζητήσουμε εκλεκτικές συγγένειες, αλλά η "αλήθεια" και η "ομορφιά" της λογοτεχνίας κρύβονταν μόνο στα κοσμητικά επίθετα, στις ωραίες εικόνες, στο υψηλό φρόνημα των ηρώων».
Και κάτι ακόμη, συμπλήρωσε ως κατακλείδα, ο εξ Αλεξανδρείας βιβλιοπώλης μου: «Στα μπεστ σέλερ, η μασημένη τροφή των κοινοτοπιών και ο πομπώδης διδακτισμός συμβαδίζουν χέρι χέρι με μια απλουστευτική αποτίμηση της προσφοράς του "έξω ελληνισμού". Όσοι ανατραφήκαμε με τις διηγήσεις των γονιών μας για τις χαμένες τους πατρίδες, γνωρίζουμε πολύ καλά πως δεν ήταν όλα ρόδινα στις "ανθηρές μας αποικίες" κι αναζητούμε ακόμη, με τη νηφαλιότητα που χαρίζει η χρονική απόσταση, το "τι έφταιξε" και ποιος δεν πλήρωσε τελικά για τον αφανισμό τους!»
(Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία - 10/08/2008)