Η ευτυχία γράφεται με «Ε»
της Ισμήνης
Ένα βροχερό απόγευμα ανεβασμένη στο πατάρι προσπαθώ να βάλω μια τάξη μέσα στην αταξία που έχουν όλα τα πατάρια. Κούτες και κουτάκια, τσάντες και τσαντάκια αραδιασμένα και πεταμένα σπρωγμένα από άλλα πράγματα άχρηστα μεν, αλλά τα κρατάμε μπας και κάποια στιγμή τα χρειαστούμε! Βλέποντας όλα αυτά με έπιασε μια νοσταλγία για όλα τα παλιά μεν, αλλά διαχρονικά δε.
Άνοιγα κούτες και περιεργαζόμενη το περιεχόμενο, έκανα χρονολογικές κατατάξεις. Η κούτα με τα υφάσματα, τι μου θύμησε ... δεκάδες κομμάτια από υφάσματα που είχαν μείνει μετά την ολοκλήρωση του ραψίματος, του φορέματος, του παλτού, του ταγιέρ, του μαντώ!
Αναρωτήθηκα αν χρειάστηκα ποτέ τα κομμάτια από ύφασμα από όλα αυτά τα ρούχα που μου έραψε η μοδίστρα πριν 20 χρόνια, μπας και κάνω μεταποίηση όπως έλεγε η γιαγιά μου.
Αλλά φευ! κάποια στιγμή όλα αυτά τα ρούχα πήραν την άγουσα για δόσιμο. Εκεί όμως που έψαχνα βρήκα μια κούτα με παιδικά βιβλία που κατά κόρον ερχότανε σε γιορτές και γενέθλια των παιδιών. Τραβάω ένα στην τύχη και ήτανε τα ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ του Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Κλασσικό πια βιβλίο για την εποχή εκείνη βέβαια. Αμφιβάλλω αν τα τωρινά παιδιά γνωρίζουν τον συγγραφέα. Το βάζω στη άκρη με προσοχή, το ανοίγω με συγκίνηση και αρχίζω να διαβάζω σκόρπια κάποια κομμάτια του που τόσο με είχαν συνεπάρει τότε. Με τα σημερινά δεδομένα η γραφή εκείνη είναι απλοϊκή, αλλά τόσο όμορφη.
Έχει μέσα και ποιήματα, αλλά ποιος τα θυμάται τώρα:
Ένας κόκορας ολάσπρος
Με ψηλό λειρί
Καμαρώνει και φουσκώνει
Και λιλιά φορεί
Και θαρρεί πως το κοτέτσι
Μόλις τον χωρεί
Άμα βρει κανένα σπόρο
Μέσα στην αυλή,
Το κεφάλι του σηκώνει
Και το διαλαλεί
Να το μάθουνε σε δύση και σ’ ανατολή
Τη στιγμή που σουλατσάρει
Με το βήμα αργό,
«δεν ξανάδα, λεν οι κότες,
Τέτοιο στρατηγό»...
Μα κι ο ίδιος συλλογιέται :
«μωρέ τ’ είμαι ‘γω» !
Ξάφνου βλέπει ένα γεράκι....
Αχ! την ώρα αυτή
Το βαρύ περπάτημά του
Έχει μπερδευτεί.
Κι αστραπή μες στο κοτέτσι
Τρέχει να κρυφτεί.
Αμ το άλλο:
Σε μια ρώγα από σταφύλι
Έπεσαν 8 σπουργίτες
Και τρωγόπιναν οι φίλοι
Τσιρι-τίρι, τσιριτρό,
Τσιριτρί
Τσιριτρό
Εχτυπούσανε τις μύτες
Και κουνούσαν τις ουρές,
Κι είχαν γέλια και χαρές
Τσιρι-τίρι, τσιριτρο,
Τσιριτρί
Τσιριτρό
Πώπω πώπω σε μια ρώγα
Φαγοπότι και φωνή !
Την αφήκαν αδειανή
Τσιρι-τίρι, τσιριτρο,
Τσιριτρί
Τσιριτρό
Και μεθύσαν κι όλη μέρα
Πάνε δώθε, πάνε πέρα
Τραγουδώντας στον αέρα
Τσιρι-τίρι, τσιριτρο,
Τσιριτρί
Τσιριτρό
Μου θύμισε ένα άλλο βιβλίο που είχα διαβάσει την εποχή που πήγαινα στο Δημοτικό. Δεν θυμάμαι καθόλου τον συγγραφέα, αλλά θυμάμαι τον τίτλο και την υπόθεση: ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΑΤΑΡΙΑ. Με απλά λόγια ο συγγραφέας αναφέρεται για μια οικογένεια από το χωριό Ελαταριά, χωρίς βέβαια να λέει πού είναι αυτό το χωριό, που στην δεκαετία του 1955-1965, τότε που ξεκίνησε η φρενίτιδα της αντιπαροχής, ήρθαν στην Αθήνα και γίνανε θυρωροί σε μια πολυκατοικία, με διαμονή στο υπόγειο, όπως ήτανε τότε η κατοικία του θυρωρού. Είχαν κι ένα κοριτσάκι, το οποίο μετά από λίγα χρόνια διαμονής στο ανήλιο και υγρό υπόγειο αρρώστησε σοβαρά και ο γιατρός συνέστησε το παιδί να γυρίσει πίσω στο χωριό, για να γίνει καλά.
Περιγράφει λοιπόν ο συγγραφέας τη επιστροφή της μικρής στο χωριό, στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, όπου το κοριτσάκι να ξαναζεί την ζωή που άφησε πίσω πριν λίγα χρόνια. Πάνε στα χωράφια, μαζεύουνε ελιές, ταΐζουνε τις κότες, αρμέγουνε την κατσίκα, φτιάχνουνε χυλοπίτες και τραχανά με το γάλα, τραβάνε νερό από το πηγάδι, φυτεύουνε λαχανικά, παίζει με τα χώματα, ακούει το πρωί τα πουλιά να κελαηδούνε, και τόσα άλλα που είχε στερηθεί στην πόλη.
Μέσα στον καθαρό αέρα και με την επαφή με την φύση ξαναβρίσκει την χαμένη ζωντάνια, αρχίζει να τρώει, τα μάγουλα κοκκινίζουν.
Το βιβλίο αυτό έγινε κάτι σαν ευαγγέλιο για μένα. Το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα και ζούσα μαζί με την ηρωίδα όλες αυτές τις θαυμάσιες εμπειρίες της ζωής του χωριού που κι εγώ από την πλευρά μου δεν τις είχα ζήσει. Και θυμήθηκα μια φράση γραμμένη με μπογιά στον τοίχο:
Η Ευτυχία γράφεται «Ε» και όχι με € !