του
Κώστα Καλλίτση, Καθημερινή, 10/3/2013
Το σκεπτικό
του κυβερνητικού οικονομικού επιτελείου ήταν απλό: Νέες περικοπές στις δαπάνες
δεν είναι δυνατόν να γίνουν, καθώς αυτές έχουν, ήδη, περιοριστεί σε επίπεδα
τριτοκοσμικής χώρας, με βαριά αρνητικές κοινωνικές συνέπειες. Πρόσθετα κεφάλαια
δεν διατίθενται από τους επίσημους (και μοναδικούς…) δανειστές της χώρας, η
Ελλάδα πρέπει να τα βγάλει πέρα με αυτά που ήδη της έχουν εγκρίνει, δηλαδή με
τα 237 δισ. ευρώ για την περίοδο 2010-14, εκ των οποίων μέχρι τον περασμένο
μήνα είχαμε λάβει 195,3 και απέμεναν 41,7 δισ. έως τα τέλη του 2014. Άρα, το
πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθεροποίησης δεν «βγαίνει» αν δεν αυξηθούν τα έσοδα.
Για να υπάρξουν πιθανότητες να συμβεί αυτό, η πάταξη της φοροδιαφυγής είναι μια
αναγκαία (αν και, ίσως όχι ικανή…) προϋπόθεση. Η οποία, πάλι, έχει ως αναγκαία
προϋπόθεση να γίνουν ριζικές τομές στη φορολογική διοίκηση, εδώ και τώρα.
Κάπου εδώ,
αρχίζει ο σκληρός «αντιστασιακός αγώνας» της κυβέρνησης (τρικομματικής)
συνεργασίας απέναντι στην τρόικα. Ισως πιο σκληρός κι από τον άλλο αγώνα της,
να διασώσει το ιερό δικαίωμα των κομματαρχών να διορίζουν πελάτες στο κράτος…
Η αρχική
ιδέα, για την οποία πίεζε και πιέζει η τρόικα, ήταν να συσταθεί μια ενιαία
αρχή, η Γενική Γραμματεία Εσόδων, με πλήρη ανεξαρτησία στο έργο της (μακριά από
πολιτικά νταραβέρια…) και με διοικητική αυτοτέλεια, ώστε να μπορεί να κάνει τη
δουλειά της. Πυρήνας της ιδέας, σε αυτήν τη Γραμματεία να υπαχθούν όχι μόνον οι
ΔΟΥ αλλά επίσης η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (ώστε να είναι
δυνατή η πρόσβαση της νέας υπηρεσίας στα στοιχεία...) και το ΣΔΟΕ (ώστε να
είναι δυνατή η διενέργεια ελέγχων). Και, μαζί αυτές οι υπηρεσίες να αποτελέσουν
μια νέα οργανωτική δομή που θα έχει ως αποστολή την εφαρμογή των νόμων και την
αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.
Η πολιτική
ηγεσία θα έθετε τους (μετρήσιμους) στόχους και η ηγεσία της Γενικής Γραμματείας
Εσόδων θα λογοδοτούσε και θα κρινόταν ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο θα
επιτύγχανε αυτούς τους στόχους - χωρίς άλλου είδους παρεμβάσεις, κομματικές
«παραινέσεις» ή πολιτικές «συστάσεις». Προς τούτο, η Γενική Γραμματεία Εσόδων
θα απολάμβανε πλήρη διοικητική αυτοτέλεια. Θα διαχειρίζεται η ίδια τον
προϋπολογισμό της, θέτοντας προτεραιότητες και αξιολογώντας τις ανάγκες της. Θα
είχε την ευχέρεια να κάνει προσλήψεις ειδικών, να καλύπτει τις θέσεις με ό,τι
καλύτερο βρίσκει από πλευράς ανθρώπινου δυναμικού, να αξιολογεί συνεχώς αυτό το
δυναμικό και να το διαχειρίζεται με τη μεγαλύτερη δυνατή ευελιξία, με σταθερό
κριτήριο την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και την επίτευξη των
συγκεκριμένων στόχων που της έχουν θέσει.
Η σχετική
απόφαση του υπουργού Οικονομικών, Γ. Στουρνάρα, η οποία προβλέπει και τα
περιγράφει όλα αυτά, μαθαίνω ότι είναι έτοιμη εδώ και αρκετές εβδομάδες.
«Παγώνει», όμως, χωμένη σε κάποιο συρτάρι στο Μαξίμου. Γιατί κάποιοι
παλαιοκομματικοί, με ιερή οργή ισχυρίζονται ότι δεν επιτρέπεται κάποιος μη
αιρετός παράγοντας (κατώτερος, όχι σαν αυτούς…), ο εκάστοτε Γενικός Γραμματέας
Εσόδων να αποκτήσει «υπερεξουσίες». Ποιες είναι οι «υπερεξουσίες»; Η Γενική
Γραμματεία Εσόδων θα έχει καθήκον να εφαρμόζει τους νόμους που ψηφίζει η Βουλή
των Ελλήνων και να επιτυγχάνει τους στόχους που θέτει η εκάστοτε κυβέρνηση για
έσοδα. Προφανώς, αυτό δεν συνιστά ούτε υπερεξουσία ούτε καν άσκηση κάποιας (με
την τρέχουσα έννοια...) εξουσίας. Συνιστά υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος,
από μια επιχειρησιακή μονάδα που θα λειτουργεί τεχνοκρατικά και αυστηρά στο
πλαίσιο της νομιμότητας – και μόνο. Τότε, τι τους ενοχλεί, αλήθεια;
Πολλοί στην
τρόικα πιστεύουν πως αυτό που ενοχλεί αρκετούς από το προσωπικό της
τρικομματικής κυβέρνησης της χώρας, είναι ότι θα στερηθούν τη δυνατότητα να
παρεμβαίνουν στο έργο των φορολογικών αρχών, είτε με διορισμούς «ημετέρων» στις
θέσεις ευθύνης είτε με φορολογικού χαρακτήρα «διευκολύνσεις» σε αρεστούς
φορολογούμενους. Αρνούνται να απεμπολήσουν ένα ισχυρό εργαλείο συναλλαγής και
πελατειακών σχέσεων. Διότι, προφανώς, ακόμη και σήμερα, στις τόσο σκληρές για
τον ελληνικό λαό συνθήκες, κάποιοι αρνούνται να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι το
κράτος δεν μπορεί και δεν θα συνεχίσει να είναι το λάφυρο οποιουδήποτε κερδίζει
τις εκλογές και την κυβέρνηση. Ούτε, βεβαίως, το λάφυρο που μοιράζονται όσοι
συμμετέχουν σε μια κυβέρνηση.