22 September 2014

Ό,τι πίνει ο πρόεδρος...

Συνάδελφος μηχανικός και εκπαιδευτικός μου διηγήθηκε προ μερικών ετών την εξής ιστορία:
Έμενε τότε στην Πολιτεία Κηφισιάς και πήγαινε μερικές Κυριακές με τη σύζυγο για γεύμα σε γνωστό εστιατόριο πολυτελείας εκείνης της περιοχής…
Κάποια Κυριακή, αρχές της δεκαετίας του '80, μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, μπαίνει στο εστιατόριο ο Ανδρέας Παπανδρέου με δύο κυρίες, ίσως συνεργάτριές του, άγνωστες στο φίλο μου. Κάθονται σε κάποιο τραπέζι και παραγγέλνουν. Φωνάζει ο φίλος το γκαρσόνι και του λέει ενθουσιασμένος, «Την καλύτερη σαμπάνια του καταλόγου από μένα στον πρόεδρο!»
Πηγαίνει το γκαρσόνι τη σαμπάνια στο τραπέζι του Ανδρέα, δείχνει πόθεν έρχεται η δωρεά, εκδηλώνονται με κινήσεις του κεφαλιού και ύψωση των ποτηριών ευχαριστίες, οπότε σηκώνεται ο φίλος και πάει στο τραπέζι του Ανδρέα, του εύχεται κι από κοντά καλή όρεξη και υγεία και του δηλώνει: «Πρόεδρε, η σαμπάνια για σας και την εκλεκτή παρέα σας από την Τ.Ο. του ΠΑΣΟΚ Πολιτείας».
Έκπληκτος ο Ανδρέας ρωτάει: «Μα υπάρχει οργάνωση του Κινήματος στην Πολιτεία;».
«Βεβαίως», απαντάει ο φίλος, «και γραμματέας της είμαι εγώ, Τάδε Ταδόπουλος, μηχανικός και καθηγητής!»
«Συγχαρητήρια, καλή επιτυχία…» κ.λπ. κ.λπ. Τα ίδια περίπου απαντάει και ο φίλος μου και, πηγαίνοντας πίσω στο τραπέζι, όπου έτρωγε ακόμα η σύζυγος, λέει στο γκαρσόνι: «Ό,τι πίνει ο πρόεδρος στο λογαριασμό μου!»
Δεν πέρασε πολλή ώρα και μπαίνουν στο μαγαζί 2-3 φίλοι του Ανδρέα με συζύγους – όλοι γνωστοί τραπεζικοί και επιχειρηματίες. Αρχίζουν τις σαμπάνιες, ίδιες με την ακριβή που παράγγειλε αρχικά ο φίλος –να μην ανακατέψουμε τα ξίδια, θα σκέφτηκε ο πρόεδρος-, εις υγείαν του προέδρου, της κυβέρνησης, του ΠΑΣΟΚ κ.ο.κ. Τον φίλο μου τον έζωσαν μαύρα φίδια, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια 
Κάποια στιγμή, αποχωρεί η παρέα του προέδρου, κάνει νεύματα αποχαιρετισμού ο Ανδρέας προς τον φίλο μου και βγαίνουν όλοι έξω. Αμέσως έρχεται και ο λογαριασμός: σε σημερινά λεφτά μόνο οι σαμπάνιες κάπου 3.000 €. Περίπου 2 μηνιαίοι μισθοί εκείνης της εποχής… Ασπρίζει ο φίλος, αλλά τι να πει πάλι; Του τα ψέλνει χαμηλόφωνα και η γυναίκα του, οπότε φτάνει κοντά να σαλτάρει ο φίλος με τις αλαζονικές ανοησίες και την επίδειξη μεγαλείου που θέλησε να προβάλει.
Λέει λοιπόν στο γκαρσόνι, μένει εδώ η γυναίκα μου και πετάγομαι εγώ να φέρω λεφτά… Πάει στο σπίτι, αλλά πού να βρει κυριακάτικα λεφτά, πιστωτικές κάρτες και ΑΤΜ δεν υπήρχαν — τότε πληρωνόμασταν ακόμα με μετρητά στον τόπο εργασίας. Κάνει μια γύρα στους γείτονες στην πολυκατοικία, ήταν και φίλοι, μαζεύει το απαιτούμενο ποσό με δανεικά και επιστρέφει στο εστιατόριο για να πληρώσει.
Στους γείτονες δεν είπε, βέβαια, ότι χρεώθηκε επειδή κέρασε μια παρέα του Παπανδρέου τις ακριβότερες σαμπάνιες του καταλόγου — όλοι εκεί στην Πολιτεία ήταν Νεοδημοκράτες. Κάτι για συγγενή του που αρρώστησε αιφνίδια μουρμούρισε και τη Δευτέρα πήγε στην τράπεζα για μικρό δάνειο.

Οι μαγκιές πληρώνονται μετρητοίς, ενίοτε