26 December 2014

850 πολυεκατομμυριούχοι

ΤΟ ΒΗΜΑ, 25/12/2014

Λαβράκια έβγαλαν οι έλεγχοι των οικονομικών εισαγγελέων στα 65 CD που τους έστειλαν όλες οι ελληνικές τράπεζες με τις καταθέσεις πάνω από 100.000 ευρώ. Το τέλος του χρόνου πλησιάζει και οι εισαγγελείς (Αθανασίου, Μπρης και Δραγάτσης), ενισχυμένοι με υπαλλήλους πληροφορικής, έβαλαν τα στοιχεία στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ανακάλυψαν πρώτα απ' όλα τους... πολυεκατομμυριούχους. 

Συνολικά βρήκαν 850 άτομα που έχουν καταθέσεις πάνω από 100 εκατ. ευρώ. Αριθμός εντυπωσιακός αν λάβει κανείς υπόψη ότι η πλειονότητα των καταθέσεων έγινε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Από τους πρώτους ελέγχους βρέθηκε ένας ιδιωτικός υπάλληλος που δήλωσε 600.000 ευρώ και του βρήκαν καταθέσεις 15 εκατ. ευρώ. 

Ένας άλλος (κάτοικος Φιλοθέης), επίσης ιδιωτικός υπάλληλος, είχε δηλώσει εισόδημα 150.000 ευρώ και του βρήκαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς 77 εκατ. ευρώ, που πρέπει βεβαίως να δικαιολογήσει. 

Αλλά «όλα τα λεφτά»ήταν μια κυρία ανεπάγγελτη από το 2001. Δήλωσε 700.000 ευρώ εισόδημα. Μόλις χθες βρήκαν σε τραπεζικό λογαριασμό της 17,5 εκατ. ευρώ.

12 December 2014

Δεκεμβριανά XIII

Αιμίλιος Χάρμπης, Καθημερινή, 7/12/2014

Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» το βιβλίο τού Μενέλαου Χαραλαμπίδη, «Δεκεμβριανά 1944: Η μάχη της Αθήνας», η δεύτερη ιστορική του μελέτη πάνω στην κρίσιμη δεκαετία του 1940, μετά το πρώτο του έργο το οποίο αφορά την περίοδο της Κατοχής. 

«Εβδομήντα χρόνια μετά τα γεγονότα, δεν έχουμε στην ουσία επιστημονική έρευνα επικεντρωμένη πάνω σε αυτά. Προφανώς πρόκειται για έντονα φορτισμένο ζήτημα ακόμη και σήμερα, θέμα ταμπού τόσο για την κοινωνία όσο και για την ιστοριογραφία, η σημασία του, ωστόσο, είναι τεράστια», μου λέει ο κ. Χαραλαμπίδης όταν τον ρωτώ για τα κίνητρα της έρευνάς του και συνεχίζει με μια διαπίστωση: «Τα Δεκεμβριανά είναι η τελευταία χαμένη ευκαιρία για την πολιτική επίλυση των θεμάτων που είχαν σωρευθεί στην Ελλάδα από τις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι η αποτυχία όλων των πολιτικών δυνάμεων, συνοδευμένη βέβαια από την ισχυρή παρέμβαση των Βρετανών, οι οποίοι, ωστόσο, κατά τη γνώμη μου δεν προκαλούν από μόνοι τους τα γεγονότα. Τις αιτίες πρέπει να τις αναζητήσουμε κυρίως στην ελληνική πολιτική σκηνή».


Οι μάχες, μέρα προς μέρα


Μου λέει πως το βιβλίο ξεκινάει με μια παρουσίαση της κατάστασης στην Αθήνα όπως είχε διαμορφωθεί από τα μέσα του 1943, απαραίτητη για την κατανόηση των δραματικών γεγονότων του Δεκέμβρη του '44. Σε αυτό το πλαίσιο, φωτίζονται επίσης γεγονότα λιγότερο γνωστά, όπως η φονική επίθεση εναντίον διαδηλωτών του ΕΑΜ από ταγματασφαλίτες τον Οκτώβριο του '44, λίγες μόνο μέρες μετά την Απελευθέρωση. «Από εκεί και πέρα, υπάρχει, εκτός από τα γνωστά της 3ης Δεκεμβρίου στην πλατεία Συντάγματος, η παρουσίαση των γεγονότων από τις μάχες της Αθήνας, μέρα προς μέρα όπως έλαβαν χώρα στις γειτονιές της πόλης. Το μεγαλύτερο κομμάτι των στοιχείων προέρχεται από τις στρατιωτικές εκθέσεις των Βρετανών (τα αρχεία κάθε μονάδας που έδρασε τότε) τα οποία προέρχονται από το War Office και είναι λεπτομερέστατα. «Οι υπάλληλοι της βρετανικής υπηρεσίας με πληροφόρησαν ότι ήμουν ο πρώτος που πήγε να κοιτάξει αυτούς τους φακέλους».

Ζητώ να μάθω ποιο κομμάτι της (διετούς) εντατικής έρευνάς του τού χάρισε τις περισσότερες εκπλήξεις και του προξένησε πιο πολύ το ενδιαφέρον. «Περισσότερο με απασχόλησε η δράση της Εθνικής Πολιτοφυλακής [Ο.Π.Λ.Α.], ένα θέμα πολύ δύσκολο και σκιώδες λόγω κυρίως της έλλειψης του αρχείου της, το οποίο μετά τα γεγονότα έπεσε στα χέρια της Ασφάλειας και προφανώς εξαφανίστηκε. Αυτό θα μας έδινε τον ακριβή αριθμό όσων εκτελέστηκαν από την Εθνική Πολιτοφυλακή για παράδειγμα, όμως πρωτίστως την ταυτότητά τους και τον λόγο της εκτέλεσης. Ενα άλλο στοιχείο που επίσης δεν έχει αναδειχθεί είναι οι άμαχοι νεκροί των βρετανικών βομβαρδισμών σε συνοικίες της Αθήνας, όπως η Καισαριανή, ο Βύρωνας και η Καλλιθέα, οι οποίες αποτελούσαν προπύργια του ΕΛΑΣ». Οταν του επισημαίνω ότι η «αμφισβήτηση» των νεκρών τείνει να γίνει πικρή μόδα στις μέρες μας (βλ. κουβέντα γύρω από το Πολυτεχνείο) ο κ. Χαραλαμπίδης δεν δείχνει να ανησυχεί: «To 80% του βιβλίου είναι γραμμένο με βάση βρετανικά και ελληνικά στρατιωτικά αρχεία, ιατροδικαστικές αναφορές και φακέλους ληξιαρχείων. Αυτά δεν αμφισβητούνται».

Οι συγκρούσεις, το ΚΚΕ και οι Βρετανοί

Η κουβέντα αναπόφευκτα κινείται γύρω από τα γεγονότα και τις αποφάσεις της εποχής και τα ερωτήματα που αυτά γεννούν. Ο ιστορικός εξηγεί παραστατικά και με σαφήνεια. Περιγράφει εικόνες σφοδρών συγκρούσεων με άρματα μάχης, όλμους και οπλοπολυβόλα σε περιοχές όπως οι Αμπελόκηποι, το Κολωνάκι και το Μεταξουργείο.

Μου μιλάει για τους πρωταγωνιστές, τις ενδογενείς συνθήκες και τους διεθνείς παράγοντες που διαμόρφωσαν την εικόνα εκείνων των δραματικών ημερών, αλλά και της ακόμα πιο δραματικής συνέχειας.

Όσον αφορά, για παράδειγμα, το αμφιλεγόμενο ζήτημα της στάσης της Αριστεράς (σχετικά παθητική μέχρις ενός σημείου), ο κ. Χαραλαμπίδης αναλύει με ψυχραιμία: «Το βασικό πρόβλημα της Αριστεράς την περίοδο της Απελευθέρωσης είναι αυτό που ονομάζω «εκκωφαντική σιωπή της Μόσχας», το γεγονός, δηλαδή, ότι δεν έχει ουσιαστική πολιτική στήριξη σε διεθνές επίπεδο.


Παράλληλα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν η απόφαση του ΚΚΕ να ακολουθήσει τη νόμιμη οδό, προσπαθώντας να επιβληθεί κοινοβουλευτικά έπειτα από διαδικασία ελεύθερων εκλογών» και συμπληρώνει: «Χαρακτηριστική είναι, άλλωστε, η αγωνιώδης προσπάθεια της υπερδύναμης [Βρετανία] –πόσο μάλλον του ΕΑΜ– να εξασφαλίσει διεθνή πολιτική στήριξη καθ’ όλη τη διάρκεια των Δεκεμβριανών».

Υπ’ αυτό το πρίσμα εξηγεί ο μελετητής τις αμφιταλαντεύσεις του Γ. Σιάντου και του δισταγμού του να διατάξει γενική επίθεση εναντίον των Βρετανών την πρώτη εβδομάδα της μάχης, οπότε εκείνοι ήταν ακόμα πολύ εκτεθειμένοι και ευάλωτοι.

Τονίζει πάντως πως, ανεξάρτητα από αποδόσεις ευθυνών και διάφορους «εύκολους» χαρακτηρισμούς που γίνονται κατά καιρούς, δικός του στόχος του είναι να κοιτάξει πίσω από στερεότυπα, γενικεύσεις και αφηγήματα, όχι απαραίτητα για να τα ανατρέψει, αλλά προκειμένου να δει κατά το δυνατόν καθαρά τα γεγονότα και να τα ερμηνεύσει.

Συμμάχους και συμβούλους στην προσπάθειά του θεωρεί τις έννοιες της επιστημονικής δεοντολογίας, της τιμιότητας και της ηθικής, αφού, όπως λέει, «πλήρης αντικειμενικότητα στην Ιστορία απλά δεν υπάρχει...».

Η διδασκαλία στα σχολεία...

Συζητάμε για τη σημασία που δίνεται στην ιστορία των Δεκεμβριανών κατά τη σχολική εκπαίδευση των παιδιών. «Για μένα η διδασκαλία όλης αυτής της περιόδου είναι απαραίτητη για να απεγκλωβιστούμε και λίγο από την οπτική πως Ιστορία είναι μόνο η αρχαιότητα, το Βυζάντιο και η Επανάσταση του '21. Δυστυχώς, η ιστορική εκπαίδευση είναι ελλιπής, όχι μόνο για τα Δεκεμβριανά, αλλά και για ολόκληρη τη δεκαετία του '40, η οποία εν τέλει διαμόρφωσε όσο λίγες άλλες περίοδοι τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Επιπλέον, κάποια πράγματα διδάσκονται είτε στρεβλά είτε εσκεμμένως λανθασμένα, με αποτέλεσμα να έχουμε μια κοινωνία σε μεγάλο βαθμό ανιστόρητη, χωρίς “όπλα” προκειμένου να κατανοήσει τι συμβαίνει σήμερα».

Η Αριστερά σήμερα

Ζητώ από τον κ. Χαραλαμπίδη ένα σχόλιο για τη σύγχρονη άνοδο της Αριστεράς και την προοπτική της να κυβερνήσει — πολλοί λένε σε μια δεύτερη ευκαιρία έπειτα από εκείνη που πνίγηκε στο αίμα του Εμφυλίου. Εκείνος είναι προσεκτικός, αλλά και ξεκάθαρος στην τοποθέτησή του: «Αφού εννοήσουμε τη διαφορά των συνθηκών ανάμεσα στις δύο εποχές, πρέπει, νομίζω, να γίνει μια βασική επισήμανση: ο κόσμος που τότε ακολούθησε το ΕΑΜ –και ενδεχομένως θα το στήριζε σε μια δημοκρατική εκλογική αναμέτρηση– είχε κινητοποιηθεί συνειδητά, διαμορφώνοντας μια νέα πολιτική ταυτότητα, μέσα από τις πολύ δύσκολες εμπειρίες της ζωής του. Μιλάμε για ανθρώπους όπως οι πρόσφυγες, για παράδειγμα, για τους οποίους η Κατοχή ήταν μια (δεύτερη) ολοκληρωτική καταστροφή και αυτό δεν μπορούσαν πια να το αντέξουν. Οι σημερινοί άνθρωποι έχουν μπει σε μια λογική ανάθεσης, είναι μάλλον καταναλωτές και λιγότερο πολίτες, επομένως είναι πιο δύσκολο (αλλά όχι αδύνατο) να προχωρήσουν σε μια καινούργια φάση πολιτικής συνειδητοποίησης».

(βλέπε επίσης >>>)


Συζήτηση του δημοσιογράφου Δημήτρη Φύσσα
με το συγγραφέα του εξαιρετικού βιβλίου

Athens Voice, 26/12/2014
Χρειάστηκε να περάσουν 70 χρόνια από τα Δεκεμβριανά του 1944 -τη μια από τις δυο φορές που η Αθήνα, ως πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους, έχει γίνει πεδίο μάχης με συμμετοχή και μη ελληνικών στρατευμάτων (η άλλη ήταν τα Νοεμβριανά του 1916, αλλά σε πολύ μικρότερη έκταση)- μέχρι, πρώτο, να γίνουν σχεδόν ταυτόχρονα δυο επιστημονικά συνέδρια μ΄ αυτό το αντικείμενο και, δεύτερο, να βγει η πρώτη σχετική επιστημονική ιστορική μελέτη.Άργησε λοιπόν, μα η μελέτη αυτή είναι λαμπρή, γιατί αξιοποιεί πολύ καινούργιο υλικό και στηρίζει γερά τα συμπεράσματά της. Και την έγραψε ο Δρ Ιστορίας Μενέλαος Χαραλαμπίδης (γεν. 1970), που μας είχε δώσει δυο χρόνια πριν το «Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα»- εύλογο είναι ότι το παρόν βιβλίο αποτελεί εν μέρει συνέχεια εκείνου.Συναντηθήκαμε με το Μενέλαο και τα είπαμε για πολλή ώρα, άλλοτε συμφωνώντας κι άλλοτε διαφωνώντας,  σ΄ ένα καφενείο του Κεραμεικού. Μέρος της συζήτησής μας είναι η συνέντευξη που ακολουθεί.
Πως θα συνόψιζες τι ήταν τα Δεκεμβριανά του 1944 σ' ένα σύγχρονο άνθρωπο, για παράδειγμα σ' ένα νεαρό πρόσωπο που δεν ξέρει το θέμα; 
Στο κρίσιμο χρονικό διάστημα των τελευταίων μηνών του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η Ευρώπη είχε εισέλθει στη διαδικασία ανεύρεσης μιας νέας ισορροπίας διεθνών σχέσεων σε όρους πολιτικής και οικονομικής ισχύος. Στο κρίσιμο μεταβατικό στάδιο από την κατεχόμενη στην απελευθερωμένη Ευρώπη, το κύριο πρόβλημα για τους μεγάλους συμμάχους (κυρίως Βρετανούς και Σοβιετικούς στην περίπτωση της Ευρώπης) δεν ήταν οι φασιστικές και ναζιστικές δυνάμεις που εξαφανίζονταν, αλλά αυτές της Αντίστασης, οι νέες δηλαδή πολιτικές δυνάμεις που αναδύθηκαν στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής μέσα από τον αντιστασιακό αγώνα διεκδικώντας την εξουσία.
Συγκεκριμένα, επιδίωξη των Βρετανών ήταν να επαναφέρουν το προπολεμικό πολιτικό σύστημα, τις κυβερνήσεις δηλαδή που αυτοεξορίστηκαν στην αρχή του πολέμου, στην εξουσία. Στόχος τους ήταν να διατηρήσουν, μετά τον πόλεμο, τον έλεγχο των ναυτικών οδών της νοτιοανατολικής Μεσογείου που τους εξασφάλιζαν ελεύθερη επικοινωνία με τις αποικιακές τους κτήσεις στη Μέση Ανατολή και την Ινδία.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι στόχοι των Βρετανών ταυτίστηκαν με αυτούς του προπολεμικού ελληνικού πολιτικού συστήματος. Ο αυτοεξόριστος Έλληνας βασιλιάς και η κυβέρνησή του, απόντες από τις εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας κατά τη διάρκεια της Κατοχής και γι΄ αυτό το λόγο απαξιωμένοι στις συνειδήσεις μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού, γνώριζαν ότι μόνο μέσω της βρετανικής στήριξης μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Παράλληλα οι Βρετανοί επιδίωκαν να επαναφέρουν το βασιλιά στην εξουσία, καθώς αυτός αποτελούσε τον κύριο εγγυητή των συμφερόντων τους στην Ελλάδα. Κύριο εμπόδιο υπήρξε η πολιτική επιρροή του ΕΑΜ και η στρατιωτική κυριαρχία του ΕΛΑΣ σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα.
Μέσα από την τακτική της δημιουργίας κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή και των Αριστερών του ΕΑΜ, τακτική που εφάρμοσαν οι Βρετανοί και σε άλλες χώρες, κατάφεραν, εκμεταλλευόμενοι και τις εαμικές υποχωρήσεις με τις Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, να επαναφέρουν στην Ελλάδα την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση.
Στο εξαιρετικά τεταμένο κοινωνικά και πολιτικά κλίμα της περιόδου, λόγω του βαθύτατου χάσματος που είχε δημιουργηθεί στη βάση της ελληνικής κοινωνίας μεταξύ αυτών που αντιστάθηκαν στον κατακτητή και αυτών που συνεργάστηκαν μαζί του, η προσπάθεια συμβιβασμού των κομμουνιστών, που κυριαρχούσαν στο ΕΑΜ, και των αστών πολιτικών, ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Η αιτία που οδήγησε στην αποτυχία του όλου εγχειρήματος ήταν η πεισματική προσπάθεια των Βρετανών να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το βασικό ζήτημα του αφοπλισμού των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων και της δημιουργίας του νέου εθνικού στρατού. Η ωμή τους επέμβαση στα ελληνικά πολιτικά ζητήματα, κατέστησε αδύνατη μια διαπραγμάτευση, που ήταν ήδη δύσκολη από μόνη της. Όπως καταγράφεται σε βρετανικές πολιτικές αναφορές της περιόδου, οι Βρετανοί ήθελαν να αποφύγουν ένα παράδειγμα επιτυχημένης πολιτικής εξέγερσης που πιθανότατα θα οδηγούσε σε ντόμινο εξεγέρσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη, ανατρέποντας, προς όφελος της Σοβιετικής Ένωσης, τον εύθραυστο συσχετισμό δυνάμεων Η Ελλάδα ήταν η πιο επικίνδυνη περίπτωση. 
Πώς εργάστηκες; Ποιες ήταν οι πηγές σου; Ποιες νέες πηγές αξιοποίησες, που δεν έχουν ερευνηθεί από άλλους ιστορικούς;
Μελέτησα εντατικά χιλιάδες σελίδες βρετανικών στρατιωτικών και πολιτικών αναφορών, που βρίσκονται στα Δημόσια Βρετανικά Αρχεία στο Λονδίνο, στρατιωτικές αναφορές των ελληνικών Σωμάτων Ασφαλείας και του στρατού, που βρίσκονται στο αρχείο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού και το κομμάτι του αρχείου του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που είναι διαθέσιμο στην έρευνα και βρίσκεται στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το αρχείο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών και του Ληξιαρχείου Αθηνών, σε συνδυασμό με τα αρχεία διάφορων νεκροταφείων της Αθήνας, στην προσπάθεια να φωτίσουμε ίσως την πιο δύσκολη πλευρά των Δεκεμβριανών, δηλαδή τον αριθμό και την ταυτότητα των θυμάτων από τις συγκρούσεις και τις εκτελέσεις. Οι 169 μεταπολεμικές δίκες μελών της Εθνικής Πολιτοφυλακής και του ΕΛΑΣ (που τις μελέτησα στο αρχείο των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, το οποίο βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους), μου αποκάλυψαν πολλές από τις δύσκολα αφηγήσιμες πτυχές των Δεκεμβριανών και μου έδωσαν το κοινωνικό προφίλ (ηλικία, καταγωγή, κοινωνική θέση) των πολιτοφυλάκων. Επίσης συμβουλεύτηκα τη διαθέσιμη βιβλιογραφία (κυρίως απομνημονεύματα στρατιωτικών και πολιτικών), τον Τύπο της εποχής και πραγματοποίησα συνεντεύξεις με ανθρώπους που πολέμησαν στα Δεκεμβριανά.
Καθώς το βιβλίο μου αυτό αποτελεί την πρώτη επιστημονική έρευνα εστιασμένη στα Δεκεμβριανά, σχεδόν το σύνολο των στοιχείων από τα παραπάνω αρχεία δημοσιεύονται για πρώτη φορά.
Μιλάς για έρευνα στα ΑΣΚΙ και  άλλα αρχεία. Στο ΚΚΕ απευθύνθηκες;
Δεν ζήτησα πρόσβαση στα αρχεία του ΚΚΕ, διότι κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου για το προηγούμενο βιβλίο μου, μου είχαν πει ότι τα αρχεία δεν ήταν διαθέσιμα, καθώς βρίσκονταν σε διαδικασία συντήρησης μετά την καταστροφή μέρους του αρχείου από πλημμύρα αρκετά χρόνια πριν.     
Ποιος είναι ο ρόλος του τοπιογραφικού στοιχείου και του χάρτη στην εργασία σου; 
Η δημιουργία χαρτών ειδικά για αυτό το βιβλίο υπήρξε μια πρωτόγνωρη και εξαιρετικά γοητευτική και εξίσου κουραστική εμπειρία. Χωρίς τη συμβολή του φίλου μου Ιωσήφ Μπάτσου, του ανθρώπου που μετέτρεψε το κείμενό μου σε χάρτες, δεν θα ήταν δυνατό να αποτυπωθούν οι μάχες στο χώρο. Ο ρόλος των χαρτών είναι κομβικής σημασίας. Χωρίς αυτούς δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί η διάσταση της σύγκρουσης, οι κινήσεις και η τακτική των αντιμαχόμενων δυνάμεων, η κοινωνική και ταξική διάσταση της μάχης (με τον ΕΛΑΣ να ελέγχει όλες τις λαϊκές συνοικίες που περικύκλωναν τις μεσοαστικές και μεγαλοαστικές του κέντρου). Οι χάρτες μάς βοηθούν να φανταστούμε το αδιανόητο: άρματα μάχης να γκρεμίζουν με τα πυρά τους κτίρια στα Εξάρχεια και την Ομόνοια, αεροπλάνα να βομβαρδίζουν τον Αρδηττό και τον Στρέφη, βλήματα πυροβολικού να πέφτουν στη Σταδίου και την Πανεπιστημίου, πολυβόλα και όλμοι να χτυπούν το Κολωνάκι και την Πλάκα. Ο χάρτης λοιπόν είναι ένα από τα κύρια μέσα που μπορεί να μας δείξει το υπόστρωμα της μνήμης της πόλης: δηλαδή ότι οι χώροι στους οποίους σήμερα εργαζόμαστε και διασκεδάζουμε, οι δρόμοι στους οποίους περπατάμε ή οι λόφοι στους οποίους ρεμβάζουμε, έχουν τη δική τους ιστορία παράλληλα, ανεξάρτητα και μερικές φορές μαζί με τη δική μας. Η πόλη υπήρχε πριν από μας και θα υπάρχει και μετά από μας. Το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να διαβαστεί χωρίς τη χρήση φωτογραφιών, σε καμία όμως περίπτωση χωρίς τη συμβολή των χαρτών. 
Ποιες σκέψεις έκανες για την Αθήνα ως πεδίο μάχης; 
Ακόμη και μετά την ανάγνωση όλων αυτών των εξαιρετικά λεπτομερών στρατιωτικών αναφορών, όπου περιγράφονται οι μάχες στενό – στενό, μου είναι δύσκολο να φανταστώ την Αθήνα ως πεδίο μάχης. Αυτό που σκέφτομαι είναι ότι η πόλη βρέθηκε με τον πλέον τραγικό και σκληρό τρόπο στο επίκεντρο της Ιστορίας, τόσο στα Δεκεμβριανά, όσο και στην Κατοχή. Η απογραφή του Υφυπουργείου Ανοικοδομήσεως έδινε 628 πλήρως και 2.916 μερικώς κατεστραμμένα κτίρια μόνο στο Δήμο Αθηναίων. Αυτό το στοιχείο και οι περίπου 2.500 νεκροί των συγκρούσεων (άμαχοι και ένοπλοι), καταδεικνύουν τη σφοδρότητα της μάχης.    
Ήταν αναπόφευκτη η Δεκεμβριανή σύγκρουση; Καταμερίζονται ευθύνες και σε ποιους; Υπήρξαν πλευρές που κινήθηκαν μήπως και την αποτρέψουν;
Ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιλυθεί το ελληνικό πολιτικό πρόβλημα, το οποίο είχε τις ρίζες του στα ταραγμένα χρόνια του Μεσοπολέμου και οξύνθηκε στη δίνη της Κατοχής, από τη στιγμή που κατέστη διεθνές. Από αυτό το σημείο και μετά η επίλυσή του συνεπάγονταν ουσιαστικά την εξουδετέρωση ενός από τους δύο αντιμαχόμενους. Η πλευρά που τελικά υποχώρησε ήταν το ΕΑΜ. Μιλάω για τις πολιτικές υποχωρήσεις πριν τη στρατιωτική ήττα. Οι Βρετανοί και ο αστικός πολιτικός κόσμος είχαν ένα στόχο: την πολιτική και στρατιωτική ήττα του ΕΑΜ, πάνω στην οποία θα στήριζαν την εξουσία τους. Το ΕΑΜ είχε ως στόχο την ανατροπή του προπολεμικού πολιτικού συστήματος που οδήγησε στον Εθνικό Διχασμό του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στη Μικρασιατική Καταστροφή, στα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα του Μεσοπολέμου, στη δικτατορία του Μεταξά και τελικά στην κατάρρευση της Κατοχής.
Οι ευθύνες των Βρετανών είναι μεγάλες. Δεν θα μπορούσαν όμως να έχουν τόσο καθοριστική σημασία αν δεν εύρισκαν ευνοϊκό έδαφος στην οξυμένη ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Ουσιαστικά ο αστικός πολιτικός κόσμος, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει μόνος του το ΕΑΜ, ανέθεσε στους Βρετανούς την εξουδετέρωσή του, ανοίγοντας το δρόμο για την εμπλοκή τους στην ελληνική πολιτική ζωή.
Οι μοναρχικοί, το κομμάτι αυτό της Δεξιάς, υπήρξαν από την αρχή οι υπονομευτές κάθε προσπάθειας πολιτικής διαπραγμάτευσης του κεντρώου Γεωργίου Παπανδρέου με το ΕΑΜ. Την περίοδο της απελευθέρωσης η πολιτική τους επιρροή είχε δεχθεί ισχυρό πλήγμα λόγω της αρνητικής εικόνας του βασιλιά (τον βάρυνε η ευθύνη για την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά και η αποκλειστική ενασχόλησή του με το ζήτημα της διατήρησης του θρόνου στη μεταπολεμική Ελλάδα την ώρα που η χώρα βρίσκονταν κάτω από ξένη στρατιωτική κατοχή). Ήταν αυτά τα πρόσωπα που ασκούσαν μεγαλύτερο έλεγχο στα Σώματα Ασφαλείας και το τμήμα του ελληνικού στρατού που βρίσκονταν στην Αθήνα (Ορεινή Ταξιαρχία), απ’ ό,τι ο ίδιος ο πρωθυπουργός, και κατά τη γνώμη μου έφεραν την κύρια ευθύνη για τη σφαγή της πλατείας Συντάγματος κατά τη διάρκεια του συλλαλητηρίου που οργάνωσε το ΕΑΜ στις 3 Δεκεμβρίου.
Ήταν αυτά τα πρόσωπα που πρόσφεραν ένα εξοργιστικό καθεστώς ασυλίας σε άνδρες δωσιλογικών οργανώσεων, οι οποίοι τέθηκαν υπό περιορισμό για να δικαστούν, όχι σε κάποια φυλακή ή χώρο κράτησης εκτός πόλης, αλλά ακόμα και στο Κέντρο της (σε ξενοδοχεία στην περιοχή της Ομόνοιας), διατηρώντας μάλιστα τον οπλισμό τους. Ήταν αυτοί οι άνθρωποι που προσπάθησαν με πείσμα να παρασύρουν το ΕΑΜ σε ένοπλη σύγκρουση. Πρώτα με το χτύπημα της εαμικής διαδήλωσης στις 15 Οκτωβρίου 1944 (όπου σκοτώθηκαν τουλάχιστον 9 και τραυματίστηκαν 82 διαδηλωτές), στη συνέχεια με την οργάνωση και υλοποίηση της μαζικής απόδρασης περίπου 700 κρατουμένων των φυλακών Συγγρού, τον Νοέμβριο του 1944 (οι περισσότεροι ήταν άνδρες των Σωμάτων Ασφαλείας που κατηγορούνταν για συνεργασία με τους Γερμανούς, οι οποίοι αφού δραπέτευσαν εντάχθηκαν στο Σύνταγμα Μετεκπαιδεύσεως της Χωροφυλακής, που τότε συγκροτούνταν, και πολέμησαν τον ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών) και τέλος με τη σφαγή της πλατείας Συντάγματος στις 3 Δεκεμβρίου, όπου σκοτώθηκαν τουλάχιστον 11 και τραυματίστηκαν περισσότεροι από 70 διαδηλωτές του ΕΑΜ. Νομίζω ότι τη μεγαλύτερη ευθύνη, τουλάχιστον για τη διαρκή αποσταθεροποίηση των εύθραυστων ισορροπιών τις ημέρες των πιο κρίσιμων πολιτικών διαπραγματεύσεων για το μέλλον της χώρας, τη φέρει η φιλομοναρχική Δεξιά.
Ευθύνες επίσης βαρύνουν και τους διάφορους ηγέτες του άλλοτε ισχυρού Κόμματος Φιλελευθέρων που είχε πλέον σπάσει σε πολλά κομμάτια. Κυρίως ο Σοφούλης, αλλά και ο Καφαντάρης αντιπολιτευόντουσαν τον Γεώργιο Παπανδρέου, στην προσπάθειά τους να ηγηθούν του κεντρώου χώρου. Με άλλα λόγια η πολυδιάσπαση του αστικού πολιτικού χώρου, οι προσωπικές τακτικές, τα μικροκομματικά οφέλη, ήταν ένας από τους κύριους λόγους που οδήγησαν τις διαπραγματεύσεις Παπανδρέου-ΕΑΜ σε αδιέξοδο. Η δραματική εικόνα που παρουσίασαν οι Έλληνες πολιτικοί επανέρχεται διαρκώς στις βρετανικές εκθέσεις και αποτελεί το κύριο πρόβλημα των Βρετανών: δεν μπορούσαν να βρουν ένα πρόσωπο ή ένα τμήμα του αστικού πολιτικού χώρου που θα μπορούσε με αξιώσεις να αντιμετωπίσει πολιτικά το ΕΑΜ.
Τέλος η ευθύνη του ΕΑΜ ήταν ότι δεν υποχώρησε κι άλλο. Αυτό είναι εύκολο να το λέμε με την απόσταση των 70 χρόνων. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο μετά τον τεράστιο αντιστασιακό αγώνα της Κατοχής, τις μεγάλες υποχωρήσεις στο Λίβανο και τη Καζέρτα, τις συνεχείς προκλήσεις των αντιπάλων -την αδιανόητη δηλαδή εικόνα άνδρες που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς να συνεχίζουν να σκοτώνουν αντιστασιακούς μετά την απελευθέρωση της Αθήνας- το ΕΑΜ να μην απαντήσει. Όμως ακόμη και μετά τη σφαγή στην πλατεία Συντάγματος, ο Γιώργος Σιάντος (γενικός γραμματέας του ΚΚΕ) αναζητούσε πολιτική λύση. Το ΕΑΜ αποτελούσε την κύρια πολιτική δύναμη που μπορούσε να υλοποιήσει το μαζικό και παράλληλα αδιευκρίνιστο αίτημα για αλλαγή, για τη δημιουργία μιας δίκαιης και δημοκρατικής Ελλάδας. Το ΕΑΜ λοιπόν στηρίζονταν στο θετικό πρόσημο της ελπίδας, του νέου, σε αντίθεση με τον παλαιοκομματικό κόσμο, τη «γεροντοκρατία» όπως έλεγε ο οξυδερκής Θεοτοκάς, που απλά επιδίωκε να ξαναπάρει την εξουσία στα χέρια της. Συνεπώς το ΕΑΜ ήταν «καταδικασμένο» να υποχωρεί, από τη στιγμή που εγκατέλειψε την επαναστατική λύση και κινήθηκε στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής νομιμότητας.     
Ναι, αλλά θεωρείς ότι το εαμικό κίνημα στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής ή οι βιαιότητες του ΕΑΜ/ΚΚΕ στον ελληνικό χώρο (διάλυση του 5/42 και φόνος Ψαρρού, φόνος Μαλτέζου, γεγονότα στην Αργολίδα, Μελιγαλάς, Κιλκίς και γενικά η περίοδος της ΕΑΜοκρατίας) δεν παίξανε ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων και ειδικά στη βρετανική στάση;
Για το κίνημα στη Μέση Ανατολή γνωρίζω τα βασικά, δεν έχω κάνει έρευνα και συνεπώς δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες, αν και σαφώς διαμόρφωσε μια συγκρουσιακή εικόνα σε σχέση με το ΕΑΜ. Σε παραπέμπω στα κείμενα του Τάσου Σακελλαρόπουλου που έχει μελετήσει σε βάθος το ζήτημα του ελληνικού στρατού.
Όσα άλλα ανέφερες πριν, αποτελούν κατά τη γνώμη μου μικρής σημασίας παράγοντες στη διαμόρφωση της βρετανικής πολιτικής απέναντι στο ελληνικό ζήτημα. Η κεντρική πολιτική γραμμή της βρετανικής κυβέρνησης δεν υπήρξε περίπτωση να αλλάξει, είτε το ΕΑΜ είχε προχωρήσει σε ακόμη μεγαλύτερες βιαιότητες, είτε δεν είχε διαπράξει καμία απολύτως. Το ζήτημα εντοπίζεται σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο: Οι πολιτικές επιδιώξεις του ΕΑΜ έρχονταν σε σύγκρουση με τις βρετανικές.
Αποκλείεις ωστόσο ότι υπήρχαν άνθρωποι –ενδεικτικά ο Καφαντάρης, ο Σεφέρης, ο Θεοτοκάς και βέβαια και πολλοί ανώνυμοι- που χωρίς να είναι φιλογερμανοί, ήταν αντικομουνιστές, απλά γιατί δεν ήθελαν μια σοβιετική Ελλάδα;
Και βέβαια υπήρχαν πολιτικοί και άλλες προσωπικότητες, όπως και απλοί πολίτες, που έβλεπαν με τρόμο τόσο το φασισμό όσο και τον κομμουνισμό. Όμως αυτοί «χάνονται» στις πολιτικές αντιδικίες στο εσωτερικό του πολυδιασπασμένου αστικού χώρου. Ο Καφαντάρης είναι που στις κρίσιμες διαπραγματεύσεις του αστικού χώρου με το ΕΑΜ στις 25 και 26 Δεκεμβρίου κατηγορεί τον Παπανδρέου για υπαίτιο του εμφυλίου πολέμου γιατί αρνήθηκε πεισματικά να διαλύσει την Ορεινή Ταξιαρχία, την οποία χαρακτηρίζει ως μοναρχική. Ο Θεοτοκάς είναι αυτός που επισημαίνει στον Παπανδρέου στις 18 Νοεμβρίου ότι η Δεξιά έχει στραφεί προς αμιγώς φασιστική συνθηματολογία και χαρακτηρίζει τους πολιτικούς του Κέντρου ως «γεροντοκρατία». Επίσης ο Θεοτοκάς γράφει στο ημερολόγιό του στο τέλος Νοεμβρίου ότι ο κίνδυνος του εμφυλίου δεν προέρχεται τόσο από την Αριστερά όσο από τη Δεξιά.
Ποια είναι η γνώμη σου για το θέμα των ομήρων που συνέλαβε το ΕΑΜ κατά την υποχώρησή του από την Αθήνα;
Όπως αναφέρω και στο βιβλίο μου το μέτρο της ομηρίας αποτέλεσε κόλαφο για το εαμικό κίνημα γιατί αμαύρωσε το ηθικό πλεονέκτημα που είχε απέναντι στους πολιτικούς του αντιπάλους, προκαλώντας ανεπανόρθωτο πλήγμα στο κύρος της Αριστεράς. Όμως το μέτρο αυτό, που αποφασίστηκε από την ηγεσία του κινήματος, όπως και κάθε άλλη πολιτική απόφαση, πρέπει να εξετάζεται στο ιστορικό της πλαίσιο και όχι με τις εκάστοτε πολιτικές και ηθικές αντιλήψεις. Το μέτρο της ομηρίας ήταν μια απάντηση του ΕΑΜ στις μαζικές συλλήψεις των βρετανικών και κυβερνητικών δυνάμεων, που ξεκίνησαν από την πρώτη ημέρα των Δεκεμβριανών και έφτασαν τα 14.000 άτομα (αιχμάλωτοι-όμηροι) πολλοί από τους οποίους οδηγήθηκαν στην Ελ Ντάμπα της Βορείου Αφρικής. Η χρήση των αιχμαλώτων – ομήρων από τη βρετανική πλευρά καταγράφεται σε βρετανική έκθεση, τα στοιχεία της οποίας αναφέρω στο βιβλίο μου, στην οποία οι Βρετανοί υποστηρίζουν ότι βρίσκονται σε καλύτερη διαπραγματευτική θέση από το ΕΑΜ καθώς έχουν συλλάβει περίπου 8.000 περισσότερα άτομα από αυτό.
Πόσο δύσκολο ήταν να τηρείς τη δέσμευσή σου όχι της ουδετερότητας, μα της μεγαλύτερης δυνατής επιστημονικής αντικειμενικότητας;
Πίστεψέ με δεν είναι δύσκολο. Η επιστημονική μέθοδος και δεοντολογία προστατεύει τον ερευνητή, αλλά και τον αναγνώστη, από ιδεολογικά φορτισμένες και πολιτικά στρατευμένες ερμηνείες των γεγονότων. Αυτό που προσπαθώ, όπως και οι περισσότεροι ιστορικοί και γενικότερα κοινωνικοί επιστήμονες, είναι να θέσω επιστημονικά ερωτήματα προς ερμηνεία των γεγονότων, παραμερίζοντας τα επίσημα ή μη πολιτικά αφηγήματα για την υπό εξέταση περίοδο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η επιστημονική μέθοδος αποπολιτικοποιεί το ιστορικό αφήγημα. Δεν μπορείς να εξετάσεις «αντικειμενικά» τα Δεκεμβριανά ή την Κατοχή. Δεν υπάρχει αντικειμενική Ιστορία, αυτό είναι ένας μύθος. Όμως το επιστημονικό σύγγραμμα εξασφαλίζει μια ψύχραιμη προσέγγιση των γεγονότων και κυρίως την ερμηνεία τους. Δεν υπάρχει π.χ. καμία αμφισβήτηση του γεγονότος ότι αστυνομικοί πυροβόλησαν κατά άοπλων διαδηλωτών στις 3 Δεκεμβρίου στην πλατεία Συντάγματος. Αυτό που αναζητούμε είναι η ερμηνεία του γεγονότος αυτού, γιατί έγινε, τι προκάλεσε και ποιο ήταν το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε.    
Πως θα σχολίαζες τη σοβιετική στάση απόλυτης σιγής κατά τα Δεκεμβριανά- και ειδικά τη συμφωνία των ποσοστών που είχε γίνει λίγους μήνες νωρίτερα και τοποθετούσε την Ελλάδα στη βρετανική σφαίρα επιρροής;
Οι Σοβιετικοί επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια ζώνη ασφαλείας (κράτη της ανατολικής Ευρώπης) μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των ευρωπαϊκών κρατών που εκ των πραγμάτων τέθηκαν υπό δυτική επιρροή. Τους τελευταίους μήνες του 1944 το σενάριο της εκ νέου ανάφλεξης, αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου εναντίον των Γερμανών, αυτή τη φορά μεταξύ των Βρετανών και Σοβιετικών συμμάχων στην περιοχή των Βαλκανίων, συγκέντρωνε πολλές πιθανότητες. Η ανεπίσημη «συμφωνία των ποσοστών» παρείχε στους Σοβιετικούς το «μαξιλάρι» ασφαλείας που επιζητούσαν. Παράλληλα ο Στάλιν όχι μόνο ήξερε τη σημασία που είχε η Ελλάδα για τα βρετανικά συμφέροντα στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, αλλά αναγνώριζε την βρετανική προτεραιότητα σε αυτή την περιοχή. Οι Σοβιετικοί τήρησαν απόλυτα το λόγο τους περί μη ανάμιξης στο ζήτημα της Ελλάδας, γεγονός που αναγνώρισαν οι Βρετανοί. Συνεπώς η «σιγή» της Μόσχας είχε να κάνει με την αναδιάταξη των διεθνών σχέσεων πολιτικής και οικονομικής ισχύος, λόγω των αναταραχών που προκάλεσε ο πόλεμος. Οι Σοβιετικοί δεν θα έθεταν σε κίνδυνο τις λεπτές και εύθραυστες ισορροπίες με τους δυτικούς συμμάχους, λίγους μήνες πριν τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ποια είναι τα βασικά σου συμπεράσματα από τη συγκεκριμένη έρευνα;  
Η Ιστορία είναι σαν ένα τεράστιο παζλ όπου το κάθε κομμάτι (ιστορικό γεγονός) βρίσκεται σε άμεση σχέση με τα υπόλοιπα. Όταν φτιάχνουμε ένα παζλ, κάποια στιγμή τοποθετούμε ένα κομμάτι που μας «φωτίζει» την όλη εικόνα. Τα Δεκεμβριανά είναι αυτό το κομβικής σημασίας κομμάτι, που μας εξηγεί αυτά που προηγήθηκαν και μας φωτίζει αυτά που ακολούθησαν. Με άλλα λόγια τα Δεκεμβριανά είναι το σημείο όπου σκάει το κύμα των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων που χαρακτήρισαν την περίοδο του Μεσοπολέμου και κλιμακώθηκαν στα σκληρά χρόνια της Κατοχής. Όλες αυτές οι πολιτικές, κοινωνικές και ταξικές διεργασίες συμπιέστηκαν στον πυκνό χρόνο των Δεκεμβριανών αναζητώντας απάντηση στο κύριο ερώτημα: ποιος θα ήταν ο χαρακτήρας της πολιτικής εξουσίας μετά τον πόλεμο.
Όπως κατά τη διάρκεια κάθε μεγάλης κρίσης οι πολιτικές και κοινωνικές ισορροπίες αναδιατάσσονται μέχρι να «κατασταλάξουν» σ’ ένα νέο συσχετισμό δυνάμεων, έτσι και στη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ενός πολέμου που σάρωσε κάθε προπολεμική βεβαιότητα, οι σχέσεις πολιτικής και οικονομικής ισχύος έπρεπε να ανασυνταχθούν σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Συνεπώς τα Δεκεμβριανά αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα άμεσης αλληλεξάρτησης των διεθνών με τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Είναι νομίζω διαφωτιστικό το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε μετά από συνεδρίασή του στο Λονδίνο το βρετανικό Συμβούλιο Πολέμου στις 29 Δεκεμβρίου 1944, αναφερόμενο στις συγκρούσεις των Δεκεμβριανών στην Αθήνα: «Αν η υπόθεση στην Ελλάδα εξελιχθεί όπως ελπίζουμε, το αποτέλεσμα ίσως είναι να σταματήσουμε μια τεράστια ποσότητα αναρχίας στην Ευρώπη και να αποθαρρύνουμε παρόμοιες εξεγέρσεις σε άλλες χώρες»

06 December 2014

Μένης Κουμανταρέας: Ο συγγραφέας της αθηναϊκής ψυχής

Η ζωή και το έργο του σπουδαίου συγγραφέα που έχασε τόσο βάναυσα τη ζωή του

της Τίνας Μανδηλαρά, Πρώτο Θέμα, 06/12/2014


Στα περίχωρα του κόσμου των ανθρώπων οφείλει πάντα να κατοικεί μια λογοτεχνική ψυχή. Άγρυπνη, ανίκητη, ικανή να ρουφά οτιδήποτε βρίσκεται στα σκοτεινά της πόλης-έτσι ακριβώς ήταν η ψυχή του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα. Δεν έλειπε από τις γωνιές, ούτε από τα μεγάλα γεγονότα και από την πρώτη στιγμή που ο γνωστός λογοτέχνης και απόφοιτος της Νομικής έκανε την εμφάνιση του στη λογοτεχνία ήξερε να συνδυάζει ιδανικά το μικρό με το μεγάλο, το σπουδαίο με το πιο χθαμαλό. Οι ήρωες του πάντοτε εν πρώτοις παρακατιανοί, μα πάντοτε πραγματικά μοιραίοι, ύπουλα γοητευτικοί κι ενίοτε χυδαίοι δεν είναι άλλοι από τους ήρωες της πόλης που ζούμε σε διαφορετικές στιγμές της ιστορίας.

Όταν ξεκίνησε με τα «Μηχανάκια», το 1962 οι ήρωες του Κουμανταρέα εμπνέονταν από τα άγρια νιάτα της δεκαετίας του 50-έφηβοι, εξεγερμένοι κι αποσυνάγωγοι, όπως ο Χαράλαμπός του, θύμα της αγάπης της μητέρας του, ο Δημητρούλης ο ασουλούπωτος φαντάρος που δεν ακολουθούσε τους κανόνες του στρατού αλλά κι ο Κίτσος που προσπαθούσε μάταια να ξεφύγει από τις κοινωνικές επιβολές. Και οι τρεις αγαπήθηκαν αμέσως από το κοινό που είδε στην πένα του Κυψελιώτη λογοτέχνη μια αλήθεια που ξεχώριζε από την οίηση και τον φαρισαϊσμό της εποχής. Χωρίς να υποπίπτει σε πολιτικές εμμονές ο Κουμανταρέας συνέχιζε να γράφει για την ανάποδη όψη των πραγμάτων και την εποχή της Χούντας: κυνηγήθηκε με μανία για τη συμμετοχή του στα «18 Κείμενα» αλλά ακόμη περισσότερο για το επικό «Αρμένισμα» του που θεωρήθηκε βλάσφημο και ασεβές. Ο ίδιος στη συνήθη πρακτική της Χούντας δικάστηκε με όλο τον κόσμο των διανοούμενων της Αριστεράς να βρίσκεται στο πλευρό του. Τότε ήταν που στο δικαστήριο άρχιζε να συχνάζει ο Στρατής Τσίρκας ο οποίος ήταν κι η αφορμή για να «μετακομίσει» ο σπουδαίος Αθηναίος λογοτέχνης από την Εστία στον Κέδρο.

Ο θόρυβος που δημιούργησε το «Αρμένισμα» έκανε γνωστό τον Αθηναίο λογοτέχνη σε ένα ευρύ φάσμα κοινού που γοητεύτηκε από τις ανατρεπτικές ιστορίες με το τολμηρό ύφος. Στην πραγματικότητα ο Κουμανταρέας δεν έπαψε ποτέ να είναι αφηγητής των μικρών ιστοριών και των αποσπασματικών βιωμάτων πιστεύοντας ότι οι μεγάλες κι οι αδόκητες αλήθειες κατοικοεδρεύουν στα φευγαλέα και τα μικρά. Όλοι είμαστε τρωτοί αλλά και περαστικοί-το ίδιο και η αφηγηματική φόρμα που ποτέ δεν μπήκε σε καλούπια. Αρνιόταν άλλωστε να γίνει και απόλυτα μυθοπλαστική φέρνοντας μέσα της έντονα τα βιώματα της καθημερινότητας αφήνοντας παράλληλα τρομακτικά περιθώρια στην πιο αχαλίνωτη φαντασία. Θύματα της καταπίεσης οι περισσότεροι ήρωες του Κουμανταρέα- από τα «Μηχανάκια» μέχρι τα «Καημένα» (1972)- βρίσκουν την αλητεία γοητευτική όσο και αναπόδραστη. Ωστόσο ποτέ δεν φεύγουν έξω από τα αστικά περιθώρια με αποτέλεσμα από τη «Βιομηχανία υαλικών» και μετά-που εξέδωσε τον πρώτο χρόνο της επετείου της μεταπολίτευσης- ο Κουμανταρέας να γίνει ο επίσημος καταγραφέας της τοιχογραφίας της πόλης. Θα τον απασχολήσουν έντονα οι εσωτερικές συγκρούσεις που βιώνουν οι ασφυχτικά καταπιεσμένοι ήρωες του, ικανοί να τα βάζουν με το επίσημο καθεστώς αλλά αδύναμοι να αντιμετωπίσουν το τέρας της μικροαστικής συνθήκης.

Ήδη από τη «Βιοτεχνία υαλικών» ο Κουμανταρέας ξέρει ότι τα νέα κοινωνικά αδιέξοδα έχουν μάλλον να κάνουν με τους ίδιους τους εσωτερικούς κανόνες όχι με τον πολιτικό εχθρό. Η Μπέμπα του, η κεντρική του ηρωίδα άλλωστε παρατάει τον αγώνα για την κοινωνική αλλαγή για να αφοσιωθεί στη βιομηχανία υαλικών. Αντίστοιχα διλήμματα φαίνεται να κατατρύχουν και την «Κύρα Κούλα»-το πιο αγαπημένο και το πιο τρυφερό ίσως βιβλίο του Κουμανταρέα- για μια ανέφικτη ιστορία αγάπης ανάμεσα σε μια παντρεμένη νοικοκυρά και έναν νεαρό που γνωρίζονται στη διαδρομή του Ηλεκτρικού. Μια γυναίκα και ένας άνδρας ανυπεράσπιστοι απέναντι στον έρωτα, με μια άγρια εσωτερική λάμψη που μόνο ο Κουμανταρέας κατάφερε να εντοπίσει με τόσο διακριτικό και όμορφο τρόπο στο εσωτερικό της λαϊκής ψυχής. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από την «Κυρά Κούλα»:

«Ξαφνικά, η κυρία Κούλα κοκκίνισε. Κάτι πήγε να πει, μα έπειτα, σα να μετάνιωσε, χαμήλωσε το βλέμμα. Συγγνώμην, την πρόφτασε, μήπως σας πρόσβαλα; Πειράζει μήπως που σας μιλώ στον ενικό; Τα μάτια του έλαμπαν, την κοιτούσε στα χείλη. Όχι, είπα η Κούλα χωρίς να σηκώσει τα μάτια, ούτε καν το πρόσεξα…Βαριέμαι τις κοπέλες της ηλικίας μου, της εξομολογήθηκε με θέρμη, με πλήττουν: μαζί σας αισθάνομαι ότι έχω να πω ένα σωρό πράγματα, να μάθω ακόμη περισσότερα. μου αρέσει η συντροφιά σας, δεν ξέρω αν το συμμερίζεσθε και σεις. Η Κούλα έμεινε με τα μάτια χαμηλωμένα. Τα δάχτυλα της ήταν πιασμένα από το λουρί της τσάντας της. Την κρατούσε σα να ήταν το τελευταίο οχυρό της. Λοιπόν Κούλα, της είπε-πρώτη φορά τη φώναζε με τ όνομα της-πότε λες να βγούμε μαζί; Αλήθεια, σήκωσε το κεφάλι σαστισμένη σαν πότε θα λεγες; Απόψε μήπως; της είπε με μια τρελή ελπίδα. Όχι απόψε, του το ξέκοψε αυστηρά, μιαν άλλη μέρα. Τότε αύριο, μεθαύριο, της είπε ζωηρά, το συντομότερο. Τα μάτια του είχαν πυρετό, τα χείλη του, παρατήρησε είχαν υγρανθεί. Μέτρησε τις μέρες με τα δάχτυλά της. Μεθαύριο, του είπε δειλά».

Εν ολίγοις οι ήρωες του Μένη Κουμανταρέα παλεύουν άνισα με τους δαίμονες τους και φαντάζονται άλλες μεγάλες στιγμές γεμάτες ιδανικούς ερωτικούς συντρόφους. Μάχονται για μια άλλη ερωτική μοίρα-αυτό συμβαίνει στην «Κυρά Κούλα» αλλά και στο «Κουρείο» που ακολουθεί αμέσως μετά. Είμαστε ήδη στα τέλη της δεκαετίας του '70 και ο Κουμανταρέας έχει επιβάλλει το δικό του αφηγηματικό στυλ ώστε να μπορεί πια και πειραματίζεται με άλλα μεγέθη.

Ο «Ωραίος Λοχαγός» συνοδεύει την εποχή της ωριμότητας για τη μυθοπλασία του που γίνεται πιο συμβολική και πιο καθολική. Ο «Ωραίος Λοχαγός» θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ήρωας του Κάφκα καθώς προσπαθεί να αντιπαρέλθει έναν αδυσώπητο μηχανισμό που προσπαθεί να τον εξοντώσει και να τον λυγίσει δίχως καμία ουσιαστική αιτία. Με ένα επίσης αδυσώπητο σύστημα-αυτή τη φορά του ποδοσφαίρου- παλεύει και ο ήρωας του από την «Φανέλα με το Εννιά», ο Σερέτης ένας αντι-ήρωας που ονειρεύεται να γίνει γκολτζής και βουλιάζει ολοένα και πιο πολύ στο περιθώριο. Η ταινία γυρίστηκε και με επιτυχία στον κινηματογράφο από τον Παντελή Βούλγαρη.

Από και και πέρα ο Κουμανταρέας μας χαρίζει-ειδικά τη δεκαετία του 90-μερικά από τα πιο όμορφα βιβλία του-την υπέροχη «Συμμορία της άρπας» που ακροβατεί ιδανικά ανάμεσα στο γκροτέσκο, το πραγματικό, το φανταστικό και το θρίλερ αλλά και το απρόβλεπτο «Η μυρουδιά τους με κάνει να κλαίω» που ξετυλίγει όλες τις εμμονές του λογοτέχνη: τη μουσική, το περιθώριο, τους λαϊκούς ήρωες, την ομοφυλοφιλία. Αυτό διαφαίνεται ξεκάθαρα και στο πιο βιωματικό ίσως βιβλίο του τον πρόσφατο «Θησαυρό του Χρόνου» που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη. Είναι ένα βιβλίο που έγραφε όταν αρρώστησε η σύζυγος του Λιλή και το ολοκλήρωσε μετά το θάνατό της. Το αίσθημα του πόνου, του πένθους και της απώλειας διαπερνά όλο το βιβλίο με τον πρωταγωνιστή να είναι συγγραφέας και επίσης να πενθεί για τη σύζυγό του Λιλή-όπως δηλαδή ακριβώς ο Κουμανταρέας.

Κανείς δεν μπορεί με ακρίβεια να διαχωρίσει τα πραγματικά επεισόδια από τα μυθοπλαστικά, τις αφηγηματικές αρετές από τις εμμονές του συγγραφέα. Η αφήγηση εστιάζει στην κοινή συμβίωση με τη λατρεμένη σύζυγο που μοιράζεται ανάμεσα στη θαλπωρή της συντροφικότητας και τα «αμαρτωλά» ξεπορτίσματα-δηλαδή την αγωνιώδη αναζήτηση ανδρών σε ύποπτα μπαρ και καταγώγια. Καίριο ρόλο παίζει το φάντασμα κάποιου παλιού αλληλογράφου στα Γραφεία του Αναγνωστόπουλου ή του Αναγνώστου ο οποίος λειτουργεί συνενοχικά σε αυτές τις συνευρέσεις. Οι οίκοι ανοχής-«αυτά τα μπουρδέλα» όπως είχε πει παλιότερα ο Κουμαντέρας όπου «έμπαιναν καυλωμένοι και έβγαιναν μαγεμένοι»- είναι εμβληματικά σημεία σε πολλά μυθιστορήματά του-όπως είναι και οι άνδρες που εκδίδονται, οι πρωταγωνιστές μιας ατελείωτης ερωτικής φορβής. Κι αυτή τη σύγκρουση ανάμεσα στην καθωσπρέπει κανονικότητα του συζυγικού βίου και την νυχτερινή φαντασίωση του έρωτα δεν κατάφερε να τη λύσει κανένας από τους ήρωες του-πόσο μάλλον ο ίδιος ο συγγραφέας. Τα σύνορα της φαντασιωτικής πραγματικότητας και της λογοτεχνίας ίσως να είναι αυτά που τον έφεραν στα όρια-κι ίσως να είναι τα ίδια που του κόστισαν ακόμη και την ίδια του τη ζωή. Γράφει ο Μένης Κουμανταρέας στον πρόσφατο και έντονα αυτοβιογραφικό «Θησαυρό του Χρόνου»

«Σε λίγο ο ήλιος δύει κι αρχίζω σιγά σιγά να βυθίζομαι στο μούχρωμα της κατάθλιψης. Με τόσα κηδειόσημα τοιχοκολημμένα στις πόρτες των πολυκατοικιών, στους στύλους του ηλεκτρικού, κι άλλα τόσα ενοικιαστήρια, μήπως ήρθε η ώρα να δω κι άλλο ένα κηδειόσημο κολλημένο στη δική μας πόρτας Ή έστω ένα αγγελτήριο «Ενοικιάζεται νεκρός σε τιμή ευκαιρίας, σε καλή κατάσταση. Οι ενδιαφερόμενοι ας τηλεφωνήσουν..». Λίγο ακόμα και θα δω τον Ροβεσπιέρο να περνά έξω από την πόρτα μας και να ρίχνει ματιές μέσα. Του φωνάζω: «Άντε χάσου, σιχαμένε γέρε, περαματάρη του Αχέροντα! Στον διάολο να πας και παραπέρα!». «Που είσαι, σε φωνάζω τόση ώρα!» Με όλα τούτα που γεμίζουν το κεφάλι μου χωρίς να το αξίζουν πάντα, κόντεψα να ξεχάσω την άρρωστη μου. Τρέχω στο δωμάτιο της. Θέλει να της γεμίσω το κόκκινο γκοφρέ κανατάκι της με φρέσκο νερό, θέλει, ακόμα, το ρολόι της κουζίνας που έχει μεγάλους αριθμούς να μπορεί να βλέπει την ώρα. Λες αυτό να ωφελεί στο πέρασμα του χρόνου; Στέκομαι στο προσκέφαλό της, πιάνω το μέτωπό της να δω αν έχει πυρετό. «Θα φύγεις;» με ρωτά. «Θα φας έξω;» «Μπορεί. Δεν ξέρω». «Ποτέ δεν ξέρεις. Ποτέ σου δεν αποφασίζεις». Παράπονα μιας ολόκληρης ζωής. Έτσι είμαι εγώ. Ας μη με παντρευόταν. Τι κάθομαι και λέω! Αν ήμουν εγώ στη θέση της, λες να χα λιγότερα νεύρα; Βηματίζω πέρα δώθε στο δωμάτιο. Με παρακολουθεί με την άκρη του ματιού. Σε λίγο ακούω την αναπνοή της να βγαίνει ήσυχη μέσα από τα βασίλεια του ύπνου. Καλά όνειρα. Θα πάω κι εγώ να πέσω τώρα. Ποιος ξέρει τι εικόνες θα μου έρθουν, εικόνες παλιές που ο ύπνος τις κάνει να φαντάζουν καινούργιες. Φωνάζω το όνομα του Μορφέα, που είναι νεαρός με σγουρά μαλλιά, φιλήδονα χείλη και είναι υδραυλικός».

Σωματικές και πνευματικές ηδονές καταγεγραμμένες από ένα πρόσωπο που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ελληνική λογοτεχνία και έγινε ο συγγραφέας που η πόλη αγάπησε όσο κανείς. Σήμερα τα βιβλία του Μένη Κουμανταρέα θεωρούνται τα πιο εκφραστικά σημεία όχι μόνο της μυθοπλασίας αλλά και της ίδιας της Ελλάδας που θρηνεί την απώλεια μιας στέρεης και γενναιόδωρης λογοτεχνικής φωνής άμεσα συνυφασμένης με την ιστορία μας και τα βιώματά μας. Η απώλεια είναι τεράστια-ειδικά στις εποχές που διανύουμε.

04 December 2014

Ο εντιμότατος κύριος Λαφαζάνης

του Κώστα Στούπα, capital.gr, 4/12/2014

Η περίπτωση του Παναγιώτη Λαφαζάνη είναι αξιοπρόσεκτη σε σχέση με σχεδόν το σύνολο του υπόλοιπου πολιτικού προσωπικού της χώρας. Συγκριτικά εμφανίζεται να είναι περισσότερο ρεαλιστής τόσο σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ, όσο και με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, κόμματα που υποτίθεται πως  έχουν μια πρόταση διαχείρισης της χρεοκοπίας.
Επιπλέον σε σχέση με τους περισσότερους πολιτικούς πρώτης γραμμής, ακόμη του ΣΥΡΙΖΑ μη εξαιρουμένου, ο κ. Λαφαζάνης έχει ένα ηθικό πλεονέκτημα: Δεν φαίνεται να έχει γίνει πλούσιος από την πολιτική. Ούτε για φοροδιαφυγή υπάρχουν κατηγορίες ή υποψίες όπως με άλλα στελέχη, ούτε αποκόμισε εκατομμύρια από εργοδότες ως αντάλλαγμα για τις «συνδικαλιστικές» του υπηρεσίες, ούτε συνδικαλιστικά στελέχη σαν τον Ρίζο Ρίζο της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ υπέθαλψε, ούτε απέκτησε δεκάδες ακίνητα και εκατοντάδες χιλιάδες σε καταθέσεις με ένα μισθό ΔΕΚΟ...
Στο τελευταίο πόθεν έσχες του εμφανίζεται να διαθέτει περί τις 38.000 ελβετικά φράγκα, 8.651 λίρες Αγγλίας και 60.000 Ευρώ. Οποιοσδήποτε έχει εκλεγεί βουλευτής τόσες φορές, θα μπορούσε να διαθέτει αυτήν την περιουσία και ακόμη μεγαλύτερη.
Στα μείον θα μπορούσε να του καταλογίσει κάποιος την απουσία  άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος στο βιογραφικό του. Από έφηβος κερδίζει τα προς το ζειν σαν επαγγελματικό κομματικό στέλεχος ή βουλευτής.
Οι απόψεις
Οι απόψεις του κ. Λαφαζάνη παραμένουν αμετάβλητες στο χρόνο, σχεδόν από τότε που ήταν έφηβος στο ΚΚΕ, την περίοδο του ΣΥΝ του 4% και την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ του 25%:  Έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ και την ΕΕ. Κρατικοποίηση Τραπεζών και επιχειρήσεων και ανατροπή του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος...
Αλήθεια είναι επίσης πως την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ του 25% οι απόψεις του είναι πιο κοντά σε αυτές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΚΚΕ παρά του Αλέξη Τσίπρα που προσπαθεί να προσγειώσει ένα ακτιβίστικο συνονθύλευμα στους διαδρόμους της εξουσίας με τα «φτερά» του κλεπτοκρατικού ΠΑΣΟΚ.
Οι απόψεις του κ. Λαφαζάνη αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα γιατί εκπορεύονται από κάποιον που επηρεάζει το 40% του κομματικού μηχανισμού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πιθανόν της αυριανής κυβέρνησης και όχι από το 5% του ΚΚΕ ή το 1,5% της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Παρ΄ όλα αυτά οι απόψεις του κ. Λαφαζάνη περί της εξόδου από την κρίση φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη επαφή με την πραγματικότητα σε σχέση με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ ή αυτές που πορεύονται όλα τα κόμματα εξουσίας από την αρχή αυτής της χρεοκοπίας μέχρι σήμερα...
Τρία κόμματα μια πολιτική...
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ποιες είναι οι βασικές πτυχές της τακτικής που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις μετά το 2010;
 Ο Γιώργος Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές του 2009 με το σύνθημα λεφτά υπάρχουν. Αντί να αλλάξει ρότα αμέσως μετά την εκλογική νίκη, να παρουσιάσει την πραγματική εικόνα και να ξεκινήσει μείωση δαπανών, περιορισμό  του δημοσίου και μεταρρυθμίσεις που θα διατηρούσαν την πρόσβαση της χώρας στις αγορές, προτίμησε τα δανεικά από το μνημόνιο με την επιτήρηση της τρόικα. Στη συνέχεια αντί να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε από το μνημόνιο άρχισε την κωμωδία της χάραξης «κόκκινων» γραμμών απέναντι στις απαιτήσεις των δανειστών.
Κατ’ ουσίαν προτίμησε να εκχωρήσει εθνική κυριαρχία παρά να αναλάβει τις ευθύνες του το πολιτικό σύστημα που χρεοκόπησε τη χώρα.
 Ο Αντώνης Σαμαράς ως αντιπολίτευση «έσχιζε» μνημόνια και μιλούσε για το αδιέξοδο της πολιτικής τους. Με αιχμή τα Ζάππεια υποσχόταν σκληρή επαναδιαπραγμάτευση και την πέτυχε με χαμηλότερα επιτόκια από τους δανειστές και περισσότερο χρόνο προσαρμογής. Υπέγραψε και αυτός δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις τις οποίες δεν εφάρμοσε και αφού εισέπραξε τις δόσεις άρχισε να ζητά αναθεώρηση των δεσμεύσεων. Βασική συνισταμένη όπως και του ΠΑΣΟΚ ήταν η διατήρηση των προνομίων των προνομιούχων του πελατειακού κράτους με τη συντριβή των υπολοίπων μέσω φορολογίας.
 Ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει κυβερνήσει ακόμη. Έχει υποσχεθεί όμως σε όλους τα πάντα. Μέχρι και επαναφορά των απολαβών στα προ 2010 επίπεδα υποσχόταν μέχρι πρόσφατα με ένα νόμο και ένα άρθρο. Σταδιακά από την άποψη το ευρώ δεν είναι φετίχ μετακινήθηκε στη θέση το Ευρώ και η Ε.Ε. είναι θέσεις αδιαπραγμάτευτες για την Ελλάδα. Επίσης σταδιακά, οι μονομερείς ενέργειες για το χρέος εξομαλύνθηκαν.
Το όλο σχέδιο για το πώς θα πετύχει όλα αυτά, παραμένει το ίδιο με τον πυρήνα της στρατηγικής του Γ. Παπανδρέου και του Α. Σαμαρά. Ήτοι, το πιστόλι πάνω στο τραπέζι. Τουτέστιν, σκληρότερη διαπραγμάτευση με την Τρόικα για φθηνότερα δανεικά τα οποία θα διαγράψουμε αν χρειαστεί. Με λίγα λόγια, νέες «κόκκινες» γραμμές και πράσινα άλογα...
Επί της ουσίας όλα τα κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ) πορεύονται με το ίδιο σχέδιο: να κοροϊδέψουμε και να πάρουμε όσο το δυνατόν περισσότερα δανεικά χωρίς να αλλάξουμε τίποτα από το παρασιτικό μοντέλο που χρεοκόπησε. Μοναδικό μας χαρτί στη διαπραγμάτευση η πυροδότηση της βόμβας που βρίσκεται στο σαλόνι μας με στόχο το φόβο των άλλων για ζημιές στην πολυκατοικία.
Μπορεί;
Η τρόικα έχει δύο χαρτιά στα χέρια της. Τα δανεικά, μέρος των οποίων καλύπτει τα δημοσιονομικά κενά και την ΕΚΤ, οι οποίες κρατά ανοιχτές τις ελληνικές τράπεζες. Αυτές κρατούν ανοιχτό ό,τι έχει απομείνει από την ελληνική οικονομία, η οποία συντηρεί περί τα 3 εκατ. συνταξιούχους, 2,5 εκατ. εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, κάτι λιγότερο από 1 εκατ. στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, 1,5 εκατ. ανέργους και τα υπόλοιπα προστατευόμενα μέλη...
Αν Τρόικα και ΕΚΤ δεν αποδεχτούν τους όρους μιας σκληρής διαπραγμάτευσης, η κατάσταση σε σχέση με καταβολή μισθών και συντάξεων και διατήρηση θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα μπορεί να επιδεινωθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες. Τότε θα μπορούμε να μιλάμε για γενικευμένη ανθρωπιστική κρίση και θα απαιτηθεί η διανομή τροφίμων και καυσίμων.
Από την άποψη αυτή η προσέγγιση Λαφαζάνη που υποστηρίζει πως δεν μπορείς να έχεις και την πίτα ολόκληρη (παραμονή σε ευρώ και ΕΕ) και το σκύλο χορτάτο, η επιβολή νέων όρων μέσω σκληρής διαπραγμάτευσης είναι πιο ρεαλιστική από αυτή που εκφράζει με δημαγωγικούς τόνους η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Τι λέει η άποψη αυτή; Διαγράφουμε το χρέος, αδιαφορούμε για τις αγορές, κρατικοποιούμε τις άδειες τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις και επιχειρούμε στην Ελλάδα να οικοδομήσουμε με επιτυχία αυτό που απέτυχε στη Βουλγαρία, την Αλβανία και την ΕΣΣΔ.
Κλείνουμε τα σύνορα στις εισαγωγές και τις εξαγωγές καταθέσεων και προφανώς και την έξοδο όσων θελήσουν να μεταναστεύσουν. Αυτές πάνω κάτω είναι και ο απόψεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΚΚ για την έξοδο από την κατάσταση χρεοκοπίας.
Μπορεί κάποιος να διαφωνεί με αυτήν τη άποψη, αλλά συνιστά μια στρατηγική διαφορετική από αυτήν που επικρατεί από τα κόμματα εξουσίας που απλά προσπαθούν να επιμηκύνουν το βίο ενός χρεοκοπημένου μοντέλου με δανεικά. Είναι μια έντιμη και καθαρή άποψη.
Η μοναδική διαφορετική στρατηγική εξόδου που έχει διατυπωθεί αλλά παραμένει περιθωριακή, είναι αυτή του Στέφανου Μάνου (Δράσης) και  της Δημιουργίας Ξανά. Μείωση των κρατικών δαπανών και ανασύσταση του ιδιωτικού τομέα με μείωση των φόρων. Μείωση του δημοσίου και αναδιοργάνωση αυτού που θα απομείνει με αξιολόγηση απόδοσης  με ανάλογη αμοιβή. Εξασφάλιση μιας εθνικής σύνταξης για όλους και αναμόρφωση του ασφαλιστικού εκ βάθρων στη βάση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος. 
Δηλαδή, η εθνική  σύνταξη να δίνεται στο όριο εθνικής συνταξιοδότησης και για τα υπόλοιπα  ο καθένας να βγαίνει όποτε θέλει σε σύνταξη αλλά να λαμβάνει αυτά που έχει συνεισφέρει συν τις αποδόσεις τους. Ιδιωτικοποιήσεις και άνοιγμα αγορών για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα έτσι ώστε οι εξαγωγές μαζί με τα έσοδα του τουρισμού να στηρίξουν το βιοτικό επίπεδο.
Αυτές είναι οι δυο απόψεις λοιπόν που έχουν διατυπωθεί για την έξοδο από την κατάσταση χρεοκοπίας και τη μια σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο την εκφράζει ο Π. Λαφαζάνης.
Τι λέει ο Π. Λαφαζάνης...
1) «Για την Αριστερά ο αναγκαίος στόχος της διακυβέρνησης τίθεται πολύ διαφορετικά. Για εμάς είναι σκληρός δρόμος που προϋποθέτει την ενίσχυση και ανάπτυξη μεγάλων κοινωνικών ταξικών αγώνων, που απαιτεί συνεχή πολιτική, οργανωτική και προγραμματική προετοιμασία, καθώς και προετοιμασία του κοινωνικού εδάφους. Και αυτά πολύ περισσότερο που μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα κάνει απλώς μια ανώδυνη διαχείριση του συστήματος αλλά μεγάλες τομές, ρήξεις και μεγάλες ανατροπές».
Τι σημαίνει αυτό; Για όποιον έχει διαβάσει λενινισμό τα παραπάνω σημαίνουν πως αυτά που θέλουμε να εφαρμόσουμε δεν μπορούν να υλοποιηθούν με τον κλασσικό αστικοδημοκρατικό τρόπο.
 2) «Εγώ δεν θέλω να κοροϊδεύω τον κόσμο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος να κυβερνήσει» δήλωσε σε τηλεοπτική εκπομπή παλαιότερα...
Τι σημαίνει αυτό; Για να κυβερνήσει ένα αριστερό λενινιστικό κόμμα χρειάζεται να έχει δημιουργήσει μια παρακρατική παράλληλη στρατιωτικοπολιτική μηχανή, η οποία θα καταλάβει την εξουσία αντικαθιστώντας τις παλιές αστικές δομές εξουσίας. Ο κοινοβουλευτισμός θα αντικατασταθεί από κάποιο σοβιετικό σύστημα όπου το κόμμα θα παίζει κομβικό ρόλο. Αυτός είναι ο λόγος που το Αριστερό Ρεύμα βλέπει πως ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συνεργαστεί μόνο με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΚΚΕ.