...
Δεκέμβριος του 1944, 3 Δεκεμβρίου ιστορική ημέρα για την Αθήνα, η ειρηνική συγκέντρωση - διαμαρτυρία στο Σύνταγμα, κατέληξε να κυλιστεί στο αίμα και να σκοτωθούν ή να τραυματισθούν δεκάδες άνθρωποι. Από την ημέρα εκείνη όλη η Αθήνα και ο Πειραιάς ήταν ένα απέραντο πεδίο μάχης. Ειδικά η Καισαριανή ήταν από τα πιο επικίνδυνα μέρη, διότι εκεί είχε δημιουργηθεί κάτι σαν βάση των ΕΑΜιτών, ΕΛΑΣιτών και του ΚΚΕ.
Στην Καισαριανή υπάρχουν ακόμα σπίτια με τις πληγές από τις σφαίρες που έπεφταν σαν το χαλάζι. Η οικογένειά μου έμενε και μένει ακόμα στο Παγκράτι. Ένα πρωινό, αρχές Δεκεμβρίου, μετά τα επεισόδια στο Σύνταγμα και αλλού, χτυπάει η πόρτα του σπιτιού μας, ανοίγει η μητέρα μου και αντικρίζει μια ομάδα οπλισμένων με στολές. Με βλοσυρό ύφος τη ρωτάει ο επικεφαλής, πού είναι ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου ήταν γιατρός και έλειπε στο νοσοκομείο. Τους απαντάει η μητέρα μου ότι λείπει, οπότε της λένε ότι έχουν εντολή από το αρχηγείο να «επιστρατεύσουν» κάποιους γιατρούς και την επομένη το πρωί θα έλθουν να τον πάρουν μαζί τους. Στις ερωτήσεις της μητέρας μου που; γιατί; πότε; δεν της δίνουνε καμία απάντηση. Φεύγουν αφήνοντας να αιωρείται η απειλή της επικείμενης επιστράτευσης.
Όταν επιστρέφει ο πατέρας μου και μαθαίνει τα καθέκαστα, δεν έδειξε καμία όρεξη να πάει να προσφέρει υπηρεσίες με το ζόρι στους αντάρτες (έτσι τους λέγανε όλοι), αν και δεσμευόταν από τον όρκο του Ιπποκράτη, γιατί κανένας δεν ήξερε τι θα γινόταν την επόμενη μέρα, όταν θα είχε μπει σε μια τάξη το χάος που επικρατούσε.
Βάζει, λοιπόν, ο πατέρας μου 2 αλλαξιές σε μια τσάντα και ετοιμάζεται να πάει στο σπίτι της αδελφής του στα Εξάρχεια, στην οδό Θεμιστοκλέους, για να αποφύγει την επιστράτευση, μέχρι να κοπάσει το μακελειό. Περιμένει να βραδιάσει για να φύγει και, ανοίγοντας την εξώπορτα, βλέπει μπροστά του 2 οπλισμένους. Πού πας γιατρέ τον ρωτάνε; Δεν απάντησε ο πατέρας μου -τι να πει;- και αμέσως του λένε, ότι το υποπτευθήκανε πως θα το έσκαγε και τον περιμένανε. «Έτσι γλίτωσαν», του είπαν, «η γυναίκα σου και το παιδί σου» (η μεγαλύτερη αδελφή μου).
Τον μετέφεραν στο Σκοπευτήριο Καισαριανής, όπου βρισκόταν ήδη μια ομάδα από γιατρούς και νοσοκόμες. Εκεί είχε στηθεί ένα υποτυπώδες χειρουργείο. Υπό την απειλή των όπλων, κάτω από άθλιες συνθήκες υγιεινής και μέσα σε αφόρητο κρύο, χειρουργούσαν, καθάριζαν πληγές και ό,τι άλλο προκύπτει στην εξέλιξη ενός πολέμου.
Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που είχε επιστρατευτεί, άνδρες και γυναίκες, στεγαζόταν σε ένα θάλαμο, τον οποίο κλείδωνε η φρουρά των ανταρτών απ’ έξω, χωρίς να υπάρχει καμιά δυνατότητα να επικοινωνήσουν οι αποκλεισμένοι με τις οικογένειές τους. Έτσι, είχαν μηδενική ενημέρωση και ελάχιστη επαφή με τον γύρω χώρο, μόνο όσα κλεφτά και με λοξές ματιές μπορούσαν να δουν κατά τις στιγμές που τους μετέφεραν από το θάλαμο στο πρόχειρο χειρουργείο για να δουλέψουν.
Κάποια μέρα κλεισμένοι μέσα στον θάλαμο, ακούν απ' έξω φωνές, διαταγές, απανωτούς πυροβολισμούς, ποδοβολητά, οχλαγωγία. Δεν τόλμησαν, βέβαια, να προσπαθήσουν να διαφύγουν, τόσο από το φόβο των φρουρών, όσο και για να μη φάνε καμία αδέσποτη σφαίρα. Μετά από τη φασαρία και την ανταλλαγή πυροβολισμών κάποιας διάρκειας, επικράτησε απόλυτη σιγή, νέκρα. Η αναμονή μέσα ήταν εκνευριστική, δεν ακουγόταν τίποτα, κανένας δεν μιλούσε απ’ έξω, κανένας δεν έφερνε στους αποκλεισμένους νερό και φαγητό, κανένας δεν ήρθε για να τους μεταφέρει στο «χειρουργείο», κανένας δεν φαίνεται να τους φρουρούσε.
Παίρνουν τότε απόφαση και σπάνε την κλειδαριά του θαλάμου, οπότε βγαίνουν σε ένα εντελώς άδειο προθάλαμο, όπου δεν υπήρχε τίποτα, ούτε κουνούπι! Χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς έχει συμβεί, υποψιάζονται ότι οι αντάρτες έχουν απομακρυνθεί από την περιοχή, άρα μπορούν οι «επιστρατευμένοι» να επιστρέψουν στα σπίτια τους ελεύθερα.
Ο πατέρας μου προτείνει να πάνε, πριν φύγουν, στην αποθήκη, μήπως έχουν αφήσει οι αντάρτες τίποτα τρόφιμα για να τα πάρουν οι απελευθερωμένοι μαζί, να τα πάνε στις οικογένειές τους, μετά από απουσία τόσων ημερών και μέσα στην πείνα και τις στερήσεις του χειμώνα. Συμφωνούν όλοι και κατευθύνονται στην αποθήκη, δύο συνεχόμενα δωμάτια δίπλα στην κουζίνα, τα οποία είχαν εντοπίσει τις προηγούμενες ημέρες. Ανοίγοντας όμως την πόρτα, μένουν εμβρόντητοι μπροστά σ' ένα φοβερό θέαμα: στο πάτωμα μπροστά τους ήταν ένας σωρός από ανθρώπινα πτώματα και στο πίσω δωμάτιο βρίσκονταν κρεμασμένα σε τσιγκέλια μερικά αρνιά, σφαγμένα και γδαρμένα.
Κοιτάζονται μεταξύ τους και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Μπροστά ο θάνατος και πίσω η τροφή. Η πείνα εκείνων των ημερών και της στιγμής υπερνίκησε τον όποιο δισταγμό. Γρήγορα–γρήγορα, πετάνε οι άντρες τα αρνιά πάνω από τα πτώματα και χέρι με χέρι τα βγάζουν έξω, τα μεταφέρουν στο θάλαμο-χειρουργείο και τα τεμαχίζουν, ενώ οι γυναίκες τυλίγουν τα κομμάτια κρέατος σε σεντόνια, κουβέρτες κλπ.
Περιμένουν ακόμα με αγωνία να σουρουπώσει και, όταν φτάνει η κατάλληλη ώρα, αποχαιρετιούνται με νοήματα και σκορπίζουν, κατηφορίζοντας μέσα από τα στενά της Καισαριανής για τα σπίτια τους. Ταυτόχρονα προσπαθούν να κάνουν όσο μπορούσαν πιο αθέατο το απόκτημα τους, κρύβοντάς το κάτω από τα παλτό ή κάτω από την κουβέρτα που είχαν ρίξει στην πλάτη.
Αυτά μού τα είχε διηγηθεί ο πατέρας μου αρκετές φορές και θυμάμαι ότι πάντα τελείωνε την αφήγησή του κουνώντας προβληματισμένος το κεφάλι του!
Με τον όρο «Δεκεμβριανά» χαρακτηρίζονται οι ένοπλες συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στην Αθήνα μεταξύ, αφενός των «ανταρτών», ένοπλων αριστερών ομάδων του ΕΛΑΣ, της ΟΠΛΑ (=Ομάδες Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα) και της Πολιτοφυλακής, με πολιτική κάλυψη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, και αφετέρου των δυνάμεων Αστυνομίας και Χωροφυλακής, της Εθνοφυλακής, διαφόρων κεντρώων, δεξιών και ακροδεξιών ένοπλων ομάδων και του εκστρατευτικού σώματος Βρετανών και Ινδών στρατιωτών.
Η διάρκεια των μαχών στα Δεκεμβριανά ήταν περίπου μηνιαία, από τις 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι τις 5 Ιανουαρίου 1945, και είχε προσωρινή κατάληξη την υποχώρηση των ανταρτών στα προάστια της Αθήνας κι από εκεί στην επαρχία. Στις 11 Ιανουαρίου υπογράφηκε σύμφωνο ανακωχής. Όλα αυτά δε, ούτε δύο μήνες από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής από την Αθήνα και περίπου τέσσερις μήνες πριν κηρυχθεί η οριστική λήξη του β' παγκόσμιου πολέμου.
Υπάρχουν πολλές και διάφορες εκδοχές για τα αίτια και τις αφορμές αυτής της σύγκρουσης που αποτέλεσε το λεγόμενο «δεύτερο γύρο» και τον προάγγελο του εμφύλιου πολέμου που ακολούθησε στην Ελλάδα (1946-49), ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «τρίτος γύρος». Σκέφτηκα λοιπόν, επειδή όλα αυτά εξελίχθηκαν τέτοια εποχή πριν από 63 χρόνια, να φιλοξενήσω εδώ κάποιες διηγήσεις, χωρίς πολιτικές επιδιώξεις, χωρίς προσπάθεια απόδοσης ευθυνών ή έκφρασης επαίνων, χωρίς αναζήτηση της «αλήθειας», αλλά απλά για να μάθουν όσοι δεν γνωρίζουν τα γεγονότα, πώς έζησαν τα πράγματα οι απλοί άνθρωποι, συνήθως κάποιοι συγγενείς μας, στην καθημερινή τους ζωή.
Εννοείται ότι θα δημοσιεύσω ευχαρίστως κάθε κείμενο που θα μου αποσταλεί, εφόσον πληροί τους όρους που προανέφερα, να περιγράφει δηλαδή τα γεγονότα έστω αποσπασματικά, όπως τα αντιμετώπισε ο ανύποπτος άνθρωπος που δεν είχε ανάμειξη με την πολιτική και στρατιωτική πραγματικότητα εκείνων των ημερών και δεν ήξερε τι του ξημερώνει.
Η διάρκεια των μαχών στα Δεκεμβριανά ήταν περίπου μηνιαία, από τις 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι τις 5 Ιανουαρίου 1945, και είχε προσωρινή κατάληξη την υποχώρηση των ανταρτών στα προάστια της Αθήνας κι από εκεί στην επαρχία. Στις 11 Ιανουαρίου υπογράφηκε σύμφωνο ανακωχής. Όλα αυτά δε, ούτε δύο μήνες από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής από την Αθήνα και περίπου τέσσερις μήνες πριν κηρυχθεί η οριστική λήξη του β' παγκόσμιου πολέμου.
Υπάρχουν πολλές και διάφορες εκδοχές για τα αίτια και τις αφορμές αυτής της σύγκρουσης που αποτέλεσε το λεγόμενο «δεύτερο γύρο» και τον προάγγελο του εμφύλιου πολέμου που ακολούθησε στην Ελλάδα (1946-49), ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «τρίτος γύρος». Σκέφτηκα λοιπόν, επειδή όλα αυτά εξελίχθηκαν τέτοια εποχή πριν από 63 χρόνια, να φιλοξενήσω εδώ κάποιες διηγήσεις, χωρίς πολιτικές επιδιώξεις, χωρίς προσπάθεια απόδοσης ευθυνών ή έκφρασης επαίνων, χωρίς αναζήτηση της «αλήθειας», αλλά απλά για να μάθουν όσοι δεν γνωρίζουν τα γεγονότα, πώς έζησαν τα πράγματα οι απλοί άνθρωποι, συνήθως κάποιοι συγγενείς μας, στην καθημερινή τους ζωή.
Εννοείται ότι θα δημοσιεύσω ευχαρίστως κάθε κείμενο που θα μου αποσταλεί, εφόσον πληροί τους όρους που προανέφερα, να περιγράφει δηλαδή τα γεγονότα έστω αποσπασματικά, όπως τα αντιμετώπισε ο ανύποπτος άνθρωπος που δεν είχε ανάμειξη με την πολιτική και στρατιωτική πραγματικότητα εκείνων των ημερών και δεν ήξερε τι του ξημερώνει.
της Ισμήνης
Δεκέμβριος του 1944, 3 Δεκεμβρίου ιστορική ημέρα για την Αθήνα, η ειρηνική συγκέντρωση - διαμαρτυρία στο Σύνταγμα, κατέληξε να κυλιστεί στο αίμα και να σκοτωθούν ή να τραυματισθούν δεκάδες άνθρωποι. Από την ημέρα εκείνη όλη η Αθήνα και ο Πειραιάς ήταν ένα απέραντο πεδίο μάχης. Ειδικά η Καισαριανή ήταν από τα πιο επικίνδυνα μέρη, διότι εκεί είχε δημιουργηθεί κάτι σαν βάση των ΕΑΜιτών, ΕΛΑΣιτών και του ΚΚΕ.
Στην Καισαριανή υπάρχουν ακόμα σπίτια με τις πληγές από τις σφαίρες που έπεφταν σαν το χαλάζι. Η οικογένειά μου έμενε και μένει ακόμα στο Παγκράτι. Ένα πρωινό, αρχές Δεκεμβρίου, μετά τα επεισόδια στο Σύνταγμα και αλλού, χτυπάει η πόρτα του σπιτιού μας, ανοίγει η μητέρα μου και αντικρίζει μια ομάδα οπλισμένων με στολές. Με βλοσυρό ύφος τη ρωτάει ο επικεφαλής, πού είναι ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου ήταν γιατρός και έλειπε στο νοσοκομείο. Τους απαντάει η μητέρα μου ότι λείπει, οπότε της λένε ότι έχουν εντολή από το αρχηγείο να «επιστρατεύσουν» κάποιους γιατρούς και την επομένη το πρωί θα έλθουν να τον πάρουν μαζί τους. Στις ερωτήσεις της μητέρας μου που; γιατί; πότε; δεν της δίνουνε καμία απάντηση. Φεύγουν αφήνοντας να αιωρείται η απειλή της επικείμενης επιστράτευσης.
Όταν επιστρέφει ο πατέρας μου και μαθαίνει τα καθέκαστα, δεν έδειξε καμία όρεξη να πάει να προσφέρει υπηρεσίες με το ζόρι στους αντάρτες (έτσι τους λέγανε όλοι), αν και δεσμευόταν από τον όρκο του Ιπποκράτη, γιατί κανένας δεν ήξερε τι θα γινόταν την επόμενη μέρα, όταν θα είχε μπει σε μια τάξη το χάος που επικρατούσε.
Βάζει, λοιπόν, ο πατέρας μου 2 αλλαξιές σε μια τσάντα και ετοιμάζεται να πάει στο σπίτι της αδελφής του στα Εξάρχεια, στην οδό Θεμιστοκλέους, για να αποφύγει την επιστράτευση, μέχρι να κοπάσει το μακελειό. Περιμένει να βραδιάσει για να φύγει και, ανοίγοντας την εξώπορτα, βλέπει μπροστά του 2 οπλισμένους. Πού πας γιατρέ τον ρωτάνε; Δεν απάντησε ο πατέρας μου -τι να πει;- και αμέσως του λένε, ότι το υποπτευθήκανε πως θα το έσκαγε και τον περιμένανε. «Έτσι γλίτωσαν», του είπαν, «η γυναίκα σου και το παιδί σου» (η μεγαλύτερη αδελφή μου).
Τον μετέφεραν στο Σκοπευτήριο Καισαριανής, όπου βρισκόταν ήδη μια ομάδα από γιατρούς και νοσοκόμες. Εκεί είχε στηθεί ένα υποτυπώδες χειρουργείο. Υπό την απειλή των όπλων, κάτω από άθλιες συνθήκες υγιεινής και μέσα σε αφόρητο κρύο, χειρουργούσαν, καθάριζαν πληγές και ό,τι άλλο προκύπτει στην εξέλιξη ενός πολέμου.
Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που είχε επιστρατευτεί, άνδρες και γυναίκες, στεγαζόταν σε ένα θάλαμο, τον οποίο κλείδωνε η φρουρά των ανταρτών απ’ έξω, χωρίς να υπάρχει καμιά δυνατότητα να επικοινωνήσουν οι αποκλεισμένοι με τις οικογένειές τους. Έτσι, είχαν μηδενική ενημέρωση και ελάχιστη επαφή με τον γύρω χώρο, μόνο όσα κλεφτά και με λοξές ματιές μπορούσαν να δουν κατά τις στιγμές που τους μετέφεραν από το θάλαμο στο πρόχειρο χειρουργείο για να δουλέψουν.
Κάποια μέρα κλεισμένοι μέσα στον θάλαμο, ακούν απ' έξω φωνές, διαταγές, απανωτούς πυροβολισμούς, ποδοβολητά, οχλαγωγία. Δεν τόλμησαν, βέβαια, να προσπαθήσουν να διαφύγουν, τόσο από το φόβο των φρουρών, όσο και για να μη φάνε καμία αδέσποτη σφαίρα. Μετά από τη φασαρία και την ανταλλαγή πυροβολισμών κάποιας διάρκειας, επικράτησε απόλυτη σιγή, νέκρα. Η αναμονή μέσα ήταν εκνευριστική, δεν ακουγόταν τίποτα, κανένας δεν μιλούσε απ’ έξω, κανένας δεν έφερνε στους αποκλεισμένους νερό και φαγητό, κανένας δεν ήρθε για να τους μεταφέρει στο «χειρουργείο», κανένας δεν φαίνεται να τους φρουρούσε.
Παίρνουν τότε απόφαση και σπάνε την κλειδαριά του θαλάμου, οπότε βγαίνουν σε ένα εντελώς άδειο προθάλαμο, όπου δεν υπήρχε τίποτα, ούτε κουνούπι! Χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς έχει συμβεί, υποψιάζονται ότι οι αντάρτες έχουν απομακρυνθεί από την περιοχή, άρα μπορούν οι «επιστρατευμένοι» να επιστρέψουν στα σπίτια τους ελεύθερα.
Ο πατέρας μου προτείνει να πάνε, πριν φύγουν, στην αποθήκη, μήπως έχουν αφήσει οι αντάρτες τίποτα τρόφιμα για να τα πάρουν οι απελευθερωμένοι μαζί, να τα πάνε στις οικογένειές τους, μετά από απουσία τόσων ημερών και μέσα στην πείνα και τις στερήσεις του χειμώνα. Συμφωνούν όλοι και κατευθύνονται στην αποθήκη, δύο συνεχόμενα δωμάτια δίπλα στην κουζίνα, τα οποία είχαν εντοπίσει τις προηγούμενες ημέρες. Ανοίγοντας όμως την πόρτα, μένουν εμβρόντητοι μπροστά σ' ένα φοβερό θέαμα: στο πάτωμα μπροστά τους ήταν ένας σωρός από ανθρώπινα πτώματα και στο πίσω δωμάτιο βρίσκονταν κρεμασμένα σε τσιγκέλια μερικά αρνιά, σφαγμένα και γδαρμένα.
Κοιτάζονται μεταξύ τους και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Μπροστά ο θάνατος και πίσω η τροφή. Η πείνα εκείνων των ημερών και της στιγμής υπερνίκησε τον όποιο δισταγμό. Γρήγορα–γρήγορα, πετάνε οι άντρες τα αρνιά πάνω από τα πτώματα και χέρι με χέρι τα βγάζουν έξω, τα μεταφέρουν στο θάλαμο-χειρουργείο και τα τεμαχίζουν, ενώ οι γυναίκες τυλίγουν τα κομμάτια κρέατος σε σεντόνια, κουβέρτες κλπ.
Περιμένουν ακόμα με αγωνία να σουρουπώσει και, όταν φτάνει η κατάλληλη ώρα, αποχαιρετιούνται με νοήματα και σκορπίζουν, κατηφορίζοντας μέσα από τα στενά της Καισαριανής για τα σπίτια τους. Ταυτόχρονα προσπαθούν να κάνουν όσο μπορούσαν πιο αθέατο το απόκτημα τους, κρύβοντάς το κάτω από τα παλτό ή κάτω από την κουβέρτα που είχαν ρίξει στην πλάτη.
Αυτά μού τα είχε διηγηθεί ο πατέρας μου αρκετές φορές και θυμάμαι ότι πάντα τελείωνε την αφήγησή του κουνώντας προβληματισμένος το κεφάλι του!