26 December 2007

Δεκεμβριανά VII

Άλλη μια μικρή ιστορία από τα Δεκεμβριανά

του Θύμιου Γ.


Κάποια μέρα επέστρεψε ο πατέρας μου από το ξενοδοχείο μας, όπου είχε απομονωθεί για κάποιο διάστημα λόγω των αιματηρών γεγονότων στο κέντρο της Αθήνας, και μας διηγήθηκε ένα σωρό ιστορίες. Την άλλη ημέρα ήθελε να ξαναπάει πάλι, όταν ήρθε μία καμαριέρα από το ξενοδοχείο κλαίοντας και, τραβώντας τα μαλλιά της, μας είπε: «Οι πούστηδες οι Εγγλέζοι έκαψαν το ξενοδοχείο και κατόπιν το ανατίναξαν».

Η γυναίκα που μας έφερε το νέο, είχε γιο ο οποίος ανήκε, όπως μας είπε, στον ΕΛΑΣ. Ήταν σε έξαλλη κατάσταση, γιατί ανησυχούσε πολύ για την εξέλιξη που είχαν λάβει οι συγκρούσεις. Ο πατέρας μου έφυγε σαν τρελός να δει τι έγινε, παρότι τον τραβολογούσε η μάνα μου για να τον αποτρέψει, αφού η κατάσταση ήταν ακόμα πολύ επικίνδυνη.

Όταν επέστρεψε ο πατέρας μου ήταν ένα ανθρώπινο ράκος. «Κατίνα», είπε στη μάνα μου, «πάει καταστραφήκαμε. Τι θα κάνουμε τώρα;» Μας είπε ακόμη ότι για την καταστροφή του ξενοδοχείου υπήρχαν αντικρουόμενες απόψεις. Ο θυρωρός μας, ο Θύμιος, που τον είχε ο πατέρας μου από μικρό παιδί στη δούλεψή του, είπε ότι οι ΕΛΑΣίτες έκαψαν το ξενοδοχείο, γιατί πίσω από αυτό ήταν οι Άγγλοι και τους χτυπούσαν με όλμους, οι οποίοι κάνοντας μία τροχιά πάνω από το κτήριο, έπεφταν επάνω τους. Οι ΕΛΑΣίτες δεν μπορούσαν όμως να ανταποδώσουν τα πυρά, επειδή είχαν μόνο ευθύβολα όπλα.

Επειδή οι αντάρτες νόμιζαν ότι με την πυρπόληση θα καταρρεύσει το κτήριο, κατ’ αρχήν έβαλαν μόνο φωτιά, εξοικονομώντας τα εκρηκτικά. Κατόπιν όμως αναγκάστηκαν να προκαλέσουν έκρηξη για την ισοπέδωση του κτηρίου.

Σε κάθε περίπτωση, τότε δεν είχαν διευκρινισθεί οι ακριβείς συνθήκες της καταστροφής. Πολύ αργότερα συνέβη μία σατανική σύμπτωση, η οποία έριξε φως στην υπόθεση αυτή. Θα πρέπει να ήταν γύρω στο 1975. Ήμασταν σε μία ταβέρνα μεταξύ Αγίου Κωνσταντίνου και Καμένων Βούρλων. Δίπλα μας ήταν μία παρέα από μεσόκοπους. Δεν θυμάμαι ακριβώς, πώς ήρθε η κουβέντα και άκουσαν το επώνυμό μου. Μια κυρία της παρέας με ρώτησε, αν έχω σχέση με τον Ηλία Γ. Της είπα ότι, αν εννοούμε το ίδιο πρόσωπο, ήταν πατέρας μου. Είχε ξενοδοχείο στην Αθήνα, με ρωτάει με μεγαλύτερη έκπληξη, την Κασταλία;

Πραγματικά, η κατάσταση ήταν τρελή. Η κυρία αυτή, μαζί με την αδελφή της, μας διηγήθηκαν ότι ήταν οι τελευταίοι ένοικοι του ξενοδοχείου που αναγκάστηκαν από τους αντάρτες να το εγκαταλείψουν. Έτσι μόλις και μετά βίας πρόλαβαν να πάρουν ό,τι μπορούσαν και να γίνουν θεατές του ολοκαυτώματος. Δεν ξέρω από πού το παρακολούθησαν, αλλά μας είπαν ότι τουλάχιστον επί τρεις ημέρες καιγόταν το κτήριο και τέλος έγινε η ανατίναξη. Ήταν τόσο περιγραφικές που, εγώ τουλάχιστον, δεν αμφιβάλλω για την αυθεντικότητα της ιστορίας.

Φαίνεται, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω πότε, μέσα στον Δεκέμβριο του 1944 ή και πέραν αυτού, οι μάχες στο Κέντρο της Αθήνας, σταμάτησαν με την απώθηση των ανταρτών από τον τακτικό στρατό (ή την Αστυνομία, δεν ξέρω) και τους Άγγλους, οι οποίοι μυστηριωδώς για μας είχαν κι αυτοί αναμιχθεί. Έτσι μονάδες των ανταρτών αποσύρονταν με κατεύθυνση το Περιστέρι και κάποιοι στρατοπέδευσαν στον Κολωνό.

Ένα πρωινό, μια από αυτές τις μονάδες επίταξε το σπίτι μας. Θυμάμαι, οι περισσότεροι ήταν νεαρά παιδιά με δίκοχα στο κεφάλι, με τα διακριτικά ΔΣ (=Δημοκρατικός Στρατός) αλληλο-αποκαλούνταν συναγωνιστές και συναγωνίστριες (γιατί ήταν και μερικές γυναίκες, νομίζω νοσοκόμες). Είχαν καθίσει στο σαλόνι μας κατάχαμα και είχαν λύσει ένα «μακρύ όπλο», όπως θυμάται και η αδελφή μου, την οποία ρώτησα. Τώρα ξέρω ότι ήταν οπλοπολυβόλο, το οποίο καθάριζαν. Αυτές τις ημέρες έμενε μαζί μας και η άλλη νεότερη αδελφή της μητέρας μου, την οποία επίσης αποκαλούσαν συναγωνίστρια.

Θυμάμαι ένας από αυτούς με ρώτησε πώς λέγομαι και μου έδωσε μια ψημένη πατάτα που είχε ψήσει στην σόμπα μας, η οποία ήταν αναμμένη στο χώλ. Στη θεία μου, η οποία παρακολουθούσε τη σκηνή είπε: Συναγωνίστρια γιατί δεν έρχεσαι και συ μαζί μας. Του απήντησε ότι είχε έρθει από το χωριό για λίγες ημέρες στην Αθήνα. Μετά αυτός συνέχισε και είπε: Τώρα υποχωρούμε αλλά θα ξανάρθουμε και η νίκη θα είναι δική μας. Αυτό είχε συζητηθεί πολλές φορές αργότερα στο σπίτι και ότι τότε η θεία μου είχε έρθει σε δύσκολη θέση με την ερώτηση που της έκανε ο άγνωστος «συναγωνιστής».

Την άλλη μέρα έφυγαν οι αντάρτες. Την επομένη μας ειδοποίησε η Αστυνομία να μπούμε σε οποιοδήποτε καταφύγιο ή υπόγειο, γιατί θα γίνονταν μάχες στη γειτονιά μας. Απέναντι από το σπίτι μας υπήρχε η «Ταβέρνα του Βελισσάρη», ένα μεγάλο υπόγειο με μεγάλο βαρελοστάσιο, με χονδρά μαδέρια και με μικρά και μεγάλα κρασοβάρελα. Αποφασίστηκε να προφυλαχθεί εκεί όλη η γειτονιά, δηλαδή καμιά εκατοστή άτομα.

Θυμάμαι, η μητέρα μου είχε πάρει μερικά στρωσίδια και κουρελούδες από το σπίτι και κοιμηθήκαμε στρωματσάδα στο πάτωμα της ταβέρνας, πόσες νύχτες δεν θυμάμαι. Τις ατελείωτες ώρες ανέλαβε να μας διασκεδάσει με πληθώρα ανεκδότων και ιστοριών κάποιος θαλερός γέροντας, ο χαϊδευτικά επονομαζόμενος «Λεβεντιάς».

Την επομένη της εγκαταστάσεώς μας στο υπόγειο, έγινε απ’ έξω αληθινή μάχη. Οι οβίδες και οι όλμοι σφύριζαν συνεχώς και στην πρόσκρουσή τους έκαναν δαιμονισμένο πάταγο. Υπήρχε και ο Γιάννης ο Βελισσάρης, γιος του ταβερνιάρη, ο οποίος είχε γυρίσει από το ναυτικό και ήξερε να διακρίνει, όπως έλεγε, τις οβίδες από τους όλμους από το σφύριγμα. Ένας από τους όλμους βρήκε και κατέστρεψε το πλυσταριό που ήταν επάνω στην ταράτσα του σπιτιού της μετέπειτα γνωστής τραγουδίστριας Γιοβάνας, η οποία έμενε στη γειτονιά μας τότε και ονομαζόταν Ιωάννα.

Δεν πέρασαν πολλές ώρες και ακούστηκαν να γρυλίζουν οι ερπύστριες από τα τάνκς που κατέβαιναν την οδό Βουθρωτού, κάθετο δρόμο στην Πέτρας. Ήταν, όπως ακούσαμε, οι Άγγλοι, οι οποίοι ακολουθούσαν τους ΕΛΑΣίτες καταδιώκοντάς τους. Σήμερα, όταν περνάω από εκεί, δεν μπορώ να φανταστώ πώς χώρεσαν τα τανκς στη Βουθρωτού, η οποία τότε ήταν, όπως παραμένει και σήμερα, ένα στενό σοκάκι.

Έγιναν και αεροπορικές επιθέσεις των Άγγλων με μυδραλιοβόλα. Για καιρό μαζεύαμε κάλυκες και κενές δεσμίδες στο λόφο του Κολωνού για να συμπληρώσουμε τα ανύπαρκτα παιχνίδια μας.