10 December 2007

Δεκεμβριανά II

«Τη μάχη τη χάσαμε...»


(της Ασπασίας Παπαθανασίου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 05/12/2004)

Στη διάρκεια της Κατοχής, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, ήμουν στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, εδώ στην Αθήνα. Μόλις έγινε η απελευθέρωση ζήτησα να φύγω γιατί ήξερα ποια θα είναι η εξέλιξη. Έφυγα... Με μια ομάδα ηθοποιών (Αλέκα Παΐζη, Αλέξης Δαμιανός, Μάνος Ζαχαρίας, Άλκη Ζέη) και με επικεφαλής τον Γιώργο Σεβαστίκογλου φτιάξαμε το «Λαϊκό Θέατρο». Είχαμε νοικιάσει, με λεφτά του KKE, Πατησίων και Στουρνάρα, το θέατρο Παπαϊωάννου και με μεγάλο ενθουσιασμό το ετοιμάζαμε. Είχαμε βρει ένα έργο, ενός Λιδάκη με τίτλο «'41-'44», και αρχίσαμε τις πρόβες.

Εκείνες τις μέρες είχαν προγραμματίσει το κόμμα και οι οργανώσεις μια μεγάλη συγκέντρωση. Κατεβήκαμε από το θέατρο με τα λάβαρα και τον ενθουσιασμό μας. Πλημμύρισε η Αθήνα ανθρώπους που έφθασαν από παντού άοπλοι. Όπως προχωρούσαμε, βρέθηκα ανάμεσα στον κόσμο, εκεί στον Άγνωστο Στρατιώτη. Απέναντι ήταν το υπουργείο Εσωτερικών, νομίζω. Στην ταράτσα, προτού αρχίσει το μακελειό, ήταν άνθρωποι που κρατούσαν όπλα. Σε λίγο άρχισαν να μας πυροβολούν. Έγινε πανικός, χαμός.

Εκείνο που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι ότι πολλά παιδιά περνούσαν με τις σημαίες, που βάφονταν στα αίματα των παιδιών που είχαν σκοτωθεί. Δεν ξαναγυρίσαμε βέβαια στο θέατρο. H πρόκληση έγινε. Πώς ξεκίνησε, δεν ξέρω. Και μετά, η σύγκρουση. Ήμασταν άοπλοι κι όποιος πει το αντίθετο θα πω βαριά κουβέντα. Ο άνδρας μου δεν ήταν στο θέατρο (είχαμε παντρευτεί με τον Κώστα Μαυρομάτη έναν μήνα πριν τα Δεκεμβριανά), και το ίδιο βράδυ βρεθήκαμε στο σπίτι. Μέναμε τότε στην οδό Χαλκοκονδύλη. Οι ηθοποιοί πήραμε εντολή από το κόμμα να κάνουμε ομάδες ψυχαγωγίας και να πηγαίνουμε στους μαχητές, στην πρώτη γραμμή. Φτιάχναμε κάτι σκετσάκια, δεν παίζαμε Αισχύλο φυσικά... Θυμάμαι ένα βράδυ μπήκαμε από κάποιο σπίτι κάτω από το Εθνικό Θέατρο - τα παιδιά του ΕΛΑΣ είχαν σκάψει - και βγήκαμε στην Ομόνοια. Παίξαμε λίγο και φύγαμε.

Οι περιοχές που ήταν τα εργοστάσια είχαν πέσει στα χέρια του ΕΛΑΣ της Αθήνας. Τα ανοίξανε και πλάκωσε ο κόσμος μέσα. Ο άνδρας μου ήταν σε μια αχτίδα προς την Αχαρνών. Του δίνει λοιπόν εντολή το κόμμα να πάει σε μια αποθήκη τροφίμων, γιατί συνέβαιναν φοβερά πράγματα. Με πήρε μαζί του. Ο κόσμος πεινασμένος ήταν εκεί και άνοιγε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Ένα άλλο βράδυ έρχεται η Ολυμπία Παπαδούκα και μου λέει «Πιάσανε την Παπαδάκη» (*). Τρέξαμε να πάμε να βρούμε την καθοδήγηση. Ώσπου να πάμε, μάθαμε ότι τη σκότωσαν...

Πάλι κάποιο βράδυ έρχεται η Παπαδούκα και μου λέει ότι τραυματίστηκε ο άνδρας μου. Τον είχαν στο νοσοκομείο στη Νέα Ιωνία. Πήγα να τον βρω. Αυτό που βλέπουμε σήμερα στο Ιράκ και προ ετών είδαμε στη Γιουγκοσλαβία, το είδα τότε εκεί. Δεν μπορούσες να περπατήσεις: άνθρωποι ματωμένοι στο πάτωμα που τους είχαν χτυπήσει τα αεροπλάνα. Ακούω μια κραυγή, ήταν μια συνάδελφος που είχε γράψει στον τοίχο «Θέλω να ζήσω», μια θαρραλέα γυναίκα. Βρήκα τον Κώστα, τον άνδρα μου. Του λέω ότι από την καθοδήγηση μας είπαν ότι το βράδυ θα γίνει γενική επίθεση του ΕΛΑΣ. Μου λέει: «Τη μάχη τη χάσαμε. Αν δεν ξαναϊδωθούμε, να σηκωθείς να φύγεις, να μη μείνεις στην Αθήνα. Αν προλάβεις, φέρε μου λίγο ρύζι κι ένα μαξιλάρι».

Μας κόλλησαν ότι η Παΐζη κι εγώ ήμαστε υπεύθυνες για τον θάνατο της Παπαδάκη. Μετά τη Βάρκιζα έγινε μια δίκη. Διαβάζαμε τα πρακτικά της στο «Έθνος». Είχαν αποφασίσει να εκτελέσουν τον εκτελεστή τής Παπαδάκη. Τον είχαν πάει φυλακή. Στο δικαστήριο βγήκε όλη η αλήθεια, ότι την Παπαδάκη τη σκότωσε ένας πράκτορας των Εγγλέζων που είχε κάνει κι άλλα πράγματα. Εμείς δώσαμε τα πάντα στον απελευθερωτικό αγώνα και μας έγραφαν έξω από το σπίτι «θα πεθάνετε κουμμούνια».

(*) Ελένη Παπαδάκη: Γνωστή ηθοποιός, γεννήθηκε το 1903, δολοφονήθηκε στα Δεκεμβριανά.


 

κι άλλα
κείμενα: