στην υποκριτική ελληνική κοινωνία του 2015
Βιβλία, βιβλία
«Καθόμουν και κοίταζα το αίτημα φιλίας από τον Γόλιο κι έτριβα τα μάτια μου. Η αλήθεια είναι πως αυτό το παιδί ανέκαθεν είχε την ικανότητα να μ’ αιφνιδιάζει, να με φέρνει στη θέση να σκέφτομαι συνέχεια και να υπεραναλύω τα πράγματα… Nikos Golios has sent you a friend request». Ο Γόλιος, παλιός συμμαθητής και αρχιτραμπούκος του ιδιωτικού σχολείου στη Γλυφάδα, στέλνει έπειτα από χρόνια αίτημα φιλίας μέσω Facebook στο έκπληκτο θύμα του, τον Θοδωρή. Βρισκόμαστε στο τέλος της αφήγησης· το θύμα έχει, με βάση την «ιστορία», δικαιωθεί. Φοιτητής σε επαρχιακό πανεπιστήμιο, στη σχολή μάλιστα στην οποία σχεδίαζε τον παλιό καλό καιρό να σπουδάσει ο θύτης του, συναντά τον άλλον να βιοπορίζεται ως υπάλληλος σούπερ μάρκετ και να συμπληρώνει το πενιχρό του εισόδημα με περιστασιακές μικροδουλειές, αφού η άλλοτε εύπορη οικογένειά του έχει χρεοκοπήσει. Η σύμπτωση –ο Γόλιος με τον συνεταίρο του αναλαμβάνουν να βάψουν το φοιτητικό σπίτι που, όπως αποκαλύπτεται, ανήκει στον Θοδωρή– φέρνει τον θύτη αντιμέτωπο με το ημερολόγιο και τις παλιές εξομολογήσεις του θύματος. Ο αλλοτινός τραμπούκος μπαίνει σε μια διαδικασία αυτοανάλυσης και, όπως συμβαίνει στα καλά βιβλία, πολλά ερωτηματικά παραμένουν μέχρι τέλους ανοιχτά.
Βιβλία, βιβλία
της Μαρίας Τοπαλή, Καθημερινή, 22/3/2015
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
Το ημερολόγιο ενός δειλού
εκδ. Καστανιώτη, 2014
Το ημερολόγιο ενός δειλού
εκδ. Καστανιώτη, 2014
«Καθόμουν και κοίταζα το αίτημα φιλίας από τον Γόλιο κι έτριβα τα μάτια μου. Η αλήθεια είναι πως αυτό το παιδί ανέκαθεν είχε την ικανότητα να μ’ αιφνιδιάζει, να με φέρνει στη θέση να σκέφτομαι συνέχεια και να υπεραναλύω τα πράγματα… Nikos Golios has sent you a friend request». Ο Γόλιος, παλιός συμμαθητής και αρχιτραμπούκος του ιδιωτικού σχολείου στη Γλυφάδα, στέλνει έπειτα από χρόνια αίτημα φιλίας μέσω Facebook στο έκπληκτο θύμα του, τον Θοδωρή. Βρισκόμαστε στο τέλος της αφήγησης· το θύμα έχει, με βάση την «ιστορία», δικαιωθεί. Φοιτητής σε επαρχιακό πανεπιστήμιο, στη σχολή μάλιστα στην οποία σχεδίαζε τον παλιό καλό καιρό να σπουδάσει ο θύτης του, συναντά τον άλλον να βιοπορίζεται ως υπάλληλος σούπερ μάρκετ και να συμπληρώνει το πενιχρό του εισόδημα με περιστασιακές μικροδουλειές, αφού η άλλοτε εύπορη οικογένειά του έχει χρεοκοπήσει. Η σύμπτωση –ο Γόλιος με τον συνεταίρο του αναλαμβάνουν να βάψουν το φοιτητικό σπίτι που, όπως αποκαλύπτεται, ανήκει στον Θοδωρή– φέρνει τον θύτη αντιμέτωπο με το ημερολόγιο και τις παλιές εξομολογήσεις του θύματος. Ο αλλοτινός τραμπούκος μπαίνει σε μια διαδικασία αυτοανάλυσης και, όπως συμβαίνει στα καλά βιβλία, πολλά ερωτηματικά παραμένουν μέχρι τέλους ανοιχτά.
Με μάλλον ασυνήθιστο τρόπο, ο Παπαθεοδώρου αφηγείται μία συνηθισμένη ιστορία bullying. Η φωνή του θύτη «σπάει», όμως, επιπλέον, σε δύο περσόνες: τον αλλοτινό «Γόλιο» του γυμνασίου και τον σημερινό «Νίκο» του επαρχιακού σούπερ μάρκετ. Μέσα από την αποστασιοποιημένη ματιά του τελευταίου διαβάζουμε (μαζί του) τις σελίδες ημερολογίου του Θοδωρή, αλλά και του παλιού εαυτού του αφηγητή, σε μιαν ιδιότυπη «κατ’ αντιπαράσταση» μαρτυρία της δύσκολης εκείνης γυμνασιακής χρονιάς. Είναι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες οπτικές των εφήβων που πρωταγωνιστούν στο δράμα αλλά και μια τρίτη ματιά του, ενήλικου πλέον, και μάλλον πικρά συνετισμένου Γόλιου. Ο συγγραφέας υποβάλλει έτσι μια σύνθετη, διαφοροποιημένη προσέγγιση του προβλήματος της ενδοσχολικής βίας.
Ως «δειλός» μπορεί να νοηθεί εξίσου το θύμα, ο θύτης και οι περισσότεροι ενήλικοι που τους πλαισιώνουν. Φωτίζεται ανατριχιαστικά ένας περίγυρος που είτε αγνοεί ηθελημένα το πρόβλημα (γονείς), είτε αδιαφορεί προκλητικά (καθηγητές), είτε συναινεί ένοχα, προκειμένου να βρίσκεται στην ασφαλή όχθη (συμμαθητές). Είναι, εντέλει, κάποιες ατομικές στάσεις μαθητών και καθηγητών, που επιδεικνύοντας το περίπου άγνωστο ως όρο στη χώρα μας, αλλά πολυσυζητημένο αλλού, «θάρρος του πολίτη» (civil courage), διαφοροποιούνται από αυτόν τον επικίνδυνο συρμό, πυροδοτώντας τη λύση του δράματος με την τιμωρία των ενόχων και την αποκατάσταση του θύματος.
Πρόσφατα δραματικά περιστατικά του αστυνομικού δελτίου φέρνουν την ελληνική κοινή γνώμη αντιμέτωπη με ό,τι αρνούνταν έως τώρα να παραδεχτεί: τη διάχυτη βία στους χώρους όπου τα παιδιά και οι νέοι μορφώνονται και διασκεδάζουν, τη βία που δεν ασκείται από περιθωριακά στοιχεία, όπως θα βόλευε, δίνοντας στην υπόλοιπη κοινωνία την ευκαιρία να εκφράσει τον αποτροπιασμό της και να κοιτάξει αμέσως μετά αλλού, αφού οι θύτες είναι κανονικά παιδιά, κανονικών οικογενειών, συχνά με υψηλό βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο. Τέλος, οι θύτες, έτσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, de facto προστατεύονται. Τα θύματα, όχι.
Ο Παπαθεοδώρου διακρίνεται για τη διαισθητική αλλά εντυπωσιακά εύστοχη και έγκαιρη επισήμανση σκοτεινών πλευρών της εφηβικής πραγματικότητας στη χώρα μας. Ποιος ξεχνάει την εκ μέρους του έγερση του ζητήματος της επιρροής βίαιων ακροδεξιών στοιχείων στα σχολεία της περιοχής που εκλογικά ανήκει στην περίφημη Β΄ Πειραιώς, στο βραβευμένο «Στη διαπασών» εν έτει 2009, όταν κανείς δεν μιλούσε για τέτοια θέματα; Στο υπό συζήτηση βιβλίο δείχνει τώρα με το δάχτυλο εκεί ακριβώς όπου αρνούμαστε να κοιτάξουμε: στις μικρές ηλικίες, στα ιδιωτικά σχολεία των «καλών» περιοχών, στις εύπορες μορφωμένες οικογένειες του ακραίου καταναλωτισμού, στην ανεξέλεγκτη χρήση των κινητών τηλεφώνων και του Διαδικτύου ως μέσου άσκησης του bullying στις μέρες μας.
Το βιβλίο τελειώνει με το «αίτημα φιλίας» του Γόλιου προς τον Θοδωρή μέσω Facebook· αποφεύγοντας όμως την κακή συνήθεια της ελληνικής εκπαίδευσης που θέλει να «κλείνει» τα πάσης φύσεως κείμενα με ένα οριστικό «συμπέρασμα», ο Παπαθεοδώρου προτιμά να κλείσει το μάτι στον αναγνώστη. «“Χαμογέλασα», λέει μέσα του ο Θοδωρής. «Ξανακοίταξα το αίτημα φιλίας. Καλά, θα δω άλλη φορά τι θα κάνω μ’ αυτό”, είπα δυνατά, έτσι, για να με ακούσω. Εκλεισα τον υπολογιστή, πήρα τα κλειδιά και βγήκα να συναντήσω την παρέα μου…».