Στην πορεία του έτους 1969 δέσποζαν στις δημόσιες συζητήσεις στην Ευρώπη, ιδίως στους πανεπιστημιακούς χώρους, πρώτον ο πόλεμος του Βιετνάμ, όπου οι Αμερικάνοι είχαν αυξήσει σε τεράστιο αριθμό τις δυνάμεις τους και, παρά τους ανηλεείς βομβαρδισμούς, δεν μπορούσαν να κάμψουν τη μαχητικότητα των Βορειοβιετναμέζων και Βιετκόνγκ, δεύτερον η επιδρομή των σοβιετικών και λοιπών «σοσιαλιστικών» δυνάμεων κατά της Τσεχοσλοβακίας στην Πράγα του 1968, με στόχο να καταπνίξουν τις κινήσεις αποδέσμευσης από τη σοβιετική κηδεμονία και, τρίτον αλλά όχι έσχατο σε σπουδαιότητα, η δικτατορία στην Ελλάδα, η οποία αποτελούσε στις συζητήσεις και στα σχόλια στις εφημερίδες και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα της εποχής την καλύτερη απάντηση στην αμερικάνικη προπαγάνδα περί «ελεύθερου κόσμου» και «δυτικής δημοκρατίας». Όλες οι πορείες και διαδηλώσεις που οργανώνονταν εκείνη την εποχή, είχαν αντικείμενο διαμαρτυρίας και τα τρία αυτά θέματα.
Έχω ακόμα στο αρχείο μου φυλλάδια που μοιράζαμε στις διαδηλώσεις με την προτροπή φαρδιά πλατιά στην κορυφή:
Sprichst du von Freiheit? Sprichst du von Demokratie? Denk an Griechenland!
(Μιλάς για ελευθερία; Μιλάς για δημοκρατία; Σκέψου την Ελλάδα!)
Αλλά και για τις άλλες δύο σημαντικές συγκρούσεις εκείνης της εποχής, το Βιετνάμ και την Τσεχοσλοβακία, που ήταν εκφράσεις του «ψυχρού πολέμου», υπήρχαν πανό και φυλλάδια με ευρηματικά συνθήματα. Αργότερα κυκλοφόρησαν ειδικά βιβλία με αντικείμενο τα συνθήματα στις διαδηλώσεις εκείνων των ετών.
Το φθινόπωρο του 1968, Παρασκευή 1η Νοεμβρίου, είχε πεθάνει ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο «γέρος της δημοκρατίας». Οι λογοκριμένες από την απριλιανή δικτατορία ελληνικές εφημερίδες δημοσίευσαν ψυχρά την είδηση στην πρώτη τους σελίδα:
Το φθινόπωρο του 1968, Παρασκευή 1η Νοεμβρίου, είχε πεθάνει ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο «γέρος της δημοκρατίας». Οι λογοκριμένες από την απριλιανή δικτατορία ελληνικές εφημερίδες δημοσίευσαν ψυχρά την είδηση στην πρώτη τους σελίδα:
«Ο Γεώργιος Παπανδρέου απεβίωσε την 2.20' πρωινήν εις ηλικίαν 80 ετών. Ο θάνατός του επήλθε συνεπεία εγκεφαλικής θρομβώσεως, η οποία ήτο αδύνατον να αντιμετωπιστεί. Κατά τας τελευταίας του στιγμάς ευρίσκετο παρά την κλίνην του Γεωργίου Παπανδρέου ο υιός του Γεώργιος».
Στον ευρύτερο χώρο γύρω από τη Φραγκφούρτη (Rhein-Main), μια περιοχή με πάνω από 100.000 Έλληνες, εργάτες, φοιτητές και επιστήμονες, επικρατούσε το έτος 1969 αναστάτωση και αγωνιστικό πνεύμα, μετά από τα επεισόδια στην κωμόπολη Dörningheim και τις ακυρώσεις διαβατηρίων για πολλούς εργάτες και φοιτητές, τις αφαιρέσεις υπηκοότητας με κατασχέσεις περιουσιών στην Ελλάδα ή τις επιστρατεύσεις, μετά από εισηγήσεις που έκανε το χουντικό δίδυμο Κοραντή-Ιβράκη (ο I. Κοραντής που αναφέρεται τα τελευταία χρόνια στις ελληνικού ενδιαφέροντος ειδήσεις, πρώην πρέσβης της Ελλάδας στην Τουρκία, τώρα διοικητής της ΕΥΠ και μετέπειτα βουλευτής του ΛΑΟΣ, είναι γιος του πρώην χουντο-προξένου).
Μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα οργανώθηκαν σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας μνημόσυνα για τον Γεώργιο Παπανδρέου, τα οποία προφανώς είχαν πολιτικά και, ειδικότερα, αντιχουντικά κίνητρα. Είναι αυτονόητο ότι θα οργανωνόταν ανάλογη εκδήλωση μνήμης και στην ορθόδοξη εκκλησία της Φραγκφούρτης, τον Άγιο Ανδρέα, μέσα στον Νοέμβριο του 1969.
Μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα οργανώθηκαν σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας μνημόσυνα για τον Γεώργιο Παπανδρέου, τα οποία προφανώς είχαν πολιτικά και, ειδικότερα, αντιχουντικά κίνητρα. Είναι αυτονόητο ότι θα οργανωνόταν ανάλογη εκδήλωση μνήμης και στην ορθόδοξη εκκλησία της Φραγκφούρτης, τον Άγιο Ανδρέα, μέσα στον Νοέμβριο του 1969.
Ο (Βασίλειος) παπα-Ζιάγκας που ήταν ο τοπικός επίσημος ορθόδοξος ιερωμένος (υπήρχε και παλαιοημερολογίτης στην περιοχή), ίσως και να μην είχε ξαναδεί τέτοια πολυκοσμία στην εκκλησία του και, κυρίως, τόσα πολλά άγνωστα πρόσωπα. Συνήθως έβλεπε να εκκλησιάζονται ηλικιωμένοι γουναράδες με τις συζύγους τους. Αυτή τη φορά είχαν πλημμυρίσει όμως το χώρο της εκκλησίας μέχρι και νεαροί φοιτητές από διάφορες περιοχές της Γερμανίας που πενθούσαν την «απώλεια του γέρου» (8Ο ετών πέθανε ο αείμνηστος!) Ο παπα-Ζιάγκας ήταν αρνητικός, δεν ήθελε να γίνει μνημόσυνο για τον «αναρχοκομμουνιστή Παπανδρέου», όπως λέγανε ότι αναφώνησε, αλλά πώς να σταματήσεις το πλήθος που είχε προσέλθει;
Κάποια στιγμή, προς το τέλος της λειτουργίας, ανακοινώνεται στους «πιστούς» ότι κατά το μνημόσυνο θα μιλήσει για τον μακαρίτη «γέρο» ο συμπατριώτης του Αχαιός και συνεργάτης του, Τάκης Κωνσταντινόπουλος, άγνωστος τότε στους περισσότερους των παρισταμένων, αλλά με εμφανείς τις προθέσεις του υποψήφιου ρήτορα ήδη από το παιχνιδιάρικο βλέμμα του. Αυτό ήταν πια άνω ποταμών, εδώ δεν είχε γίνει καν δεκτό το αίτημα να γίνει μνημόσυνο και αυτοί (εμείς) οι ασεβείς, τα «αντεθνικά στοιχεία», όπως έλεγε το προξενείο, ανακοίνωναν και επιμνημόσυνη ομιλία;
Ο παπα-Ζιάγκας θορυβήθηκε, ήταν και φίλος με τους αξιότιμους κυρίους Κοραντή και Ιβράκη (η συναλληλία κράτος-εκκλησία στην περιοχή της Φραγκφούρτης). Τι θα έλεγαν οι φίλοι του αυτοί, αν μάθαιναν… Όχι, δήλωσε, «δεν επιτρέπεται η εκφώνηση λόγων στον ιερό χώρο της εκκλησίας, ποτέ δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο!» Έτσι αποφάσισε και ανακοίνωσε ο παπάς!
Όπως είναι αυτονόητο, δημιουργήθηκε μια οχλοβοή διαμαρτυριών στο ναό, τι είναι αυτά, αίσχος, δεν ντρέπεσαι, δεν σέβεσαι το ράσο σου, ταράσσεις τον ύπνο του νεκρού (φώναζαν οι γραβατωμένοι), κάτω ο πράκτορας, έξω ο κηφήνας (ερχόταν αντίλαλος από το φοιτητόκοσμο) κι εκεί που έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, άρχισε η εκκλησιαστική χορωδία να ψέλνει τα καταληκτικά της λειτουργίας ώστε να ολοκληρώσει ο παπάς και να αποχωρήσουν οι εκκλησιαζόμενοι. Μετά, θα σκέφτηκε ο παπα-Ζιάγκας, ας κάνουν μόνοι τους όσα μνημόσυνα θέλουν, αφού θα έχει φύγει ο μεσάζων με τον θεούλη.
Εκείνη τη στιγμή παίρνει πρωτοβουλία ένας γνωστός αντιχουντικός αγωνιστής από την περιοχή του Όφενμπαχ, ο Νίκος Μανδηλαράς (με καταγωγή από τη Νάξο, συγγενής του αείμνηστου Νικηφόρου Μανδηλαρά που σκοτώθηκε από τους χουντικούς στην προσπάθειά του να διαφύγει στο εξωτερικό) και προσπαθεί να ανέβει στην ξύλινη εξέδρα, πάνω στην οποία βρισκόταν η χορωδία, για να μεταφέρει τις επιθυμίες της πλειοψηφίας των «πιστών» περί τελέσεως μνημοσύνου.
Δυστυχώς, τα πράγματα εξελίχθηκαν τελείως απρόβλεπτα, αφού κάποιος από τους ιστάμενους πάνω στην εξέδρα, ίσως ψάλτης, ίσως όμως και σπιούνος του προξενείου, στάθηκε στην κορυφή της μικρής σκάλας στην οποία ανέβαινε ο Μανδηλαράς κι από εκεί κλώτσησε τον ανερχόμενο στο στήθος. Ίσως φοβήθηκε ο τραμπούκος ότι ο Μανδηλαράς θα έβγαζε λόγο από την εξέδρα των ψαλτών και του επιτέθηκε. Το θύμα κουτρουβάλησε στη σκάλα αλλά, ευτυχώς, κατέληξε στα χέρια των συναδέλφων του στο ισόγειο, όπου τοποθετήθηκε ως τραυματίας σε κάποιο στασίδι. Οι οποίοι συνάδελφοι, πολυπληθέστεροι των ψαλτών, ανέβηκαν εξοργισμένοι στην εξέδρα και άρχισαν, μετά από σύντομη αψιμαχία, να πετάνε όλα τα μέλη της χορωδίας, δικαίους και αδίκους, από την εξέδρα στο δάπεδο του ναού. Εκεί ακολούθησε ο ξυλοδαρμός τους, μέσα σε ατμόσφαιρα πανζουρλισμού.
Την ίδια περίπου στιγμή, σε άλλο σημείο του ναού, σηκώνουν 3-4 χειροδύναμοι στον αέρα τον υποψήφιο ομιλητή (ε, δεν ήταν και πολύ βαρύς) και τον ανεβάζουν, εν μέσω επευφημιών του πλήθους, στον άμβωνα. Ο Κωνσταντινόπουλος σαν έτοιμος από πολύ καιρό, άρχισε να μιλάει καταρρακτωδώς και να καταγγέλλει την απριλιανή χούντα, τις εξορίες, τα βασανιστήρια, τις ακυρώσεις διαβατηρίων, τις υποχωρήσεις στην Κύπρο κλπ. κλπ. (πάει, ξεχάστηκε ο «γέρος»).
Πάνω εκεί αρχίζει η αντεπίθεση, παρεμβαίνουν κάποιοι φίλοι του παπα-Ζιάγκα (πράκτορες του προξενείου και οπαδοί της χούντας προφανώς) και προσπαθούν να ανέβουν στον άμβωνα για να διακόψουν τον ρήτορα. Ακολουθούν αψιμαχίες, σπρωξίματα, σκίστηκαν πουκάμισα, έπεσαν γροθιές, σπάσανε γυαλιά, άνοιξαν μύτες κλπ. Ο παπα-Ζιάγκας βλέποντας ότι επαληθεύονταν οι φόβοι του για σύρραξη, ωρυόταν ότι «βεβηλώνεται ο ιερός χώρος της εκκλησίας». Οι «αμέτοχοι» που βρίσκονταν εκεί για εκκλησιασμό, είχαν αποχωρήσει από τις πλαϊνές πόρτες του ναού να μην τους πάρει κανένα βόλι, ενώ το πλήθος των παρευρισκόμενων χειροκροτούσε και φώναζε συνθήματα κατά της χούντας και των πρακτόρων της - ένα μοναδικό πανδαιμόνιο ακόμα και για ποδοσφαιρικό γήπεδο!
Μέσα σ' εκείνη την ατμόσφαιρα κάποιος, ίσως ο παπα-Ζιάγκας που ήθελε να έχει δεμένο το γάιδαρό του απέναντι στους φίλους του στο προξενείο, κάλεσε την Αστυνομία. Η οποία Αστυνομία, όταν άκουγε τότε ότι δέρνονται οι Έλληνες για πολιτικούς λόγους και δεν ενοχλούνταν άλλοι πολίτες, δεν βιαζόταν ιδιαιτέρως να προστρέξει. Περίμενε να ολοκληρωθούν οι φασαρίες και μετά να στείλει τη δύναμη ενός περιπολικού για καταγραφή των γεγονότων.
Θυμάμαι σε μια ανάλογη περίπτωση με καυγάδες, σε «εορταστική» εκδήλωση που οργάνωσε το Προξενείο στην πόλη του Ντάρμστατ, η αίθουσα ήταν κατά τα 4/5 γεμάτη από αντιπάλους της χούντας, αφού είχε ανακοινωθεί ότι επρόκειτο να οργανωθεί «ελληνική γιορτή» και μπορούσε να πάρει μέρος σ' αυτή κάθε ενδιαφερόμενος. Ήταν η εποχή που γινόταν προπαγάνδα για να εμπεδώσουν οι Έλληνες τα περί εθνοσωτήριας επανάστασης κτλ. Αργότερα οργάνωνε το προξενείο εκδηλώσεις μόνο για τους οπαδούς του καθεστώτος για να τους εμψυχώσει, δεν ήταν και ιδιαίτερα πολλοί! Κάποια στιγμή ο φιλοχουντικός ομιλητής ανέφερε στον εθνοπατριωτικό λόγο του ότι «η εθνική κυβέρνηση έφερε την ελευθερία στη χώρα», οπότε ακολούθησαν πάνδημο γιουχάισμα και γενική σύρραξη. Την ώρα που έπεφταν στην αίθουσα καρεκλιές κατά δικαίων και αδίκων και ο ομιλητής είχε κρυφτεί κάτω από ένα τραπέζι, καταφθάνει λαχανιασμένος ένας αστυνόμος, 5Οάρης χοντρούλης, ο οποίος άρχισε να δείχνει στους δερόμενους το αστυνομικό σήμα του. «Kriminalpolizei!» φώναζε, αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία. Το «όργανο» αποχώρησε βαριεστημένο και επέστρεψε μετά από μία ώρα με έναν βοηθό, πρέπει να είχαν πιει και 2-3 μπύρες!
Όταν έφτασε το περιπολικό της Αστυνομίας στο ναό του Αγίου Ανδρέα της Φραγκφούρτης, ο Κωνσταντινόπουλος είχε τελειώσει από ώρα την ομιλία του και είχε φυγαδευτεί, καλού κακού. Ο παπα-Ζιάγκας είχε εξαφανιστεί και δεν έγινε ποτέ γνωστό, μέσα στην οχλοβοή, τους ξυλοδαρμούς και τις αλληλοεκτοξευόμενες απειλές, αν έκλεισε τυπικά η εκκλησιαστική τελετή με το «δι’ ευχών» - θα παίξει ρόλο αυτό στη συνέχεια.
Οι τεθλιμμένοι πολιτικοί φίλοι του «γέρου» και της δημοκρατίας αποχωρήσαμε ομαδικά για να μεταβούμε στην ιστορική Paulskirche της Φραγκφούρτης για κατάθεση στεφάνου στο μνημείο των θυμάτων του ναζισμού. Στις ερωτήσεις των νεαρών αστυνομικών του περιπολικού απαντούσαμε όλοι ότι δεν ξέρουμε για ποια επεισόδια γίνεται λόγος, μάλλον αλλού θα έγινε κάτι, ίσως κάποιοι Τούρκοι ή Ιταλοί που είναι γνωστοί φασαρτζήδες και άλλα τέτοια…
Επί δύο χρόνια μετά προσπαθούσε η Αστυνομία να πληροφορηθεί ποιος ήταν ο ομιλητής στην εκκλησία, περισσότερο για να συμπληρώσει τον φάκελο και λιγότερο για να τον συλλάβει, δεδομένου ότι ήταν αυτονόητη η εκφώνηση λόγου σε μια επιμνημόσυνη τελετή για πολιτικό πρόσωπο. Να μην ξεχνάμε τις παραδόσεις μας, που λέει τώρα κι ο κ. Χριστόδουλος! Όλοι που ερωτήθηκαν ή ψιλο-ανακρίθηκαν τότε από την Αστυνομία, δήλωναν αμήχανοι ότι δεν γνώριζαν τον ομιλητή, μάλλον κάποιος περαστικός από την Φραγκφούρτη θα ήταν… Περίπου, πέρναγε, είδε κόσμο μαζεμένο και άρχισε να βγάζει λόγο!
Μια σημαντική λεπτομέρεια που προσπαθούσε να διευκρινίσει ο αστυνομικός ανακριτής ήταν, αν ο παπάς είχε πει το «di efkon» (= δι' ευχών), όπως είχε μάθει ότι λέγεται η καταληκτική παράκληση στη λειτουργία. Αν το είχε πει πριν αρχίσουν οι φασαρίες, δεν μπορεί να είχε τελεστεί το αδίκημα της διατάραξης θρησκευτικής τελετής. Προφανώς ήταν δασκαλεμένος ο ανακριτής σε μια χώρα (Hessen) της Γερμανίας με σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και παραδοσιακή αντίθεση σε ακροδεξιά καθεστώτα.
Η αλήθεια είναι ότι ο Τάκης Κωνσταντινόπουλος, σήμερα γνωστός δημοσιογράφος στην Αθήνα και την Πάτρα, είχε βρεθεί τότε μόνο για λίγες μέρες στη Φραγκφούρτη, αλλά προφανέστατα ήταν γνωστός σε μερικούς Έλληνες της περιοχής. Δύο χρόνια μετά από αυτά τα γεγονότα, εγκαταστάθηκε ο ίδιος πράγματι στη Φραγκφούρτη και, όταν παρουσιάστηκε στην Υπηρεσία Αλλοδαπών της Αστυνομίας για άδεια παραμονής, τον πληροφόρησαν ότι τον αναζητούν επί διετία για εκείνο το επεισόδιο στην εκκλησία, χωρίς να του έχει απαγγελθεί, βέβαια, καμιά συγκεκριμένη κατηγορία. Ο ίδιος βεβαίωσε τον ανακριτή ότι είχε ακουστεί ένα βροντερό «δι' ευχών» από τον παπα-Ζιάγκα, πριν ανέβει ο ίδιος στον άμβωνα για να μιλήσει στη μνήμη του μεγάλου νεκρού, οπότε καθάρισε με το ποινικό μέρος της ιστορίας.
Ίσως ο παπα-Ζιάγκας και το προξενείο να μην είχαν επιμείνει τελικά στη μήνυση, για να μη διατηρηθεί το θέμα των επεισοδίων και της απριλιανής χούντας στη δημόσια συζήτηση με αντιδικίες στα δικαστήρια, στις εφημερίδες και τις τοπικές τηλεοράσεις. Και ως διατάραξη της «θείας λειτουργίας» δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί το συγκεκριμένο επεισόδιο, δεδομένου ότι το πλήθος των παρευρισκομένων, πολλές δεκάδες υποψήφιοι μάρτυρες υπεράσπισης σε μια πιθανή δίκη, ουδόλως έδειχναν να έχουν ενοχληθεί - κάθε άλλο!