02 July 2012

Γερμανικοί μύθοι και αλήθειες


του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου, ΕΣΤΙΑ, 29/6/2012

            Ένα από τα μεγάλα προβλήματα της γερμανικής πολιτικής είναι ότι τροφοδοτεί ποικίλους μύθους, οι οποίοι εμποδίζουν να ασχοληθεί κανείς με την σοβαρότητα της καταστάσεως που επικρατεί στην Ευρώπη. Μία κατάσταση άκρως επικίνδυνη και ικανή να βυθίσει την ήπειρό μας σε κρίσεις που μόνον τραύματα θα προκαλέσουν.

Ένας πρώτος μύθος που διαδίδεται ευρέως είναι αυτός που λέει ότι η Γερμανία είναι η μεγάλη κερδισμένη του ενιαίου νομίσματος και, ενώ μέσω αυτού ισχυροποίησε την οικονομία της, σήμερα γυρίζει την πλάτη στις χώρες της περιφέρειας και αρνείται να επιδείξει αλληλεγγύη προς αυτές. Οι «βαρύγδουποι» οικονομολογούντες και άλλοι τινες που διαδίδουν τον μύθο αυτόν απλώς παραλείπουν να προσθέσουν ότι, χωρίς την Γερμανία, η ευρωζώνη θα είχε εκραγεί από καιρό τώρα. Γιατί; Διότι τα τρία τελευταία χρόνια η Γερμανία χορήγησε στις προβληματικές χώρες της ευρωζώνης 215 δισεκατ. ευρώ, τόσο σε δάνεια όσο και σε πιστωτικές εγγυήσεις. Και αν στο ποσόν αυτό προσθέσουμε και τις έμμεσες χορηγήσεις μέσω του Target-2, τότε το σύνολο υπερδιπλασιάζεται. Αν η γερμανική οικονομία δεν είχε αυτή την δανειακή ικανότητα, η Ελλάδα θα είχε χρεωκοπήσει ατάκτως από τις αρχές του 2010 και σήμερα θα διατηρούσε το βιοτικό επίπεδο της δεκαετίας του 1960.

Ένας άλλος μύθος υποστηρίζει ότι η Γερμανία δανείζει την Ελλάδα με «τοκογλυφικά» επιτόκια. Κατ’ αρχήν, από την αρχή του αποκλεισμού της από τις αγορές το 2010, αν η Ελλάδα ήθελε να δανειστεί θα έπρεπε να πληρώσει επιτόκιο 10%, που σήμερα πλησιάζει το 40%. Παρ’ όλα αυτά, κανείς δεν διανοείται να δανείσει στην χώρα μας ούτε ένα ευρώ για αστείο! Το 2010, λοιπόν, τα επιτόκια του μηχανισμού διασώσεως ήσαν γύρω στο 4%-5%, ήτοι πολύ μικρότερα από αυτά των αγορών, άρα απείχαν πολύ από την έννοια της τοκογλυφίας. Σημειώνουμε επίσης ότι το 2011 δύο χώρες με μεγάλο ποσοστό συμμετοχής στον μηχανισμό στηρίξεως της Ελλάδος, η Ιταλία και η Ισπανία, δανείζονταν με μέσο επιτόκιο 6% και δάνειζαν την χώρα μας με 2,5%, καταγράφοντας ζημίες σε μία πολύ κρίσιμη περίοδο για την οικονομία τους. Αυτά, όμως, είναι ενοχλητικές λεπτομέρειες για τους «τοκογλυφοφάγους».

Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, όσοι για λόγους λαϊκισμού κατηγορούν την Γερμανία για έλλειψη αλληλεγγύης, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η κυβέρνηση της κ.Α.Μέρκελ, αντί να χρηματοδοτεί την ευρωπαϊκή περιφέρεια, θα μπορούσε να επενδύει στην αντίστοιχη γερμανική –ιδιαίτερα δε στην ανατολική πλευρά της, η οποία παρουσιάζει και υψηλά ποσοστά ανεργίας. Εξάλλου, σε όσους παρακολουθούν τον γερμανικό Τύπο χωρίς παρωπίδες, είναι γνωστό ότι η χώρα του Γκαίτε αντιμετωπίζει σοβαρότατα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα σε αρκετές περιφέρειές της, οι κάτοικοι των οποίων εξαγριώνονται κάθε φορά που μαθαίνουν ότι κάποια δισεκατομμύρια ευρώ πηγαίνουν στον ευρωπαϊκό νότο αντί να επενδύονται σε κοινωνικού χαρακτήρα υποδομές στην ανατολική Γερμανία για παράδειγμα.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι τα πλεονεκτήματα της γερμανικής επιτυχίας των τελευταίων ετών κατανεμήθηκαν πολύ άνισα από κοινωνικής πλευράς. Έτσι, σε αρκετές περιπτώσεις η οικονομική ανάπτυξη οδήγησε σε κραυγαλέες ανισότητες, τις οποίες κάλυπτε η χαμηλή ανεργία. Όμως, σήμερα, για λόγους ενισχύσεως της ανταγωνιστικότητος, η ποιότητα των νέων θέσεων εργασίας απέχει αισθητά από την αντίστοιχη που υπήρχε όταν όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για τον «ρηνανικό καπιταλισμό». Τα δέκα τελευταία χρόνια το περίφημο γερμανικό κοινωνικό μοντέλο έχει υποβαθμιστεί και για τον απλό Γερμανό πολίτη αυτό το γεγονός οφείλεται στην συμμετοχή της Γερμανίας στην ευρωζώνη και άρα στην ύπαρξη ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος –το οποίο η γερμανική κοινή γνώμη δέχθηκε με πολύ μεγάλη δυσκολία και, ως εκ τούτου, με βαρειά καρδιά.

Κατά συνέπεια, οι επιδείξεις αλληλεγγύης από την Γερμανία προς τις χώρες της περιφέρειας που θεωρούνται σπάταλες και ελάχιστα παραγωγικές έχει υψηλό πολιτικό κόστος, το οποίο τα γερμανικά πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να αγνοήσουν. Αυτό σημαίνει ότι η οποιαδήποτε απαγκίστρωση της Γερμανίας από την έννοια της «γερμανικής Ευρώπης» με κατεύθυνση την «ευρωπαϊκή Γερμανία» είναι ένα δύσκολο πολιτικό εγχείρημα που, για να πετύχει, θα πρέπει να υπάρξουν και τα απαραίτητα ανταλλάγματα.

Το ερώτημα, συνεπώς, που τίθεται είναι αυτό της υφής αυτών των ανταλλαγμάτων. Πώς, για παράδειγμα, θα μπορούσε η Γερμανία να δεχθεί μία Ευρωπαϊκή Τραπεζική Εποπτική Αρχή όταν είναι γνωστόν ότι οι τοπικές τράπεζες στα γερμανικά κρατίδια είναι σχεδόν όλες προβληματικές λόγω της κοινωνικής πολιτικής που ακολουθούν μέσω στεγαστικών και εταιρικών δανείων; Πώς θα πεισθεί η Γερμανία να πει ναι στα ευρωομόλογα όταν γνωρίζει ότι οι χώρες της περιφέρειας από το 2002 έως το 2010 δανείζονταν με τα χαμηλότερα δυνατά επιτόκια, χωρίς όμως να πραγματοποιούν μακροπρόθεσμες παραγωγικές επενδύσεις γιατί προτιμούσαν να καταναλώνουν; Αν υποθέσουμε ότι η Γερμανία δέχεται το ευρωομόλογο, ποιος εγγυάται ότι θα το δεχθούν και οι Φινλανδοί, οι Πολωνοί, οι Ολλανδοί, οι Αυστριακοί και ο Σλοβάκοι, που συμμερίζονται την γερμανική ευρωπαϊκή πολιτική;

Όλα τα παραπάνω είναι πολύ σοβαρά και σύνθετα προβλήματα. Και αυτοί που τα εκχυδαΐζουν για ανομολόγητους λόγους σίγουρα επιδιώκουν την διάλυση της Ευρώπης πολύ περισσότερο από κάποιες γερμανικές ακαμψίες.