H είδηση είναι της περασμένης εβδομάδας, αλλά πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, εκτός ίσως από εκείνους που τους ενδιαφέρει άμεσα. Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα δημοσιεύτηκαν στον Τύπο, η όραση ανθρώπων που έχουν τυφλωθεί θα αποκαθίσταται μερικώς με ένα εμφύτευμα στον αμφιβληστροειδή και μια μικρή κάμερα που θα προσαρμόζεται στα γυαλιά του ασθενούς.
Αυτό είναι ένα μόνο από τα θαύματα της σύγχρονης επιστήμης. Σήμερα βλέπουν οι τυφλοί, αλλά και περπατούν οι χωλοί. Ακόμη και οι ακρωτηριασμένοι. Πριν από δύο εβδομάδες περίπου ανακοινώθηκε ότι σε ανθρώπους που είχαν χάσει πόδια και χέρια εμφυτεύονται προσθετικά μέλη τα οποία μάλιστα κινούνται με τις εντολές του ανθρώπινου εγκεφάλου. Προ ημερών γεννήθηκε ένα κοριτσάκι 22 εβδομάδων. Με τις αμέριστες φροντίδες των γιατρών και τη χρήση σύγχρονων μηχανημάτων η Αιμιλία επέζησε. Είχε ύψος 24 εκατοστών και ζύγιζε μόλις 284 γραμμάρια.
Κι όμως! Αυτά τα πραγματικά και ουχί θρυλούμενα θαύματα περνούν σχεδόν απαρατήρητα. Ενα μεγάλο μέρος του κοινού εμπιστεύεται περισσότερο τους αγύρτες της «φραπελιάς» και των «θαυματουργών σκηνωμάτων», ενώ αδιαφορεί για την επιστήμη, μια ανθρώπινη διαδικασία που πραγματικά λύνει προβλήματα. Γιατί;
Η πρώτη εξήγηση έχει να κάνει με την παρελθούσα χρήση της επιστήμης από τα ΜΜΕ. Υπήρχε μια περίοδος που κάθε μικρό βήμα της επιστήμης (και η επιστήμη προχωρά με πολλά μικρά βήματα) παρουσιαζόταν ως η λύση για όλα τα προβλήματα. Ας αναλογιστούμε μόνο πόσες φορές τα Μέσα έχουν θεραπεύσει τον καρκίνο – όχι διά των αγυρτειών που έκαναν πρώτο θέμα (π. χ. «νερό του Καματερού») αλλά διά της διόγκωσης πραγματικών επιστημονικών προόδων. Ετσι ενώ η επιστήμη σήμερα θεραπεύει πολλά είδη καρκίνου, το ευρύ κοινό θυμάται τη διαψευσμένη ελπίδα για τον «θεραπευμένο καρκίνο».
Η δεύτερη εξήγηση έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι της μόδας η «ανησυχία» για κάθε πρόοδο. Φιλόσοφοι, καλλιτέχνες, λογοτέχνες και δημοσιογράφοι εκφράζουν τον βαθύ προβληματισμό τους για το «πού πάει ο κόσμος», για τον «απάνθρωπο, άνθρωπο δέσμιο της μηχανής» κι άλλα βαθυστόχαστα φιλοσοφικά. Ειδικά από τη γαλλική κουλτούρα γεννιούνται καθημερινά χιλιάδες ανησυχίες και βιβλία για την πορεία του «τεχνοκόσμου» μας. Εδώ κάλλιστα μπορεί να πει κανείς: όσοι μπορούν κάνουν. Οι υπόλοιποι -και ειδικά οι Γάλλοι- ανησυχούν.
Βέβαια, η ανησυχία για τεχνολογία δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Το 1885, μόλις άρχισε να εξαπλώνεται το τηλέφωνο, ο λογοτέχνης Tζέιμς Pάσελ Λόβελ φοβόταν ότι: «Σκεπάζουμε όλη τη χώρα με ομιλούντα σύρματα και θαβόμαστε ζωντανοί κάτω από σωρούς άχρηστου λόγου... είμαστε δε έτοιμοι να μετατραπούμε σε απλά σφουγγάρια παραγεμισμένα από τα βρόμικα νερά του χωριάτικου κουτσομπολιού....». Βάλτε στη θέση των «ομιλούντων συρμάτων» τη λέξη «δίκτυα» και έχετε τη σύγχρονη κινδυνολογία για το internet.
Η διαφορά με το παρελθόν είναι ότι η κινδυνολογία του Λόβελ έμεινε στην ιστορία σαν μια γραφικότητα, ενώ ο (πολεοδόμος και μεταμοντέρνος δοκιμιογράφος) Πολ Βιρίλιο διδάσκεται στα πανεπιστήμια. Προσθέστε στα παραπάνω και τις συνήθεις αριστερές ανησυχίες -ποιος ξέρει αν αυτές οι έρευνες γίνονται με ιδιωτικά κεφάλαια;- και έχουμε καθολική απαξίωση της προόδου.
Ζούμε σε μια εποχή που οι τυφλοί βρίσκουν το φως τους, οι χωλοί περπατούν κι ασθένειες που πριν από έναν αιώνα θέριζαν εκατομμύρια θεραπεύονται. Αυτή η εποχή δεν είναι τέλεια, αφού ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει τέλεια εποχή. Το γεγονός όμως ότι κάποια παιδιά θα δουν τον Παρθενώνα, ενώ πριν από μερικούς μήνες ήταν καταδικασμένα σε διαρκές σκοτάδι, είναι λόγος αισιοδοξίας. Κι αν δεν αισιοδοξούν οι καθ’ έξιν γκρινιάρηδες και κατά σύστημα ιδεοληπτικοί, κάποιοι άνθρωποι έχουν λόγους να χαμογελούν...