του Νικου Χρυσολωρα, Καθημερινή, 11/7/2012
Πριν από λίγες ημέρες, βρέθηκα σε μία παρέα Ελλήνων εκπατρισμένων που ζουν στις Βρυξέλλες. Εργάζονται ως εμπειρογνώμονες στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, άλλοι ως στελέχη του ιδιωτικού τομέα ή ερευνητές σε δεξαμενές σκέψεις. Πολύγλωσσοι, από 30 έως 37 ετών, με αρκετά πτυχία και πιστοποιητικά για να γεμίσουν τους τοίχους του γραφείου τους, εύκολα θα μπορούσε να τους κατατάξει κανείς στο πιο δυναμικό κομμάτι της ελληνικής μεσαίας τάξης. Οπως ήταν αναμενόμενο, η συζήτηση στράφηκε γρήγορα στην Ελλάδα. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι πήραν την απόφαση να φύγουν πολύ προτού ξεσπάσει η κρίση. Ολοι τους θεωρούν, μάλιστα, ότι σε κρίση βρισκόμασταν ούτως ή άλλως, πολύ πριν από την ύφεση.
«Από μικρός διαισθανόμουν ότι κάτι δεν πάει καλά σε αυτή τη χώρα και προσπαθούσα να βρω ευκαιρίες να βγω έξω. Δεν μπορούσα να διευκρινίσω τι είναι αυτό ακριβώς που με ενοχλεί», έλεγε ένας τριαντάρης της παρέας. «Ομως το σημείο καμπής ήταν οι φωτιές του 2007, όταν ανέβηκα στην ταράτσα του σπιτιού μου και είδα την Πάρνηθα». Για έναν φίλο του, το αντίστοιχο περιστατικό ήταν τα «Δεκεμβριανά» που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλ. Γρηγορόπουλου, το 2008. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτό που αποκαλύφθηκε ήταν ότι ο βασιλιάς ήταν γυμνός, ότι κάτω από την «κρούστα» της 15ετούς συνεχούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ, το κράτος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί ούτε καν στα στοιχειώδη καθήκοντά του.
Οι ιστορίες τους μου θύμισαν την ταινία «Μάτριξ» των αδελφών Γουακόφσκι (1999): ο πρωταγωνιστής της ταινίας, Νίο, αντιλαμβάνεται βαθιά μέσα του, από ένστικτο κυρίως, ότι κάτι δεν πάει καλά στο περιβάλλον του, αλλά δεν μπορεί να εντοπίσει ακριβώς τι. Μέχρι που εμφανίζεται μπροστά του ο μυστηριώδης Μορφέας, του εξηγεί ότι έχει δίκιο να πιστεύει ότι ο κόσμος γύρω του δεν είναι αληθινός και τον θέτει ενώπιον του διλήμματος: «Αν θες, επιλέγεις το μπλε χάπι και ξεχνάς όσα σου είπα μόλις τώρα. Αλλιώς, επιλέγεις το κόκκινο χάπι και το ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων συνεχίζεται. Θα σου δείξω μέχρι πού φτάνει η λαγότρυπα».
Ο Νίο επιλέγει το κόκκινο χάπι, όχι για να κοιμηθεί, αλλά για να ξυπνήσει στον πραγματικό κόσμο. Μόνο που η χώρα των θαυμάτων αποδεικνύεται εφιάλτης: ανακαλύπτει ότι η πραγματικότητα που ζούσε ήταν μια ψευδαίσθηση, ένας εικονικός φλοιός που κάλυπτε την αλήθεια. Ο πραγματικός κόσμος είναι ένα βομβαρδισμένο τοπίο, το σημείο μηδέν ενός πυρηνικού ολέθρου.
«Καλωσόρισες στην έρημο του Πραγματικού», λέει περίλυπος ο Μορφέας στον Νίο, δείχνοντάς του μία σκηνή όχι πολύ διαφορετική από την οδό Σταδίου μετά τον πυρπολισμό της, τον περασμένο Φεβρουάριο. Αυτό το βομβαρδισμένο τοπίο μου περιέγραψε πρόσφατα και στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που συμμετείχε στην Ομάδα Δράσης για την Ελλάδα (Task Force): μεταξύ των υπουργείων δεν υπάρχει καμία επικοινωνία, οι πολιτικές δεν αξιολογούνται, η Δημόσια Διοίκηση δεν έχει ηγεσία, ιεραρχική δομή, θεσμική μνήμη, συνέχεια, συνοχή. Ενα απόλυτο χάος, χωρίς αρχή και τέλος. Οπως και στο «Μάτριξ», όμως, οι ψευδαισθήσεις καταρρέουν μέσα στις ίδιες τις αντιφάσεις τους. Για την περίπτωση της Ελλάδας, το ερώτημα δεν είναι γιατί αυτό το κατασκεύασμα κατέρρευσε, αλλά πως στεκόταν όρθιο τόσο καιρό. Ακόμη και ο ιδιοφυής «Αρχιτέκτονας» του «Μάτριξ», άλλωστε, κάθε φορά που προσπαθούσε να διασώσει το δημιούργημά του με μπαλώματα, αποτύγχανε, αφού εμφανίζονταν ρωγμές από αλλού και το Πραγματικό επέστρεφε για να τον εκδικηθεί.
Πριν από δύο χρόνια, αναγκαστήκαμε να καταπιούμε το Κόκκινο Χάπι. Με το ζόρι, όμως. Και σήμερα βρισκόμαστε βαθιά μέσα στη λαγότρυπα, ανήμποροι να συμβιβαστούμε με την «Ερημο του Πραγματικού». Στο «Μάτριξ», ο Μορφέας δεν τους ξυπνάει όλους γιατί «δεν είναι έτοιμοι». Στην Ελλάδα, μολονότι ορισμένοι προσπαθούμε να παραμείνουμε προσκολλημένοι στην ψευδαίσθηση και στις παλαιές μας βεβαιότητες, δεν έχουμε, δυστυχώς, αυτήν την επιλογή.