της Νατάσας Μπαστέα, ΤΑ ΝΕΑ, 30/7/2012
«Η πιο μακρά ζωή μπορεί να ξεθωριάσει και να χαθεί», έγραφε ο Θίοντορ Πόουις, «όμως μια στιγμή μπορεί να ζήσει και να γίνει αθάνατη». Οι άνθρωποι είμαστε τόσο ανόητοι ώστε να επιζητούμε την αιώνια ζωή; αναρωτιόταν ο βρετανός συγγραφέας, η επανέκδοση βιβλίων του οποίου έδωσε την ευκαιρία στον φιλόσοφο Τζον Γκρέι, πρώην καθηγητή Ευρωπαϊκής Σκέψης στο London School of Economics, να εξετάσει εκ νέου το παλιό ερώτημα: Θα θέλαμε να ζούμε για πάντα;
Η ερώτηση είναι επίκαιρη, πολύ περισσότερο σήμερα, μια εποχή κατά την οποία κάνουμε τα πάντα για να ζήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο. Η αναζήτηση της μακροζωίας δεν είναι κάτι καινούργιο. Οι αρχαίοι Κινέζοι αλλά και οι ευρωπαίοι αλχημιστές ονειρεύονταν ένα ελιξίριο που θα έδινε αιώνια ζωή. Στο βιβλίο της Μέρι Σέλεϊ ο Δρ Φρανκεστάιν κυνηγά το όνειρο, εμφυσά και πάλι τη ζωή σε μέρη από σώματα νεκρών. Ομως μόνο πρόσφατα το όνειρο έχει κυριεύσει τις μεγάλες μάζες, με εκατομμύρια ανθρώπους να ακολουθούν δίαιτες και προγράμματα άθλησης με την ελπίδα ότι μπορούν να αναβάλουν τον θάνατο.
Υπάρχουν κάποιοι που πηγαίνουν ακόμα πιο μακριά - ομάδες ατόμων που βάζουν στην κατάψυξη τις σορούς τους έως ότου η τεχνολογία αναπτυχθεί σε σημείο που να μπορούν να αναβιώσουν ή κάποιοι άλλοι που παίρνουν εκατοντάδες βιταμίνες καθημερινά ενώ κοιτούν προς το μέλλον, σε κάποια στιγμή που θα μπορούν να «φορτώσουν» τον εγκέφαλό τους στον κυβερνοχώρο και να διαφύγουν πλήρως τον θάνατο. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε όλες αυτές τις ιδέες εντελώς ανέφικτες. Ζούμε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γενιά ανθρώπων και σε αυτή τη διαδικασία δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο όριο.
Ομως, ένα ακόμα πιο ενδιαφέρον ερώτημα είναι το γιατί κάποιος θα ήθελε να ζει για πάντα, αναρωτιέται ο Γκρέι. Στην προσπάθεια να ξεφύγουμε από τον θάνατο, αποπειρώμεθα να υπερβούμε τον φυσικό κόσμο. Πολύ πριν η χρήση της τεχνολογίας για να ξεπεραστεί η θνητότητα έγινε επιστημονικά εφικτή, οι περισσότερες θρησκείες του κόσμου υπόσχονταν κάποιου είδους μεταθανάτια ζωή για τους πιστούς. Αυτό όμως δίνει μια άλλη διάσταση στο ερώτημα: Γιατί τόσο πολλοί θρησκευόμενοι άνθρωποι θέλουν να πιστέψουν ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος;
Στο έργο που έγραψε ο Πόουις το 1927, το «Καλό κρασί του κυρίου Ουέστον», ο ήρωας φθάνει σε ένα χωριό για να πουλήσει κρασιά - είναι όμως, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Θεός που έρχεται να δει τα δημιουργήματά του συνοδευόμενος από έναν βοηθό που ξέρει τους ανθρώπους. Ο κύριος Ουέστον είναι θλιμμένος και μοναχικός και παρότι συμπαθεί τα δημιουργήματά του, κάποιες φορές τα ζηλεύει κιόλας. Εχει δύο κρασιά να πουλήσει - το ελαφρύ λευκό της αγάπης και το σκούρο κρασί του θανάτου. Οπως λέει ο κύριος Ουέστον σκεφτικός: «Μόνο πλάσματα που ζουν πεπερασμένα μπορούν να κατανοήσουν στιγμές αθάνατης αξίας».