του Στ.Γ. Φραγκόπουλου, Δρ.Μηχανικού, Καθηγητή
Η πιο συνηθισμένη κουβέντα που ακούω τελευταία στην πόλη είναι: «Γι’
αυτό φτάσαμε εδώ που είμαστε!» Καθένας την κολλάει εκεί που τον βολεύει και όλοι
βγαίνουν δικαιωμένοι και επιβεβαιωμένοι, όταν δεν γίνεται το «δικό τους»…
Πριν από μερικές εβδομάδες περίμενα μαζί με άλλους στο γκισέ μιας δημόσιας υπηρεσίας. Με πλησιάζει μια κυρία με μικρό παιδί στην αγκαλιά και με ρωτάει, «Ξέρετε κύριε πού είναι η οδός τάδε, με έστειλαν σε ένα γραφείο…» Πράγματι ήξερα! Της λέω θα βγείτε έξω και θα περπατήσετε στο δρόμο μπροστά προς τα δεξιά… Πάνω εκεί πετάγεται από πίσω στην ουρά κάποιος και άρχισε να δίνει δικές του εξηγήσεις…
Σταμάτησα εγώ να μιλάω, αφού υπήρχε άλλος πρόθυμος… Αλλά αυτός έδινε λάθος πληροφορίες και κάποιος του το επεσήμανε: «Όχι, δεν είναι εκεί… σωστά έλεγε ο κύριος!» (εγώ, δηλαδή). Ξανάρχεται η κυρία σε μένα και, πάνω που πάω να συνεχίσω, επεμβαίνει ο άλλος να δώσει τις δικές του πληροφορίες… Του λέω, «Μαζί θα μιλάμε τώρα;», για να τον αποτρέψω να παρέμβει κι ας έκανε μετά ό,τι ήθελε. Μου απαντάει λοιπόν αυτός με στόμφο: «Έτσι γίνεται, γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που είμαστε…»
Έμεινα κατάπληκτος, πώς μπορεί να «φτάσαμε εδώ που είμαστε» τη στιγμή που αυτός παρεμβαίνει και δίνει απρόσκλητα (λάθος) πληροφορίες. Εκτός αν θεωρούσε ότι επιβάλλεται να ακούσει η κυρία οπωσδήποτε την πληροφορία του, ώστε να μειωθεί το χρέος, να κάνει ο Γιωργάκης ή ο βενιζέλος αναδρομικά σωστές πολιτικές κινήσεις, να πέσουν τα επιτόκια κ.ο.κ.
Κάτι σχετικά του είπαν και οι άλλοι — όταν δεν έχεις δουλειά και περιμένεις στην ουρά, ασχολείσαι με τα συμβαίνοντα γύρω σου: «Έλα ρε φίλε, πετάγεσαι απρόσκλητος και σου φταίνε οι άλλοι μετά», και άλλα τέτοια. Μετά είδα ότι η κυρία, αφού άκουσε την υπόδειξή μου, ρώτησε και κάποιον άλλον στην έξοδο, μήπως και της είπα τίποτα λάθος εγώ… Έτσι είναι σωστό, πρέπει να διασταυρώνουμε, αφού συχνά δίνουμε και παίρνουμε εσφαλμένες πληροφορίες…
Νεότερη ευκαιρία για επιβεβαίωση του ερωτήματος «γιατί φτάσαμε εδώ που είμαστε;», δόθηκε σήμερα Κυριακή σε ένα περίπτερο της γειτονιάς μου, όπου μαζεύεται κόσμος κάθε πρωί για να πάρει εφημερίδα, τσιγάρα και ό,τι άλλο ποθεί έκαστος. Καταφθάνει ένας, 45-50άρης, παραθεριστής, κοντό παντελονάκι, βιαστικός και φουριόζος και στήνει το μηχανάκι για να αγοράσει κάτι. Εκείνη την ώρα σταματάει και κάποιος άλλος μπροστά με αμάξι και βάζει όπισθεν για να πλησιάσει το περίπτερο. Εγώ βρίσκομαι ανάμεσα και κοιτάω με αδιαφορία. Οπότε πλησιάζει το αυτοκίνητο, αργά βέβαια, και χτυπάει λίγο το μηχανάκι. Γέρνει αυτό και σταματάει στα χέρια του ιδιοκτήτη του, ο οποίος δεν είχε ακόμα απομακρυνθεί. Ακούγονται φωνές, «Βρε ατζαμή!», «πρόσεχε!» και άλλα τέτοια… Κάτι φώναξα κι εγώ αυθόρμητα…
Πριν από μερικές εβδομάδες περίμενα μαζί με άλλους στο γκισέ μιας δημόσιας υπηρεσίας. Με πλησιάζει μια κυρία με μικρό παιδί στην αγκαλιά και με ρωτάει, «Ξέρετε κύριε πού είναι η οδός τάδε, με έστειλαν σε ένα γραφείο…» Πράγματι ήξερα! Της λέω θα βγείτε έξω και θα περπατήσετε στο δρόμο μπροστά προς τα δεξιά… Πάνω εκεί πετάγεται από πίσω στην ουρά κάποιος και άρχισε να δίνει δικές του εξηγήσεις…
Σταμάτησα εγώ να μιλάω, αφού υπήρχε άλλος πρόθυμος… Αλλά αυτός έδινε λάθος πληροφορίες και κάποιος του το επεσήμανε: «Όχι, δεν είναι εκεί… σωστά έλεγε ο κύριος!» (εγώ, δηλαδή). Ξανάρχεται η κυρία σε μένα και, πάνω που πάω να συνεχίσω, επεμβαίνει ο άλλος να δώσει τις δικές του πληροφορίες… Του λέω, «Μαζί θα μιλάμε τώρα;», για να τον αποτρέψω να παρέμβει κι ας έκανε μετά ό,τι ήθελε. Μου απαντάει λοιπόν αυτός με στόμφο: «Έτσι γίνεται, γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που είμαστε…»
Έμεινα κατάπληκτος, πώς μπορεί να «φτάσαμε εδώ που είμαστε» τη στιγμή που αυτός παρεμβαίνει και δίνει απρόσκλητα (λάθος) πληροφορίες. Εκτός αν θεωρούσε ότι επιβάλλεται να ακούσει η κυρία οπωσδήποτε την πληροφορία του, ώστε να μειωθεί το χρέος, να κάνει ο Γιωργάκης ή ο βενιζέλος αναδρομικά σωστές πολιτικές κινήσεις, να πέσουν τα επιτόκια κ.ο.κ.
Κάτι σχετικά του είπαν και οι άλλοι — όταν δεν έχεις δουλειά και περιμένεις στην ουρά, ασχολείσαι με τα συμβαίνοντα γύρω σου: «Έλα ρε φίλε, πετάγεσαι απρόσκλητος και σου φταίνε οι άλλοι μετά», και άλλα τέτοια. Μετά είδα ότι η κυρία, αφού άκουσε την υπόδειξή μου, ρώτησε και κάποιον άλλον στην έξοδο, μήπως και της είπα τίποτα λάθος εγώ… Έτσι είναι σωστό, πρέπει να διασταυρώνουμε, αφού συχνά δίνουμε και παίρνουμε εσφαλμένες πληροφορίες…
Νεότερη ευκαιρία για επιβεβαίωση του ερωτήματος «γιατί φτάσαμε εδώ που είμαστε;», δόθηκε σήμερα Κυριακή σε ένα περίπτερο της γειτονιάς μου, όπου μαζεύεται κόσμος κάθε πρωί για να πάρει εφημερίδα, τσιγάρα και ό,τι άλλο ποθεί έκαστος. Καταφθάνει ένας, 45-50άρης, παραθεριστής, κοντό παντελονάκι, βιαστικός και φουριόζος και στήνει το μηχανάκι για να αγοράσει κάτι. Εκείνη την ώρα σταματάει και κάποιος άλλος μπροστά με αμάξι και βάζει όπισθεν για να πλησιάσει το περίπτερο. Εγώ βρίσκομαι ανάμεσα και κοιτάω με αδιαφορία. Οπότε πλησιάζει το αυτοκίνητο, αργά βέβαια, και χτυπάει λίγο το μηχανάκι. Γέρνει αυτό και σταματάει στα χέρια του ιδιοκτήτη του, ο οποίος δεν είχε ακόμα απομακρυνθεί. Ακούγονται φωνές, «Βρε ατζαμή!», «πρόσεχε!» και άλλα τέτοια… Κάτι φώναξα κι εγώ αυθόρμητα…
Βγαίνει ο οδηγός έντρομος, δεν φαινόταν στον καθρέφτη το
μηχανάκι και δεν κατάλαβε πού κτύπησε… Βλέπει τι έγινε, κατάλαβε ότι δεν συνέβη
τίποτα σημαντικό, τραυματισμός ή κάτι τέτοιο, και λέει, μάλλον σε μένα επειδή
νόμιζε ότι είμαι ο ιδιοκτήτης, «Συγγνώμη κύριε, δεν το είδα καθόλου…» Ο πραγματικός
ιδιοκτήτης ήταν όμως έξαλλος: «Βρε ζώον, βρε μα..κα, θα με σκότωνες, βρε
ηλίθιε…» Και άλλα πολλά που εμπίπτουν στο νόμο περί ασέμνων.
Εκεί αναγκάστηκα να παρέμβω κι εγώ για να ηρεμήσω τον μηχανόβιο, δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε στην κοινωνία μια διάχυτη νευρικότητα: Δεν έγινε τίποτα, ευτυχώς δεν κτύπησες και το μηχανάκι μια χαρά είναι… Ο άλλος τίποτα, να βρίζει σαν λούστρος (και ζητώ συγγνώμη από τους κ.κ. στιλβωτές υποδημάτων), είπε όλα όσα είχε στο μυαλό του να πει από μηνών και δεν έβρισκε ευκαιρία…
Ο δράστης του «τροχαίου» περιστατικού, 60άρης περίπου, καταρχάς άκουγε έκπληκτος, γιατί οι φωνές του άλλου δεν δικαιολογούνταν από την επιπολαιότητα του περιστατικού. «Μα τι να κάνω τώρα, σου ζήτησα συγγνώμη, ευτυχώς που δεν έπαθες ζημιά, τι άλλο να κάνω για να σε ικανοποιήσω;» Ήρεμος καταρχάς και έκπληκτος. Ο άλλος συνέχισε «Τέτοιοι μα..κες κυκλοφορούν, θα μας σκοτώσουν όλους, ζώα που τους δώσανε δίπλωμα να οδηγούν…»
Οπότε αλλάζει το κλίμα, ο μέχρι τώρα ήρεμος υπαίτιος του περιστατικού, αγρίεψε, «Τι θέλεις τώρα να σε πλακώσω στο ξύλο;» και πάει επάνω στον άλλο. Εγώ ανάμεσα, εμφανώς ασθενέστερος σε δύναμη κι από τους δύο, να προσπαθώ να τους αποτρέψω με λόγια… «Τι πράγματα είναι αυτά, κύριοι; Θα έρθει η Αστυνομία (στα 200 μέτρα το αστυνομικό τμήμα) και δεν θα ξέρετε να πείτε ούτε καν γιατί πιαστήκατε στα χέρια… σας παρακαλώ!» Μια στον ένα και μια στον άλλον…
Λένε ότι γι’ αυτό υπάρχουν οι φίλοι, για να μας προφυλάσσουν από υπερβολικές αντιδράσεις μας… Αλλά και οι περαστικοί χρήσιμοι είναι σε τέτοιες περιπτώσεις!
Πράγματι, με τα πολλά, εγώ ανάμεσα, απομακρύνθηκαν αμοιβαία οι αντιδικούντες, αλλά συνέχισαν και οι δύο τώρα να φωνάζουν, γαϊδούρι, βλάκα, ηλίθιε, ζώον, μα..κα, κανίβαλε… και διάφορα άλλα.
Εντωμεταξύ είχαν μαζευτεί γύρω και θεατές, οι περισσότεροι αγνοώντας τι είχε συμβεί. Είδαν καυγά και θέλησαν να παρακολουθήσουν: Ρίξτου, πιάστου τη μύτη… Μια φασαρία χωρίς καμιά δικαιολογία και έξω από κάθε μέτρο. Η διάχυτη νευρικότητα που λέγαμε... Αν δεν είχα παρεμβληθεί δε ο ίδιος ανάμεσά τους, θα είχαν πέσει αρκετές καρπαζιές…
Πάνω εκεί, στρέφεται ο μηχανόβιος προς το περίπτερο -εφημερίδα ήθελε να πάρει και έμπλεξε- οπότε λέει φωναχτά: «Τέτοια κάνουμε, γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που είμαστε!» Ο άλλος ούτε που άκουγε πια, είχε μπει εκνευρισμένος στο αμάξι και έφυγε με ταχύτητα… Εγώ, περισσότερο από ευχαρίστηση που απετράπη ο ξυλοδαρμός, παρά για την απόφανση του μηχανόβιου, ήμουν έτοιμος να βάλω τα γέλια… Δεν είπα τίποτα, να ρωτήσω π.χ. τι ακριβώς κάνουμε και φτάσαμε εδώ: Παρκάρουμε πρόχειρα το μηχανάκι; Δεν προσέχουμε στην όπισθεν; Βρίζουμε αμετροεπώς τον αντίδικο, χωρίς καν να ξέρουμε ποιος είναι; Τι ακριβώς φταίει, τέλος πάντων, που πάμε για πτώχευση; Θα με άρχιζε στις θεωρίες ο άλλος και δεν είχα όρεξη να ακούσω…
Σκέφτομαι ότι σχεδόν άπαντες ζητάμε εναγωνίως μια δικαιολογία για να επιβεβαιωθούμε… Όλοι κάτι γνωρίζαμε και βλέπαμε, μερικοί συμμετείχαμε κιόλας, αλλά δεν ξέραμε γιατί και πώς! Και τώρα που συνέβη το ανεπιθύμητο και βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από την άτακτη πτώχευση, συναρμολογούμε με νευρικότητα και εκ του προχείρου τις εξηγήσεις που μας ταιριάζουν για να επιβεβαιώνουμε αυτά που πάντα θέλαμε να εξηγήσουμε – όπως μας βολεύει βεβαίως!
Εκεί αναγκάστηκα να παρέμβω κι εγώ για να ηρεμήσω τον μηχανόβιο, δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε στην κοινωνία μια διάχυτη νευρικότητα: Δεν έγινε τίποτα, ευτυχώς δεν κτύπησες και το μηχανάκι μια χαρά είναι… Ο άλλος τίποτα, να βρίζει σαν λούστρος (και ζητώ συγγνώμη από τους κ.κ. στιλβωτές υποδημάτων), είπε όλα όσα είχε στο μυαλό του να πει από μηνών και δεν έβρισκε ευκαιρία…
Ο δράστης του «τροχαίου» περιστατικού, 60άρης περίπου, καταρχάς άκουγε έκπληκτος, γιατί οι φωνές του άλλου δεν δικαιολογούνταν από την επιπολαιότητα του περιστατικού. «Μα τι να κάνω τώρα, σου ζήτησα συγγνώμη, ευτυχώς που δεν έπαθες ζημιά, τι άλλο να κάνω για να σε ικανοποιήσω;» Ήρεμος καταρχάς και έκπληκτος. Ο άλλος συνέχισε «Τέτοιοι μα..κες κυκλοφορούν, θα μας σκοτώσουν όλους, ζώα που τους δώσανε δίπλωμα να οδηγούν…»
Οπότε αλλάζει το κλίμα, ο μέχρι τώρα ήρεμος υπαίτιος του περιστατικού, αγρίεψε, «Τι θέλεις τώρα να σε πλακώσω στο ξύλο;» και πάει επάνω στον άλλο. Εγώ ανάμεσα, εμφανώς ασθενέστερος σε δύναμη κι από τους δύο, να προσπαθώ να τους αποτρέψω με λόγια… «Τι πράγματα είναι αυτά, κύριοι; Θα έρθει η Αστυνομία (στα 200 μέτρα το αστυνομικό τμήμα) και δεν θα ξέρετε να πείτε ούτε καν γιατί πιαστήκατε στα χέρια… σας παρακαλώ!» Μια στον ένα και μια στον άλλον…
Λένε ότι γι’ αυτό υπάρχουν οι φίλοι, για να μας προφυλάσσουν από υπερβολικές αντιδράσεις μας… Αλλά και οι περαστικοί χρήσιμοι είναι σε τέτοιες περιπτώσεις!
Πράγματι, με τα πολλά, εγώ ανάμεσα, απομακρύνθηκαν αμοιβαία οι αντιδικούντες, αλλά συνέχισαν και οι δύο τώρα να φωνάζουν, γαϊδούρι, βλάκα, ηλίθιε, ζώον, μα..κα, κανίβαλε… και διάφορα άλλα.
Εντωμεταξύ είχαν μαζευτεί γύρω και θεατές, οι περισσότεροι αγνοώντας τι είχε συμβεί. Είδαν καυγά και θέλησαν να παρακολουθήσουν: Ρίξτου, πιάστου τη μύτη… Μια φασαρία χωρίς καμιά δικαιολογία και έξω από κάθε μέτρο. Η διάχυτη νευρικότητα που λέγαμε... Αν δεν είχα παρεμβληθεί δε ο ίδιος ανάμεσά τους, θα είχαν πέσει αρκετές καρπαζιές…
Πάνω εκεί, στρέφεται ο μηχανόβιος προς το περίπτερο -εφημερίδα ήθελε να πάρει και έμπλεξε- οπότε λέει φωναχτά: «Τέτοια κάνουμε, γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που είμαστε!» Ο άλλος ούτε που άκουγε πια, είχε μπει εκνευρισμένος στο αμάξι και έφυγε με ταχύτητα… Εγώ, περισσότερο από ευχαρίστηση που απετράπη ο ξυλοδαρμός, παρά για την απόφανση του μηχανόβιου, ήμουν έτοιμος να βάλω τα γέλια… Δεν είπα τίποτα, να ρωτήσω π.χ. τι ακριβώς κάνουμε και φτάσαμε εδώ: Παρκάρουμε πρόχειρα το μηχανάκι; Δεν προσέχουμε στην όπισθεν; Βρίζουμε αμετροεπώς τον αντίδικο, χωρίς καν να ξέρουμε ποιος είναι; Τι ακριβώς φταίει, τέλος πάντων, που πάμε για πτώχευση; Θα με άρχιζε στις θεωρίες ο άλλος και δεν είχα όρεξη να ακούσω…
Σκέφτομαι ότι σχεδόν άπαντες ζητάμε εναγωνίως μια δικαιολογία για να επιβεβαιωθούμε… Όλοι κάτι γνωρίζαμε και βλέπαμε, μερικοί συμμετείχαμε κιόλας, αλλά δεν ξέραμε γιατί και πώς! Και τώρα που συνέβη το ανεπιθύμητο και βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από την άτακτη πτώχευση, συναρμολογούμε με νευρικότητα και εκ του προχείρου τις εξηγήσεις που μας ταιριάζουν για να επιβεβαιώνουμε αυτά που πάντα θέλαμε να εξηγήσουμε – όπως μας βολεύει βεβαίως!