του Τάσου Κωστόπουλου, Εφημ. των Συντακτών, 22/5/2013
«Ο λαός της Θεσσαλονίκης προκληθείς υπό των ερυθρών πρακτόρων έδωσε
την απάντησίν του, διότι είναι πλέον γνωστόν ότι σκοπός των δήθεν
φιλειρηνιστών δεν είναι ο αγών διά την ειρήνην αλλά η προπαγάνδα διά την
συνθηκολόγησιν και την παράδοσιν εις τους επιβουλευομένους την
ελευθερίαν της χώρας μας ερυθρούς τυράννους».
Με τα παραπάνω διθυραμβικά λόγια περιέγραψε τη δολοφονία του Γρηγόρη
Λαμπράκη και τον σοβαρό τραυματισμό του συναδέλφου του Γιώργου Τσαρουχά
το αρμόδιο 2ο επιτελικό γραφείο του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Δύο
μέρες μετά τη δολοφονική επίθεση των παρακρατικών στη Θεσσαλονίκη
(22.5.1963), κι ενώ ο βουλευτής της Αριστεράς ψυχορραγούσε ακόμη στο
νοσοκομείο, το ενημερωτικό σήμα του ΓΕΣ προς όλες τις στρατιωτικές
μονάδες της χώρας έφερε τον αποκαλυπτικό τίτλο «Ο κομμουνισμός προκαλεί»
κι εξηγούσε πως το έγκλημα δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μια υγιής
και αυθόρμητη αντίδραση «των πολιτών» στις κομμουνιστικές προκλήσεις:
«Οι υπό το προσωπείον των “Φίλων της Ειρήνης” κομμουνισταί, μετά την
αποτυχούσαν προσπάθειαν εμφανίσεως εις Αθήνας διά της περιβοήτου πορείας
ειρήνης, εξεστράτευσαν εις Θεσσαλονίκην. Ούτω εγκατασταθέντες, προχθές,
εις κεντρικήν αίθουσαν και τοποθετήσαντες έξωθι ταύτης μεγάφωνα ήρχισαν
διά της εκφωνήσεως κομμουνιστικών συνθημάτων να προκαλούν τους
διερχομένους πολίτας. Ως ήτο φυσικόν, η προκλητικότης αύτη των
κομμουνιστών επροκάλεσεν την αγανάκτησιν των διερχομένων πολιτών οίτινες
και απεδοκίμασαν τους εκτρεπομένους ερυθρούς πράκτορας, διασωθέντας
τελικώς εκ της δικαίας οργής του αγανακτισμένου λαού χάρις εις την
άμεσον κινητοποίησιν ισχυράς δυνάμεως χωροφυλακής».
ΚΥΠ και Χωροφυλακή
Στην πραγματικότητα τα γεγονότα εξελίχθηκαν βέβαια εντελώς
διαφορετικά. Η συγκέντρωση των «Φίλων της Ειρήνης» στην οποία μίλησαν οι
δυο βουλευτές πολιορκήθηκε επί δίωρο από ένα πλήθος ακροδεξιών
παρακρατικών με την προστατευτική κάλυψη 180 χωροφυλάκων και παρουσία
όλης της αστυνομικής ηγεσίας της συμπρωτεύουσας. Η συγκέντρωση των
«αγανακτισμένων» εθνικοφρόνων είχε οργανωθεί από τις υπηρεσίες ασφαλείας
(ΚΥΠ και Χωροφυλακή), έγινε μάλιστα και «προσυγκέντρωση» στο Ε΄
Αστυνομικό Τμήμα, όπου δόθηκαν οδηγίες για την «αυθόρμητη αντίδρασή»
τους. Ο Τσαρουχάς κακοποιήθηκε μπροστά σε αξιωματικούς της αστυνομίας,
όταν ζήτησε την απομάκρυνση των τραμπούκων.
Ο Λαμπράκης σκοτώθηκε κατά την έξοδό του από το κτίριο, χτυπημένος
από το τρίκυκλο που οδηγούσε ο «μεταφορεύς» Σπύρος Γκοτζαμάνης και
-σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες- από το λοστό που κράδαινε ο συνεπιβάτης
του, μπογιατζής Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης.
Ο Γκοτζαμάνης ήταν μέλος του παρακρατικού «Συνδέσμου Αγωνιστών και
Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος» του δωσίλογου Ξενοφώντος
«Φον» Γιοσμά, επικεφαλής επί Κατοχής της υπηρεσίας προπαγάνδας του ναζί
συνταγματάρχη Πούλου.
Πενήντα χρόνια μετά, κι ενώ φασισμός ξανασηκώνει κεφάλι σ’ ένα
πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο παντελώς διαφορετικό, αν κάτι αξίζει κυρίως να
κρατήσουμε από εκείνη την τραγική νύχτα είναι κυρίως η στενή διαπλοκή
του επίσημου εθνικόφρονος και αντικομμουνιστικού «βαθέος κράτους» με το
δολοφονικό φασιστικό παρακράτος. Οι «αγανακτισμένοι» δολοφόνοι της
Θεσσαλονίκης του 1963 δεν έκαναν του κεφαλιού τους: ήταν η αιχμή του
δόρατος μιας πολύ ευρύτερης κινητοποίησης που είχε οργανωθεί από την
κορυφή της πολιτικής εξουσίας για τη δυναμική καταστολή του «εσωτερικού
εχθρού» και υποστηριζόταν ενεργά από τον σκληρό πυρήνα του κρατικού
μηχανισμού (στρατό, σώματα ασφαλείας, Δικαιοσύνη), απολαμβάνοντας την
ευμενή ουδετερότητα -ή δεδηλωμένη συμπάθεια- μιας καθόλου ευκαταφρόνητης
μερίδας αξιοπρεπών και φιλήσυχων πολιτών.
Ας τα πάρουμε ένα ένα, αποδομώντας τον μεταπολιτευτικό εθνικό μύθο
που θέλει τον φόνο του Λαμπράκη προϊόν της συνωμοσίας ακατονόμαστων
σκοτεινών κύκλων και τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή ένα
ακόμη -αν όχι το βασικό- «θύμα» της.
Η ΕΔΑ αντιπολίτευση
* Το παρακράτος δεν προέκυψε από το πουθενά. Συγκροτήθηκε από τον
ίδιο τον Καραμανλή αμέσως μετά τις εκλογές του 1958, όταν η ΕΔΑ
αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση με 24,4% των ψήφων, με στόχο τη
βίαιη ανάσχεση της επιρροής της.
Η δράση του καθοδηγήθηκε αρχικά από μια «αφανή επιτροπή» υπουργών και
στη συνέχεια από μια «Δευτεροβάθμιο Συντονιστική Επιτροπή» διαφόρων
υπηρεσιών, με πρόεδρο τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ. Εκτός από την ΚΥΠ (νυν ΕΥΠ),
καθοριστικό ρόλο έπαιζε η «Υπηρεσία Πληροφοριών» του υπουργείου
Προεδρίας. Δική της πρόταση, με εισήγηση του «σοβιετολόγου» Γεωργίου
Γεωργαλά, ήταν η οργάνωση «αντισυγκεντρώσεων» από εθνικόφρονες
παρακρατικούς για το σπάσιμο του ηθικού των αριστερών και την
τρομοκράτηση των δυνάμει οπαδών της ΕΔΑ.
Τα σώματα ασφαλείας
Η συμβολή των σωμάτων ασφαλείας στην ανάπτυξη του παρακράτους υπήρξε
κάτι παραπάνω από καθοριστική. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων
των κατά τόπους αστυνομικών τμημάτων συγκαταλεγόταν η επιτήρηση (και ο
πρωτοβάθμιος «συνετισμός») του «εσωτερικού εχθρού» στο επίπεδο της
συνοικίας, με αξιοποίηση ενός πυκνού δικτύου πληροφοριοδοτών και λοιπών
συνεργατών.
Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντασσόταν η λειτουργία των παρακρατικών
οργανώσεων: όπως διαβάζουμε στην έντυπη ταυτότητα («δελτίον
αναγνωρίσεως») με την οποία ήταν εφοδιασμένα τα μέλη της
«Αντικομμουνιστικής Σταυροφορίας», τα τελευταία είχαν υποχρέωση ν’
αναφέρουν «εις την πλησιεστέραν Αστυνομικήν Αρχήν οιανδήποτε σοβαράν
πληροφορίαν ή αντεθνικήν ενέργειαν κομμουνιστών, σχέσιν έχουσαν με την
ασφάλειαν και την ακεραιότητα της Πατρίδος μας» αλλά και να «παρέχωσι
προς τα όργανα των Σωμάτων Ασφαλείας αμέριστον την συνδρομήν των».
Ο ρόλος του στρατού
Ο στρατός διαδραμάτισε συντονιστικό ρόλο στο όλο εγχείρημα. Η
«Δευτεροβάθμιος Επιτροπή» εξακολούθησε να λειτουργεί, μ’ επικεφαλής τον
αρχηγό ΓΕΕΘΑ αντιστράτηγο Πιπιλή, και μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη και
τη φυγή του Καραμανλή στο εξωτερικό. Στη σύσκεψη της 26.7.1963
διατυπώθηκε μάλιστα η ανησυχία πως η «εκμετάλλευσις των γεγονότων της
Θεσσαλονίης» απ’ την ΕΔΑ μπορούσε να οδηγήσει σε «κάμψιν του ηθικού του
εθνικόφρονος κόσμου» κι αποφασίστηκε «να διακοπή πάσα δίωξις
εθνικοφρόνων οργανώσεων».
Η Δικαιοσύνη
* Όσον αφορά τη Δικαιοσύνη, οι λειτουργοί της έχουν διασφαλίσει μιαν
εντελώς παραπλανητική συλλογική υστεροφημία, χάρη στη θαρραλέα στάση τού
τότε ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη, που δεν δίστασε να παραπέμψει σε δίκη
(και -κυρίως- να προφυλακίσει) την ηγεσία των σωμάτων ασφαλείας της
συμπρωτεύουσας για τη συμβολή τους στο έγκλημα. Στην πραγματικότητα, το
δικαστικό σώμα έδρασε προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση: οι
αξιωματικοί της αστυνομίας αποφυλακίστηκαν -πλην ενός- μέσα σ’ έναν μήνα
με απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, κατά τη διάρκεια δε της
ανάκρισης ο ίδιος ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνος Κόλλιας,
άσκησε αφόρητες πιέσεις για τον περιορισμό της δίωξης μόνο στους
(λούμπεν και ως εκ τούτου αναλώσιμους) φυσικούς αυτουργούς. Την 21η
Απριλίου 1967 ο ίδιος ανώτατος δικαστικός λειτουργός διορίστηκε από τους
πραξικοπηματίες πρώτος πρωθυπουργός της χούντας, δίχως να υποστεί την
παραμικρή δίωξη γι’ αυτό μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Σωματική κάκωση!
* Οι φιλήσυχοι πολίτες έδωσαν, τέλος, το «παρών» (και) ως ένορκοι του
μικτού ορκωτού κακουργιοδικείου που εκδίκασε την υπόθεση στα τέλη του
1966. Αθώωσαν όλους τους κατηγορούμενους αστυνομικούς κι επιπλέον
απεφάνθησαν ότι… δεν υπήρξε καν δολοφονία, απλώς «επικίνδυνη σωματική
κάκωση» του Λαμπράκη από το τρίκυκλο που οδηγούσε ο «εριστικός» και
«υπέρμετρα φανατικός» Γκοτζαμάνης, με πρόθεση να τον τραυματίσει μόνο.
Επιμετρώντας τις ποινές στο δίδυμο των φυσικών αυτουργών, οι δικαστές με
τη σειρά τους θα τους αναγνωρίσουν τα ελαφρυντικά όχι μόνο του προτέρου
έντιμου βίου, αλλά και της «απουσίας ταπεινών κινήτρων»…