του Δημ. Φύσσα, ΒΗΜΑ, 9/5/1999
1. Το
νεοελληνικό φροντιστηριακό φαινόμενο έχει προφανώς συμβάλει στη μορφή που έχουν
λάβει τα σχολικά μαθήματα τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη
διδακτική και τον τρόπο εξέτασης. Το φροντιστήριο έχει στη χώρα μας αποβεί
συνδιαμορφωτής της εκπαίδευσης, μαζί με το υπουργείο Παιδείας και τα σχολεία.
2. Όσον αφορά όμως την Έκθεση Ιδεών δεν πρόκειται για συνδιαμόρφωση, αλλά για σχεδόν κατ'
αποκλειστικότητα γέννησή της στα φροντιστήρια.
3. Διδάσκω όσο
μπορεί να διδαχθεί το μάθημα αυτό σε αθηναϊκά φροντιστήρια επί 21 χρόνια.
Μελετώ και σχολιάζω γύρω στα 1.000 μαθητικά γραπτά τον χρόνο. Παρακολουθώ τα
«εκθεσιολόγια» που κυκλοφορούν στην αγορά. Η βασική μου παρατήρηση μπορεί να
συνοψιστεί στο εξής: κυρίαρχες τάσεις είναι η τυποποίηση, η αποστήθιση και η
καταστροφολογία. Η τυποποίηση και η αποστήθιση («αυτό είναι το σχεδιάγραμμα που
θα ακολουθήσεις»... «αυτοί είναι δύο-τρεις πρόλογοι· να τους μάθετε απέξω και
να διαλέξετε, ανάλογα με το θέμα, όποιον ταιριάζει») είναι η λογική κατάληξη
ανθρώπων που θεωρούν ότι έχουν βρει τη μία και μοναδική αλήθεια (τη δική τους,
βέβαια) και συνεπώς ο μαθητής, που «δεν ξέρει», αυτά «πρέπει» να γράψει.
4. Περιεχόμενο του
μέσου φροντιστηριακού μαθήματος, άρα και της μέσης γραφόμενης στο φροντιστήριο
Εκθεσης, είναι η καταστροφολογία.
Οι ρίζες της, από όσα έχω
αντιληφθεί, μπορούν να αναζητηθούν στα εξής:
α) Δοκίμια του Ευ. Παπανούτσου (το νεότερο των
οποίων είναι 25 ετών).
β) Εκθεσιολόγια τριών-τεσσάρων (γνωστών στους
παροικούντες την Ιερουσαλήμ) μεγαλοφροντιστών, αναλλοίωτα ουσιαστικά από τις
δεκαετίες του '60 και του '70 ή από τις αρχές του '80.
γ) Συγγράμματα ορισμένων άλλων διανοητών, κυρίως
θεολόγων και νεοορθοδόξων.
δ) Κείμενα του ΚΚΕ, της Greenpeace (και άλλων
οικολογικών οργανώσεων), της Ορθόδοξης Εκκλησίας, της άκρας Δεξιάς.
5. Τα βασικά
ιδεολογήματα, που παρά τις εν πολλοίς διαφορετικές αφετηρίες προκύπτουν από
τα παραπάνω κυριαρχούν στον χώρο και τελικά γράφονται από τους μαθητές έχουν ως
εξής:
α) Ο πολιτισμός και η κοινωνία μας περνούν κρίση.
β) Αναπτύσσονται συνεχώς άπειροι κίνδυνοι και
προβλήματα: άγχος, βία, ναρκωτικά, μηχανοποίηση της ζωής, καταναλωτισμός,
εγκληματικότητα, ανεργία, καταστροφή της φύσης, πόλεμος, απομόνωση, τεχνοκρατία
κτλ.
γ) Οι θεσμοί μας πάνε από το κακό στο χειρότερο
(ιδίως η εκπαίδευση, η οικογένεια, το πολιτικό σύστημα, οι παραδόσεις).
δ) Οι ηθικές και οι ανθρωπιστικές αξίες εξέλιπαν· η
επιστήμη και η τεχνολογία αναπτύσσονται χωρίς όρια προς την καταστροφή.
ε) Η Ελλάδα, η Ορθοδοξία, η ελληνική γλώσσα, οι
ιδιαιτερότητες της χώρας κινδυνεύουν, ιδίως μέσα στην ανθελληνική και
φιλοτουρκική Ευρωπαϊκή Ενωση.
στ) Κάποτε υπήρχε ένα ιδανικό παρελθόν, οπότε όλα τα
παραπάνω δεν ίσχυαν, το οποίο όμως πέρασε ανεπιστρεπτί.
ζ) Τέλος (εδώ διαχωρίζονται): είτε κλαίνε τη μοίρα
τους προφητεύοντας την επερχόμενη καταστροφή (του κόσμου, της Ελλάδας...) είτε
προτείνουν ως «λύση» την «ανθρωπιστική παιδεία» (άλλο πασπαρτού ιδεολόγημα
αυτό).
6. Συζητώντας με τα
παιδιά προσπαθώ να δείξω ότι πολλά από τα παραπάνω είναι υπερβολικά (π.χ., η
αύξηση των διαζυγίων δεν δείχνει κρίση της οικογένειας εν γένει, αλλά
συγκεκριμένων γάμων και γι' αυτό οι περισσότεροι διαζευγμένοι ξαναπαντρεύονται)·
άλλα πάλι αποτελούν ανύπαρκτες αιτιάσεις (π.χ., όσον αφορά το πολίτευμά μας,
για πρώτη φορά η Ελλάδα έχει 25 χρόνια αδιάλειπτη δημοκρατία και 50 χωρίς
πόλεμο)· ή ότι σε κάποιους τομείς υπάρχει πράγματι η επισημαινόμενη αλλαγή,
αλλά είναι προς το καλύτερο (π.χ., η μηχανοποίηση του οικιακού νοικοκυριού ή
των επικοινωνιών)· ακόμη, λέω στα παιδιά ότι κάποια πράγματα είναι όντως
ενοχλητικά, αλλά έτσι ήταν πάντα (π.χ., η συμπεριφορά των Μεγάλων Δυνάμεων
απέναντι στις μικρές χώρες παρουσιάζει διαχρονικές ομοιότητες από την
αρχαιότητα ως σήμερα). Τέλος, το σημαντικότερο: επιμένω να υποστηρίζω ότι
ουδέποτε υπήρξε το ιδανικό παρελθόν που τα εκθεσιολόγια και οι ιερεμιάδες τους
φαντάζονται, παρελθόν κατά το οποίο όλα ήταν καλύτερα από ό,τι σήμερα. Απλώς σε
κάθε εποχή υπήρχαν γκρινιάρηδες, κλαψιάρηδες και Κασσάνδρες, που θρηνούσαν τις
«χαμένες» αξίες του παρελθόντος (κατά το οποίο βεβαίως κάποιοι άλλοι θρηνούσαν
άλλες... χαμένες αξίες κτλ.) και που αντιστρατεύονται κάθε εξέλιξη και νέα
τάση, π.χ. τη φωτογραφία (ως αντίπαλο της ζωγραφικής), το γενικό εκλογικό
δικαίωμα (ως παράγοντα διαφθοράς), το στυλό μπικ, την τεχνητή γονιμοποίηση κτλ.
7. Τα παιδιά στο
σύνολό τους δεν έχουν καταστροφολογική άποψη. Δεν θεωρούν ότι ζουν τη φρικτή
ζωή των εκθεσιολογίων. Έχουν όμως πειστεί ότι «αυτά ζητούν στις εξετάσεις»,
γιατί «έτσι είναι η Έκθεση», άρα όσο περισσότερο το γραπτό τους θυμίζει άρθρο
του «Ριζοσπάστη», της «Χρυσής Αυγής», της Λιάνας Κανέλλη ή ομιλία του
Χριστόδουλου (όνομα και αυτό· να είσαι δούλος κάποιου οποιουδήποτε...) τόσο
καλύτερο βαθμό θα πάρουν.
Ωστόσο ενθαρρυνόμενοι και
εφόσον φυσικά θέλουν οι ίδιοι οι μαθητές γράφουν και διαφορετικά, δίνοντας
μια εικόνα του κόσμου όπως τον βιώνουν πραγματικά, με αντιφάσεις, με εναλλαγές,
με αισιοδοξίες και απαισιοδοξίες συγχρόνως κτλ. Οι δε βαθμοί που παίρνουν όσοι
γράφουν ατυποποίητα και μη καταστροφολογικά δείχνουν ότι οι βαθμολογητές των
εξετάσεων αποδέχονται (όπως άλλωστε λένε και οι επίσημες οδηγίες του υπουργείου
προς αυτούς) «κάθε άποψη, αρκεί να είναι τεκμηριωμένη».
Άρα η πλειονότητα των
«εκθεσάδων» εγκληματεί: παίρνοντας ένα μάθημα, που θεωρητικά αποτελεί δοκιμή
ελευθερίας, το μετατρέπουν σε προκρούστειας λογικής καταστροφολογική κλάψα. Το
ταυτίζουν με την γκρίνια και την απαισιοδοξία. Ετσι όμως η Έκθεση δεν είναι γι'
αυτούς ένα εξεταζόμενο μάθημα κριτικής σκέψης. Είναι ένας κλάδος της
λογοτεχνίας τρόμου, αντάξιος του Λάβκραφτ, του Κινγκ, του Μπέρκερ. Και ως
τέτοιος δεν έχει σχέση με την εκπαίδευση. Αλλά ούτε και στη λογοτεχνική κριτική
εμπίπτει, γιατί είναι κακή λογοτεχνία τρόμου (ευτυχώς τα εκθεσιολόγια δεν είναι
επισήμως λογοτεχνικά βιβλία). Αρα τι; Με το φιλολογικό αυτό παράδοξο, σας
χαιρετώ.