Καθημερινή, 9/8/2013
Των Παναγιώτη Βλάχου και Λαμπρινής Ρόρη*
Εδώ και δύο
χρόνια αιωρείται η ιδέα δημιουργίας ενός νέου κόμματος, που φιλοδοξεί να
εκφράσει τους πολίτες ανάμεσα σε Ν.Δ. και ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και τον ευρύτερο
«προοδευτικό» χώρο. Μέχρι σήμερα, όμως, ο διάλογος εξαντλείται μεταξύ
μεμονωμένων πολιτικών, επιχειρηματιών και ακαδημαϊκών εντός και εκτός συνόρων,
μικρών οργανώσεων με περιορισμένη απήχηση, δημοσιογράφων και ποικίλων γραφέων
των social media. Ολες αυτές οι πρωτοβουλίες προδίδονται από τις γνωστές
«ασθένειες»: μεγάλα «εγώ», δυστοκία στο πρακτικό και στο συγκεκριμένο, αδυναμία
συντονισμού και απωθητικό μεταρρυθμιστικό «διδακτισμό». Η απήχηση της
προσπάθειας καταλήγει αυτοαναφορική.
Η βασική
αιτία είναι ιδεολογικοπολιτική και όχι ελληνοκεντρική: ένδεια προγραμματική σε
συνδυασμό με έλλειμμα αξιοπιστίας και ηγεσίας. Οταν ξέσπασε η κρίση στην
Ευρώπη, οι σοσιαλδημοκράτες αναμάσησαν την πεπατημένη της δημοσιονομικής
επέκτασης και αναδιανομής, ενώ προηγουμένως είχαν ενθαρρύνει την αδιαφάνεια του
χρηματοπιστωτικού τομέα και την επικίνδυνη αποσύνδεσή του από την πραγματική
οικονομία. Την προηγούμενη δεκαετία στην Ευρώπη οι κοινωνικές ανισότητες
διευρύνθηκαν και φυσικά οι σοσιαλιστές δεν διέρρηξαν τους δεσμούς τους με τις
εγχώριες πλουτοκρατίες.
Η
Κεντροαριστερά αναμασά ακόμη την κληρονομιά του «τρίτου δρόμου» μαζί με
φιλοευρωπαϊκό ρομαντισμό, αρνούμενη ακόμη να αναμετρηθεί με το κενό που τη
χωρίζει από τον κόσμο της παραγωγής, της αριστείας και της καινοτομίας από τη
μία· με τη φτώχεια, τη δημογραφική παρακμή, τις κακές δημόσιες υπηρεσίες και
την ανεργία από την άλλη. Ο λόγος της δεν ακουμπά τους «χαμένους της
παγκοσμιοποίησης», που βρίσκουν καταφύγιο στον ακροδεξιό λαϊκισμό, ενώ συχνά
μοιάζει να μη συνειδητοποιεί την πολιτισμική ανασφάλεια που συνοδεύει τα πιο
αδύναμα στρώματα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Μοιραία μετατρέπεται σε ουρά των
συντηρητικών, αφού η εναλλακτική της πρόταση δεν τροφοδοτεί δημιουργικά την
πολιτική οικονομία της σημερινής Ε.Ε., που αναζωπυρώνει τον εθνικισμό και
διαβρώνει επικίνδυνα την εθνική κυριαρχία. Το ευρωπαϊκό της όραμα μοιάζει
αδύναμο, αμήχανο και ετεροχρονισμένο μπροστά στη φυγόκεντρη αλλά στιβαρή
συντηρητική ατζέντα.
Σε εθνικό
επίπεδο, η αποχώρηση από το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα και η επαναφορά σε μια
πολυσυλλεκτικότητα θολή, αντιφατική και προβληματική, έφερε την Κεντροαριστερά
αντιμέτωπη με μια κρίση, της οποίας η διαχείριση απομάκρυνε το μεγαλύτερο τμήμα
της κοινωνικής της βάσης. Η απουσία εθνικής αντιπρότασης παραμένει «ανοιχτή
πληγή». Η τακτική της εμμονικής αντιπαράθεσης στον άξονα
«Μνημόνιο-αντι-Μνημόνιο», η επίκληση των «κόκκινων» διαπραγματευτικών γραμμών,
η μεταρρυθμιστική οκνηρία, τα φθαρμένα πρόσωπα και ο εθνοσωτήριος λόγος
διατηρούν αλώβητους τους ρητορικούς δεσμούς με τον λαϊκισμό.
Ο σημερινός
διπολισμός με τη Χρυσή Αυγή σε ρόλο φοβήτρου είναι επικίνδυνα εσωστρεφής και
κρύβει κάτω από το χαλί της ρηχής συνθηματολογίας το βασικό ερώτημα: τι θα
κάνει η Ελλάδα για τον εαυτό της;
Κατά γενική
ομολογία, ελληνική αντιπρόταση σε αρκετά από τα μέτρα που εισάγουν (ενίοτε
πειραματιζόμενοι) οι διεθνείς Οργανισμοί δεν υπάρχει. Η χαμηλή ποιότητα της
διοικητικής μηχανής και το κατενάτσιο των πολιτικών της προϊσταμένων καθυστερεί
τις αλλαγές. Η αγορά άλλοτε επικροτεί, άλλοτε δεν επιδιώκει την απελευθέρωση
και τον ανταγωνισμό, ενώ η πολιτική λογική «αποφασίζουμε και διατάσσουμε»
βαφτίζεται μεταρρύθμιση προκαλώντας διαρκείς αναταράξεις.
Δεν έχουν
άδικο όσοι διαβάζουν τη σημερινή κατάσταση με ταξικούς ή γενεακούς όρους. Η
απώλεια του πολιτικού μέτρου αφήνει τους νεότερους εκτός ατζέντας ή τους οδηγεί
εκεί που το μήνυμα είναι ακραίο, αλλά ξεκάθαρο.
Η πολιτική
κοινότητα «Μπροστά» έστειλε ανοιχτή επιστολή προς τα κόμματα και τις κινήσεις
πολιτών, που (αυτο)προσδιορίζονται από το πολιτικό κέντρο μέχρι τη
φιλοευρωπαϊκή Αριστερά. Φέραμε στο τραπέζι την ιδέα συνδιοργάνωσης ενός
Προοδευτικού Φόρουμ τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, ώστε κόμματα, οργανώσεις και
πολίτες να έλθουν κοντά και να συζητήσουν ανοιχτά αν υπάρχει εναλλακτική
πολιτική πρόταση για την Ελλάδα. Πίσω από την πρωτοβουλία αυτή δεν υπάρχει
κανένας μεγαλοϊδεατισμός ή ψευδαίσθηση για νεκρανάσταση κομμάτων ή τη σύσταση
ενός (α)πολιτικού μορφώματος στη λογική του «μεσαίου χώρου». Υπάρχει όμως η
ελπίδα ότι, αν υπάρχει σύγκλιση ή απόκλιση ιδεών και θέσεων, αυτή δεν μπορεί
παρά να συμβεί σε προγραμματική βάση, όχι σε ατέρμονες συναντήσεις και παραπολιτικές
αναφορές.
Οδεύουμε στην
ελληνική προεδρία και σε μια εκλογικά πολωμένη χρονιά, όπου κινδυνεύει να
αφανιστεί κάθε πολιτικά μετριοπαθής φωνή. Η οργανωμένη συζήτηση θα μας βοηθήσει
όλους να «συστηθούμε» και να προσπαθήσουμε να ορίσουμε τι σημαίνει πολιτικά και
κοινωνικά προοδευτικό σήμερα, με γενεακά χαρακτηριστικά και όχι με
παρελθοντικές εμμονές. Ιδέες και καλές προθέσεις υπάρχουν και διατυπώνονται
διαρκώς. Ας δοκιμαστεί λοιπόν αρχικά αν υπάρχει κοινός «πολιτικός χώρος». Αν
όχι, η συζήτηση δεν έβλαψε ποτέ. Αν ναι, τότε ας αρχίσουμε να μιλάμε για το νέο
κόμμα.
* Ο κ.
Παναγιώτης Βλάχος και η κ. Λαμπρινή Ρόρη είναι ιδρυτικά μέλη της πολιτικής
κοινότητας «Μπροστά».