Οι
Έλληνες της καρδιάς μας
της Ισμήνης
Σαν αποδημητικά
πουλιά κάποια στιγμή μάζεψαν τα πράγματά τους
για να πάνε σε άλλη γη, σε άλλα
μέρη, όπως λέει και το τραγούδι. Δεν έφυγαν για τουρισμό, έφυγαν για πολλούς και
διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Ξενιτεύτηκαν.
Άλλος για δουλειά, άλλος για μια καλύτερη τύχη,
άλλος γιατί είχε το μικρόβιο της περιπέτειας μέσα του, άλλος κατατρεγμένος από
τα δεινά της πατρίδας του ή τα χρέη που είχε άμυαλα συσσωρεύσει.
Και τα κορίτσια;
γιατί έφυγαν; πολλές έπρεπε να ακολουθήσουν την οικογένεια, άλλες για να
ξεφύγουν από την μιζέρια μιας επαρχιακής πόλης ή ενός χωριού που, αν ήτανε νησί,
δεν πάταγε άνθρωπος. Άλλες για να μπούνε
στη δούλεψη του ήδη εγκατεστημένου μακρινού συγγενή που τώρα πια είχε πιάσει την καλή και η κυρά
του δεν καταδεχότανε να κάνει μόνη της τις δουλειές και η πιο εύκολη λύση ήτανε
η πρόσκληση στον κακόμοιρο τον 3ο ξάδελφο που, ναι μεν είχε 8 παιδιά, αλλά δεν είχε στον ήλιο μοίρα.
Τελευταία έρχονταν
οι νύφες που πήγαιναν να συναντήσουνε
τον άγνωστο γαμπρό που τον είχαν
δει σε μια παλιά ξεθωριασμένη φωτογραφία,
αλλά η προξενήτρα τον στόλισε με όλα τα καλά του Αβραάμ και του Ισαάκ και
παίνευε την ομορφιά του, σα να ήτανε
αντίγραφο του Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου! Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, σκεφτότανε ο γονιός που έστελνε την κόρη στα
ξένα. Μπρος ήτανε η τυφλή αποκατάσταση της κόρης και πίσω η πείνα και το ράφι της
γεροντοκόρης για να το στολίσει με τα αχρησιμοποίητα προικιά που μάταια περιμένανε να λειώσουν από τη
χρήση μέσα στην σκαλιστή κασέλα,
μοσχομύριστα με λεβάντα!
Όχι δεν φύγανε
τώρα, φύγανε τότε στα δύσκολα χρόνια που
πάντα περνούσε η Ελλάδα!
Αμέρικα, Αυστραλία,
Μαδαγασκάρη, Γερμανία, Βέλγιο, Νότιος Αφρική, Αίγυπτος, Σουδάν και ένα σωρό
άλλα μέρη γνωστά και άγνωστα! Και άφησαν πίσω την πατρίδα. Έκλεισαν μια πόρτα
και τρύπωσαν από ένα παράθυρο. Πήραν τον ήλιο μαζί τους, την αλμύρα της
θάλασσας, κάποιες φωτογραφίες από το χαγιάτι με τις γλάστρες.
Έκλεισαν στην
καρδιά τους τις θύμισες τη νοσταλγία και πορεύτηκαν με το σήμερα. Χώρες
μακρινές, που τα πολυήμερα ταξίδια και
οι αποστάσεις τις κάνανε ακόμα πιο
απρόσιτες και άγνωστες.
Κάθε χρόνο οι
σειρήνες της νοσταλγίας τους καλούσαν
πίσω, άλλοι ενέδωσαν αποκαμωμένοι από τη δυσκολία και την προσπάθεια, άλλοι
έκλεισαν τα αυτιά τους και πεισματικά παρέμειναν , αλλά άνοιξαν περισσότερο την
καρδιά τους για να χωρέσει μέσα όλη η
Ελλάδα, με τα καλά της και τα κακά της.
Κάθε νέο από την
πατρίδα κάθε προφορικός ή γραπτός λόγος
ήταν βάλσαμο στο σαράκι της ξενιτιάς,
μια γλυκιά αναπόληση και προσμονή της επανόδου .
Με την πάροδο
του χρόνου τα άσχημα ξεχάστηκαν και όλα
τα καλά στέφθηκαν με χρυσό στεφάνι και φεγγοβολούσαν νύχτα μέρα.
Η Ελλάδα έγινε
εικόνισμα, έγινε αγία, έγινε σκοπός επιβίωσης
και ατέλειωτης αγάπης. Έγινε η
μάννα που δεν αποχωρίζεται τα παιδιά της και αυτά γυρνάνε πίσω να χωθούνε στην αγκαλιά της έστω για λίγο.
Και αυτά πάντα γυρνούσαν, δεν την ξεχάσανε, πότε
δεν την κατηγορήσανε και σκύβανε να την βοηθήσουνε όσο και όταν μπορούσανε.
Ευχαριστούμε
αυτούς του Έλληνες της καρδιάς μας που πάντα μας αγαπάτε και μας θυμίζετε ότι πρέπει να αγαπάμε τη μάνα
Ελλάδα ότι και να γίνει.