16 November 2013

Δεν έχει στρατηγική, επειδή δεν την χρειάζεται


του Στέφανου Κασιμάτη, Καθημερινή, 15/11/2013

Είμαι βέβαιος ότι αυτό που θα σας πω τώρα το είχατε υποψιαστεί: και στη δημοσιογραφία ισχύει ο περίφημος νόμος του Πάρκινσον, που ορίζει ότι «μία δουλειά επεκτείνεται όσο χρειάζεται για να καλύψει τον διαθέσιμο χρόνο για την ολοκλήρωσή της». Με άλλα λόγια, γιατί να ξεμπερδέψουμε ένα θέμα με πέντε κουβέντες, όπως θα έπρεπε αν περιοριζόμασταν στα στοιχεία που έχουμε και στις θεμιτές υποθέσεις εργασίας, όταν μπορούμε θαυμάσια να το τραβήξουμε για μερικές μέρες;

Θυμήθηκα τον νόμο του Πάρκινσον, εξαιτίας της μακράς συζήτησης στα ΜΜΕ γύρω από τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή την πρόταση μομφής στη Βουλή. Πολύ απλά, η δική μου προσέγγιση στο εν λόγω πολυσυζητημένο θέμα συμπυκνώνεται στις εξής έξι λέξεις: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία στρατηγική. Τακτικές φθοράς της κυβέρνησης, συστηματικής παρενόχλησης, για να εκφοβίζει επίδοξους επενδυτές, για να εμποδίζει την εφαρμογή του προγράμματος και την ανάκαμψη, έχει. Oλα αυτά όμως συναθροιζόμενα δεν συνιστούν σοβαρή στρατηγική. Ψηλαφεί στα σκοτεινά και ό,τι του κάτσει.

Είναι τόσες οι παράμετροι που πρέπει να συνυπολογιστούν και οι οποίες, στις περισσότερες περιπτώσεις λειτουργούν ανταγωνιστικά μεταξύ τους, ώστε με λίγη καλή θέληση ο καθένας θα μπορούσε να αποδείξει σχεδόν οτιδήποτε θελήσει για τον ΣΥΡΙΖΑ. Εξίσου καλά μπορείς να τεκμηριώσεις ότι ακολουθεί στρατηγική για την έξοδο της χώρας από την Ευρώπη και τη δημιουργία συνθηκών για ένα νεοκομμουνιστικό πείραμα, όπως επίσης και το αντίθετο: ότι σκοπός της στρατηγικής τους δεν είναι να μας βγάλουν από την Ευρώπη, αλλά να την αναγκάσουν να πληρώνει τα ελλείμματα που θα συνεχίσουμε να παράγουμε.

Oλα αυτά είναι λίγο ώς πολύ γνωστά. Το καινούργιο που τολμώ να ισχυριστώ ότι θα μπορούσα να προσθέσω (κι ας μου συγχωρεθεί η οίηση...), είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει στρατηγική, επειδή απλούστατα δεν χρειάζεται να έχει στρατηγική. Τα στοιχεία από τα οποία αντλώ την τεκμηρίωση του παράδοξου ισχυρισμού μου μπορεί να τα βρει ο καθένας στο σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, δημοσίευμα της τελευταίας εβδομάδας στον Τύπο: την ανταπόκριση του Νίκου Χρυσολωρά από τις Βρυξέλλες, στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής. Εκεί, ο καθένας μας μπορεί να διαβάσει τους απολύτως δεσμευτικούς κανόνες, υπό τους οποίους η χώρα θα είναι υποχρεωμένη για πολλά χρόνια ακόμη (δεκαετίες...) να ακολουθεί αυστηρή πολιτική, με στόχο το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά και να υφίσταται ασφυκτική εποπτεία στην τήρηση του προϋπολογισμού της.

Αυτό το θεσμικό πλαίσιο διαμορφώνεται από τα εξής δύο: πρώτον, από τη Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην ΟΝΕ, την οποία η χώρα έχει υπογράψει και ήδη ισχύει από τις αρχές του χρόνου. Βάσει αυτής, χώρες με χρέος μεγαλύτερο του 60% του ΑΕΠ τους έχουν αναλάβει την υποχρέωση να το μειώνουν κάθε χρόνο κατά το 1/20. Παράβαση του κανόνα συνεπάγεται την παραπομπή της χώρας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο μπορεί να επιβάλει πρόστιμο ανάλογο με το 0,1% του ΑΕΠ. Η αλλαγή της συνθήκης δεν είναι πρακτικά δυνατή, καθώς προϋποθέτει ομοφωνία κρατών-μελών της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Δηλαδή, ή μέσα υπ’ αυτούς τους όρους ή έξω.

Δεύτερον, διαμορφώνεται από τους όρους καταβολής των ευρωπαϊκών κονδυλίων (ΕΣΠΑ κ.λπ.) για την περίοδο 2014-2020, οι οποίοι εγκρίθηκαν μόλις την 31η Οκτωβρίου και θα ισχύουν από πρώτης του νέου έτους. Η περιφρόνηση των τιθέμενων στο πλαίσιο της ενιαίας οικονομικής διακυβέρνησης στόχων θα επισύρει την αναστολή της καταβολής των κονδυλίων, τα οποία για την Ελλάδα υπολογίζονται συνολικά κατά την εν λόγω περίοδο στα 33,89 δισ. Επομένως, ποιος μπορεί να μιλά για οφέλη από την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα; Μόνον όποιος υποκριτής, άσχετος ή αναίσχυντος θέτει (δήθεν...) «τον άνθρωπο πάνω από τους αριθμούς».

Αυτό το θεσμικό πλαίσιο μας δίνει, επίσης, τους όρους υπό τους οποίους διαμορφώνεται η στρατηγική ενός κόμματος απέναντι στην κρίση. Το ΚΚΕ, λ.χ., γνωρίζει αυτά τα ζητήματα, τα έχει εξετάσει και έχει δώσει την απάντησή του: «έξω από την Ευρώπη». Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν τα αντιμετωπίζει ευθέως. Αποδεικνύεται από τις φοιτητικού επιπέδου εσωτερικές συγκρούσεις που κλυδωνίζουν το κόμμα τελευταίως. Να, λοιπόν, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν χρειάζεται στρατηγική. Γιατί στις τάξεις του επικρατεί η πολιτική κουλτούρα της ανωριμότητας των φοιτητικών παρατάξεων. Oλα γίνονται μέσα σε ένα πλαίσιο που θεωρείται δεδομένο, σταθερό και ασφαλές, οπότε κανείς δεν τους εμποδίζει να ονειρεύονται με ανοικτά τα μάτια. Eτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί την εξουσία από συνήθεια και μόνον. (Eξις δευτέρα φύσις - στην Ελλάδα, ισχύει και για την αντιπολίτευση). Τι να την κάνει, λοιπόν, τη στρατηγική; Αν του κάτσει η κυβέρνηση από ατύχημα ή από τα λάθη και τις φοβίες της κυβέρνησης, τότε θα δει. Oμως, τότε θα είναι πολύ αργά για να γλιτώσουμε από ακόμη χειρότερα ατυχήματα και πολύ μεγαλύτερα λάθη...