23 June 2014

Μεγάλοι συγγραφείς, κακοί πατέρες

της Κατερίνας Σχινά, Ο, 19/6/14

Ο Γκράχαμ Γκρην διατεινόταν ότι κάθε συγγραφέας πρέπει να έχει στην καρδιά του ένα κομμάτι πάγο. Ο Λ. Τολστόι ανησυχούσε όταν περνούσε ευχάριστα ανάμεσα στους οικείους του ( “Η οικογενειακή ευτυχία με απορροφά ολοκληρωτικά και είναι αδύνατον να κάνω οτιδήποτε άλλο”, έγραφε στο ημερολόγιό του το 1863). Ο τρυφερός Τσέχωφ αστειευόταν λέγοντας ότι θα προτιμούσε μια σύζυγο, “η οποία, όπως το φεγγάρι, δεν θα εμφανιζόταν στον ουρανό μου κάθε μέρα”. Και ο Τζωρτζ Στάινερ υποστηρίζει ανενδοίαστα ότι “η φιλοσοφία, ο στοχασμός, η δημιουργία είναι ασύμβατα με την οικογενειακή ζωή”. Ξεφυλλίζοντας το συλλογικό έργο «Ζώντας με ένα συγγραφέα» (επιμέλεια Dale Salwak, εκδόσεις Palgrave Macmillan)  διαπιστώνουμε ότι η πλειονότητα των συγγραφέων και των οικείων τους θα συμφωνούσε με τον αφορισμό του Στάινερ. Στο βιβλίο, φίλοι, παιδιά και σύζυγοι συγγραφέων καταθέτουν τις εμπειρίες από τη ζωή τους κοντά σε ανθρώπους της γραφής, αναμνήσεις που αποκαλύπτουν την αποθάρρυνση, την καταπίεση, ακόμη και την ακύρωση όσων μοιράστηκαν την ίδια στέγη με τους «εγωιστές, αλαζόνες, σκληρούς, ματαιόδοξους, μελοδραματικούς» γραφιάδες της σύγχρονης λογοτεχνίας. Και κάποιοι συγγραφείς κάνουν την αυτοκριτική τους και προβάλλουν τα δικαιολογητικά τους.
Ο Τζων Απντάικ, ας πούμε, παραδέχεται πως, μολονότι εργαζόταν στο σπίτι και θα μπορούσε να αφιερώνει περισσότερη ώρα στα παιδιά του, το απέφευγε επιμελώς, φοβούμενος ότι η ενασχόληση μαζί τους θα τον αποσπούσε από το έργο του. «Ήμουν αρκετά κοντά τους», σημειώνει, «όμως σήμερα αναρωτιέμαι: ήμουν πραγματικά ελεύθερος; Η δουλειά του συγγραφέα είναι παράξενη, χαώδης· ποτέ δεν τελειώνει και τον περισσότερο καιρό τον αναγκάζει να μην είναι ποτέ πραγματικά παρών εκεί που βρίσκεται». Ο γιος του Ντέιβιντ, συγγραφέας και ο ίδιος, συμφωνεί. «Δεν γράφεις κάθε χρόνο ένα βιβλίο 400-500 σελίδων, αν διασπάσαι κάθε τόσο», υπογραμμίζει.

Ίσως η κατανόηση του Ντέιβιντ Απντάικ να οφείλεται στο ότι γράφει και ο ίδιος – τα περισσότερα τέκνα συγγραφέων, ωστόσο, δεν την συμμερίζονται. Στο βιβλίο της “Home before dark” η Σούζαν Τσίβερ μιλάει για τη μεταμόρφωση του πατέρα της Τζων Τσίβερ μετά την πανηγυρική καθιέρωση του ως συγγραφέα ύστερα από το National Book Award και την επίσημη υποδοχή του στον Λευκό Οίκο· παραθέτει, μάλιστα, ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο του Τσίβερ στο οποίο ο συγγραφέας υποδύεται την κόρη του η οποία του εκφράζει τα παράπονά της: “Αφότου έβαλαν τη φωτογραφία του μπαμπά στο εξώφυλλο του Time, σαν να έχασε κάτι… Μια φορά θύμωσα μαζί του και του είπα ότι δεν το θεωρώ και τόσο σπουδαίο που η μούρη του ήταν στο Time… Πλήγωσα τα αισθήματά του, είναι φανερό…” Ο πληγωμένος πατέρας, ωστόσο, δεν μπορεί να συγκριθεί με την τραυματισμένη κόρη. Στο βιβλίο της “Reading my father”, η Αλεσάντρα Στάιρον, κόρη του Γουίλιαμ Στάιρον, εκμυστηρεύεται ότι σ’ όλη την παιδική της ηλικία προσπαθούσε να είναι αόρατη όταν ο πατέρας της ήταν σπίτι και έγραφε, κυρίως επειδή καταλαμβανόταν συχνά από εκρήξεις βίαιου θυμού όταν κάποια παράγραφος του αντιστεκόταν: “Ήταν πολύπλοκη υπόθεση το να αποφεύγω την οργή του πατέρα μου… Ο θυμός του άλλοτε ήταν κωμικός – μια φορά τον είδα να καταριέται, να μασάει και να εκτοξεύει στην άλλη άκρη του δωματίου ένα στυλό που το μελάνι του είχε στεγνώσει – και άλλοτε αναπάντεχα τρομακτικός”. Αλλά δεν ήταν μόνο ο θυμός, ήταν και η θέση που επιφύλασσε, αυτός ο ιδιοφυής καταθλιπτικός, στα μέλη της οικογένειάς του: “Νομίζω ότι ο Μπαμπάς έβαζε τα βιβλία του στην ίδια κατηγορία με τα τέσσερα ολοζώντανα παιδιά του. Μας αντιμετώπιζε όλους με στοργή, καμιά φορά μας καμάρωνε. Όμως η καρδιά του ήταν δοσμένη στο Μυθιστόρημα”, γράφει η Στάιρον. Όσο για τη μητέρα της, εκείνη “υποβίβαζε συνεχώς τον εαυτό της και τις δυνατότητές της, αφού για τον πατέρα μου η δική της δουλειά ήταν ανούσια ενώ η δική του άκρως σημαντική. Εκείνος έγραφε και εκείνη δακτυλογραφούσε τα κείμενά του”.
Εδώ η Αλεσάντρα Στάιρον συναντιέται με την Τζούντι Κάρβερ, κόρη του νομπελίστα Γουίλιαμ Γκόλντινγκ, η οποία εκμυστηρεύεται στον Ντέιλ Σάλγουοκ το πώς η έξυπνη και πανέμορφη μητέρα της Αν, υπέταξε τη ζωή της στις φιλοδοξίες του πατέρα της, μόνο και μόνο για να βρεθεί στο περιθώριο, παραγνωρισμένη και αγνοημένη, όταν εκείνος κατέκτησε τη φήμη. «Στην αρχή η μητέρα μου ήταν εκείνη που θαύμαζαν οι πάντες», θυμάται η Κάρβερ. «Εκείνη ήταν η επιτυχημένη και ο πατέρας μου ο τυχερός που είχε καταφέρει να την κερδίσει, όντας μια «μάλλον πληκτική προσωπικότητα», σύμφωνα με τη δική του διατύπωση. Όμως, στα 1960, ο πατέρας μου είχε γίνει διάσημος κι εκείνη είχε υποκαταστήσει τους στόχους της με τους δικούς του, εγκαταλείποντας το επάγγελμά της, ζώντας στη σκιά του. Οι νέοι φίλοι του την αντιμετώπιζαν σαν να ήταν αόρατη, ενώ δημοσιογράφοι, αναγνώστες και πανεπιστημιακοί κατέκλυζαν τον πατέρα μου με υπέρμετρη, μάλλον ανώφελη γι’ αυτόν, κολακεία».
Η “ανώφελη κολακεία” των ομοτέχνων είναι εκείνη που επίσης δαιμονίζει τον γιο του Σολ Μπέλοου, Γκρεγκ, μια και θεωρεί ότι ο πατέρας του “διεφθάρη από την υπερβολική δημοσιότητα”. Ο Γκρεγκ Μπέλοου, παραμελημένος γιος ενός πατέρα που εγκατέλειψε πολύ γρήγορα την οικογένειά του και διατήρησε με τον ίδιο μια σχέση τυπική με “σποραδικές συναντήσεις και επουσιώδεις συζητήσεις”,  μοιάζει να προσπαθεί ακόμη να “κάνει την μετάβαση από την οδύνη στην αποδοχή”. Ψυχοθεραπευτής ο ίδιος, 70 ετών σήμερα, στο βιβλίο του “Saul Bellow’s heart” περιγράφει έναν πατέρα που “επέλεξε μια ζωή αφιερωμένη σε ένα μοναδικό σκοπό, τη λογοτεχνία, και ένα βιοτικό σχήμα εγωπαθούς συμπεριφοράς που αδιαφορούσε για τους πάντες γύρω του” – και  εμφανίζεται μέσα στο απομνημόνευμά του, όπως έγραψε ο James Wood στο περιοδικό New Yorker, σαν ένα χολωμένο, πεισμωμένο παιδί  που εκλιπαρεί την προσοχή, γνωρίζοντας ωστόσο ότι η προσδοκία του δεν θα εκπληρωθεί ποτέ.
Άρα πατρότητα και συγγραφή είναι έννοιες ασύμβατες; Κάθε άλλο. Υπήρξαν στοργικοί πατέρες και δοτικοί σύζυγοι, ανάμεσα στους συγγραφείς. Όμως, όταν διαβάζουμε τις μελαγχολικές ενθυμήσεις γόνων μεγάλων ανδρών, δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε την αποστροφή του Γουίλιαμ Φώκνερ προς την κόρη του “Κανένας δεν θυμάται τις κόρες του Σαίξπηρ” ή την, αμβλυμμένη από τον χρόνο πικρία της Μαρίνας Καραγάτση απέναντι σε έναν απαιτητικό πατέρα που δεν της χάρισε ποτέ εκείνο που περισσότερο από όλα επιθυμούσε: την ανεπιφύλακτη αποδοχή του.