της Μαρίλης Μαργωμένου, Καθημερινή, 7/6/2014
Η ιδέα για το βιβλίο (…)AKΙS GATE «γεννήθηκε» μέσα στη φυλακή. Για την ακρίβεια, στο κελί νούμερο επτά της έκτης πτέρυγας όπου έμεινε προφυλακισμένος, για 18 μήνες, o Νίκος Ζήγρας, εξάδερφος του Ακη Τσοχατζόπουλου. Εκεί ήταν που ξεκίνησε να γράφει σε λευκές κόλλες χαρτί ιστορίες με πηγή έμπνευσης, όπως λέει ο ίδιος, όσα έζησε δίπλα στον εξάδελφο και πρώην υπουργό. Σύμφωνα με την Καθημερινή, που παρουσιάζει αποσπάσματα του βιβλίου, όταν τον Οκτώβριο του περασμένου έτους αποφυλακίστηκε, άρχισε, με την παρακίνηση πλέον του δικηγόρου του, Στέλιου Γκαρίπη, να βάζει σε μια σειρά τις ιστορίες αυτές και προσφάτως αποφάσισαν από κοινού να τις εκδώσουν.
«Ανήκω σε ένα παρελθόν που αποδεχόταν τη διαφθορά, την θεωρούσε μάλιστα μαγκιά», θα ομολογήσει στην πρώτη σελίδα ο Ζήγρας. Το βιβλίο αυτό το χαρακτηρίζει ως την «συνειδησιακή συνέχεια της πρώτης ειλικρινούς μαραθώνιας απολογίας του», τον Ιούλιο του 2012, όταν, όπως λέει, αισθάνθηκε προδομένος από τη στάση του εξαδέρφου του και πείστηκε από τον δικηγόρο του να ομολογήσει τα όσα παράνομα είχαν γίνει εν γνώσει του. «Εβγαλα την αλήθεια από μέσα μου, ελευθερώθηκα… τώρα θέλω να γράψω μια ιστορία φανταστική, χωρίς να πρέπει κάτι να θυμηθώ, χωρίς να πρέπει να εξηγήσω, χωρίς να πρέπει να απολογηθώ», θα ξεκαθαρίσει, όμως, στην εισαγωγή.
Για τον ίδιο λόγο ο δικηγόρος του και εκδότης του βιβλίου κ. Γκαρίπης θα γράψει στον πρόλογο πως το (…)AKIS GATE είναι μια μυθοπλασία και όχι ένα ιστορικό κείμενο». Ενώ εξηγεί πως ο πελάτης του αποφάσισε να μη δώσει καν όνομα στον ήρωα του διηγήματός του και να τον αποκαλεί με μια κατάληξη ονόματος, το «…άκης». Αλλωστε, ο ήρωας του διηγήματος, εξηγεί ο Ζήγρας, αποφεύγει να χρησιμοποιεί το όνομά του στις παρανομίες του. Τα ονόματα των υπολοίπων ηρώων είναι περιγραφικά, είτε προερχόμενα από άλλες γλώσσες και εποχές, αποκαλύπτοντας πολλές φορές χιουμοριστική διάθεση: η «Αγκελα» είναι η πρώην Γερμανίδα σύζυγος και η «Αντουανέτα» η νυν, ο πρόεδρος της παράταξης και μετέπειτα πρωθυπουργός είναι ο «Μίμης», ο επόμενος πρωθυπουργός είναι ο «Γερμανός», ενώ υπουργοί είναι μεταξύ άλλων: ο «Λόλας», που «δεν θα διαπρέψει ως οδοντίατρος, αλλά ως υπουργός Κατασκευών» ο «σεβάσμιος και αξιοσέβαστος» κ. «Μπόρνας», με το μαύρο μούσι, ο «Σκαρπίνης» κ.ο.κ. «Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις είναι συμπτωματική», τονίζει με κάθε ευκαιρία ο Ζήγρας…
Η πρώτη σκηνή εκτυλίσσεται στο γραφείο ενός τραπεζίτη στη Γενεύη. Εκεί έχει πάει ο αφηγητής μια μαύρη βαλίτσα που λίγη ώρα νωρίτερα του είχε δώσει ο γιος Κύπριου υπουργού στο λόμπι ενός πεντάστερου ξενοδοχείου. Μάλιστα,400.000 ευρώ μετρητά μπαίνουν σε μια θυρίδα και ο τραπεζίτης ενημερώνεται πως προορίζονται για τη Γερμανίδα σύζυγο «για την περίπτωση που υπάρξει συμφωνία με το διαζύγιο». Δεν είναι τυχαίο πως από όλες τις ιστορίες επιλέγει να ξεκινήσει με αυτήν: τους τελευταίους μήνες ο Ζήγρας έχει ξεκινήσει με τον δικηγόρο του μια «εκστρατεία» -όπως την ονομάζει- ενάντια στο τραπεζικό σύστημα της Ελβετίας, που για χρόνια τον εξυπηρετούσε όταν εκπροσωπούσε τον παντοδύναμο πρώην υπουργό. Γι’ αυτό και αφιερώνει ένα μεγάλο κομμάτι του βιβλίου στο πώς οι Ελβετοί τραπεζίτες, σε συνεργασία με ελληνικά «παραμάγαζα», είχαν στήσει αυτό που χαρακτηρίζει «περίπλοκο πλυντήριο μαύρου χρήματος».
Αυτά που ακολουθούν στο βιβλίο είναι σαν σκηνές από ταινία. Από τη μυστική αποστολή που είχε αναλάβει ο «…άκης», χρόνια πριν στη Ρώμη, παρέα με άλλους δύο μετέπειτα πρωταγωνιστές του δημοσίου βίου -όπου έφτασαν ένα βήμα πριν από την αγορά όπλων για την ενίσχυση του αντιδικτατορικού αγώνα- και την περιπετειώδη «παράνομη» επιστροφή του στην Ελλάδα, με αυτοκίνητο (αφού ο μετέπειτα υπουργός στρατιωτικών δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ στον στρατό).
Ο «…άκης» επιστρέφοντας στην Ελλάδα καταφέρνει να γίνει ο έμπιστος άνθρωπος του προέδρου «Μίμη». Και όταν το κόμμα κερδίζει τις εκλογές ως «υπουργός Κατασκευών» πλέον, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας ξεκινάει κύκλο επαφών με μεγάλους εργολάβους, «δημιουργώντας την πεποίθηση πως οι μίζες που καταβάλλονται έχουν μόνη κατεύθυνση τα ταμεία του κόμματος». «Εχει ήδη αρχίσει το μεγάλο φαγοπότι», γράφει ο Ζήγρας. Χαρακτηριστικός είναι ένας διάλογος μέσα σε ένα αυτοκίνητο μεταξύ του «…άκη» και δύο ακόμα γνωστών υπουργών: Λέει ο ένας πως σκοπεύει να κάνει μια καλή μπάζα και να φύγει για τη Λατινική Αμερική. Ο «…άκης» επικροτεί την ιδέα, αλλά ο τρίτος, ως πιο έμπειρος, τους καθησυχάζει, εξηγώντας τους πως αν τα παίρνουν διακριτικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ξενιτευθούν… Κάπου εκεί, μπαίνει ενεργά στην ιστορία και ο αφηγητής. Αναλαμβάνοντας μεταφορές χρημάτων από τις μίζες: στα σπίτια υπουργών «για να τα παραλάβουν δήθεν έκπληκτοι», αλλά ακόμα και στον ίδιο τον πρόεδρο και πρωθυπουργό «Μίμη», «που έχει την άνεση και κάνει πως δεν βλέπει τη βαλίτσα κοιτώντας με επίμονα στα μάτια γελαστός και πάντα εγκάρδιος». Ο «…άκης» φτάνει μέχρι και τη Λιβύη με το πρωθυπουργικό αεροπλάνο για να συναντήσει τον Καντάφι και επιστρέφει με βαλίτσες γεμάτες δολάρια για τα ταμεία του κόμματος. «Τα δολάρια όμως έχουν ουρές: Αραβες αρχίζουν να έρχονται ζητώντας ρουσφέτια και ανταλλάγματα».
Χρόνια αργότερα, η υπουργική καρέκλα στο υπουργείο «Στρατιωτικών», όπως το ονομάζει, εμφανίζεται να έχει δοθεί από τον «Γερμανό» πρωθυπουργό ως χάρη, μετά τη μεγάλη απογοήτευση που είχε ζήσει όταν έχασε μέσα από τα χέρια του την πρωθυπουργία της χώρας. Εκεί είναι που ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, σύμφωνα με τον συγγραφέα, διαπράττει το τέλειο έγκλημα εις βάρος του ελληνικού λαού. Δεν μιλάμε μόνο για τις γνωστές μίζες από τα εξοπλιστικά προγράμματα, αλλά μίζες στην κυριολεξία για τα πάντα: από τις αποσπάσεις μέχρι τα αναλώσιμα του υπουργείου και με έναν τρόπο που εξασφάλιζε πως κανείς δεν θα μιλήσει, γράφει ο Ζήγρας.
Οι ιστορίες σκιαγραφούν ένα πολιτικό σύστημα που όσο περνούσε ο καιρός διαφθειρόταν ολοένα και περισσότερο. Ο «…άκης», σύμφωνα με το βιβλίο, δημιουργεί προϋποθέσεις για κληροδότηση των διαδικασιών διαφθοράς στους μελλοντικούς υπουργούς, «για να εξασφαλίσει ότι θα προτιμήσουν να λάβουν ένα δωράκι αντί να τον καταγγείλουν». Και βέβαια δεν είναι ο μόνος. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «όλοι γνωρίζουν αλλά κανείς δεν μιλάει γιατί είναι όλοι μέσα στο κόλπο», άλλοι βουλευτές, οι συνδικαλιστές, που οι πολιτικοί τούς έχουν δώσει ασυλία μεγαλύτερη από τη δική τους και απροκάλυπτα εκβιάζουν επιχειρηματίες, όλοι όσοι διεκδικούν μια θέση σε κάποιον οργανισμό ή διοικητικό συμβούλιο και πληρώνουν προκαταβολικά «ταρίφα». Γιατί για τα πάντα μοιάζει να υπάρχει μια ταρίφα, πόσο μάλλον για συμβάσεις εκατομμυρίων. Και όχι αποκλειστικά εξοπλιστικών, αλλά και άλλων, όπως π.χ. αυτή της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του υπουργείου «Στρατιωτικών», των προγραμμάτων φωτοβολταϊκών ή των αδειοδοτήσεων των καζίνο.
Ο γάμος
Σήμερα ο Ζήγρας ισχυρίζεται πως οι σχέσεις του με τον Τσοχατζόπουλο είχαν περάσει την πρώτη «δοκιμασία» όχι κατά τη διάρκεια κάποιας από τις εκατοντάδες παράνομες δοσοληψίες στις οποίες είχε συμμετάσχει, αλλά όταν ο ξάδερφος του ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να παντρευτεί στο Παρίσι. «Είσαι τρελός», λέει ότι του είχε πει. «Πάμε στη Θεσσαλονίκη να σουβλίσουμε 300 αρνιά και να φέρουμε νταούλια και μια ζωή θα βγαίνεις βουλευτής». Ο Τσοχατζόπουλος, όμως, ήταν ανένδοτος: «Είναι επιθυμία ζωής», ισχυρίζεται ο Ζήγρας πως του είχε πει το 2004. Η σχέση τους δεν ήταν ποτέ η ίδια μετά τον γάμο αυτό, λέει σήμερα ο Ζήγρας. Ισως αυτός είναι ο λόγος που αφιερώνει το τελευταίο μεγαλύτερο κομμάτι του βιβλίου στον Βίο και Πολιτεία της «Αντουανέτας» και του «…άκη». Από το Παρίσι μέχρι το σπίτι κάτω από την Ακρόπολη, τα πανάκριβα ψώνια και τα ταξίδια με έξοδα του υπουργείου – ο Ζήγρας αφηγείται ένα παραλήρημα σπατάλης… «ορατής και προκλητικής». Αυτό είναι, σύμφωνα με τον Ζήγρα -και όχι κάποιο από τα σκάνδαλα- το μοιραίο λάθος του ήρωα του βιβλίου, του «…άκη»: ότι δεν είχε ακούσει τη συμβουλή του παλιού του συντρόφου που του είχε πει πριν από χρόνια πως πρέπει να είναι διακριτικός με τον παράνομο πλουτισμό του…