του Θοδωρή Γεωργακόπουλου, Καθημερινή, 6/2/2015
Το 1893 τα πράγματα στην Ελλάδα ήτανε σκούρα. Μετά από δεκαετίες συσσώρευσης υπέρογκων δανείων και σπατάλης, το κράτος βρισκόταν στα όρια της κατάρρευσης. Λεφτά στο ταμείο δεν υπήρχαν. Η μόνη ελπίδα ήταν ένα νέο, ιλιγγιώδες δάνειο από τους Άγγλους (με τοκογλυφικούς όρους) το οποίο ο βασιλιάς αρνήθηκε να υπογράψει. Έτσι, το Δεκέμβριο ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης εμφανίστηκε στη Βουλή (όχι στο Καστελόριζο), και ανακοίνωσε στο έθνος ότι, δυστυχώς, επτωχεύσαμεν. Η χώρα μπήκε σε μια οικονομική επιτήρηση από τους πιστωτές της, η οποία πάντως ήταν χαλαρού χαρακτήρα, καθώς αυτοί δεν μπορούσαν να επιβάλλουν πολιτικές προτάσεις στο εσωτερικό της χώρας. Δεν ήταν κανονικό “μνημόνιο”. Αντ’ αυτού, ο Τρικούπης πρότεινε μια σειρά από διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο κράτος για την περιστολή των δαπανών, οι οποίες ήταν υψηλές (ειδικά στο θέμα της συντήρησης ενός μεγάλου αλλά αναποτελεσματικού στρατού, που ήταν ο ορισμός αυτού που αποκαλούμε σήμερα “δημόσιο”).
Βεβαίως, ο λαός -και κυρίως συγκεκριμένες ομάδες αυτού, όπως για παράδειγμα ο στρατός- είχε άλλη άποψη. Οι μεταρρυθμίσεις και η περιστολή των δαπανών δεν είναι ελκυστική πλατφόρμα, είναι ασαφής, ακατανόητη, δυσάρεστη και ξεβολεύει. Αξιωματικοί του στρατού έστησαν μια οργάνωση που ονομαζόταν Εθνική Εταιρεία, και άρχισαν να υποδαυλίζουν το εθνικιστικό-αλυτρωτικό πνεύμα του πλήθους, μορφοποιώντας μια εντελώς διαφορετική αντίδραση στην κρίση. Η ιδέα τους ήταν η εξής: Αντί για μεταρρυθμίσεις και μείωση των δαπανών (και άρα των μισθών τους), η Ελλάς έπρεπε να κάνει κάτι άλλο, να επιστρατεύσει μια μαγική, εύκολη και σχεδόν ανώδυνη λύση, η οποία θα επέστρεφε τη χώρα στην ευημερία. Όχι, δεν θα έσκιζαν τα μνημόνια ούτε θα εκβίαζαν τους δανειστές. Ήταν πιο άγριες εποχές. Ο λαός ζητούσε αίμα: Έναν επεκτατικό πόλεμο κατά της Τουρκίας, με αφορμή το θέμα της ανεξαρτησίας της Κρήτης. Έτσι θα λύνονταν όλα.
Η ιδέα ήταν τόσο παλαβή, σα να λες ότι μας ψεκάζουν τα αεροπλάνα, που έπιασε στα μυαλά και τις ψυχές του λαού, του αγανακτισμένου από την οικονομική κρίση. Οι διαδηλώσεις ήταν συχνές, ο κόσμος ξεχυνόταν στους δρόμους και απαιτούσε πόλεμο. Κι η αντιπολίτευση του επιρρεπούς στο λαϊκισμό Θόδωρου Δηλιγιάννη εισέπραξε την αγανάκτηση του λαού και την υιοθέτησε όλη. Στις εκλογές του 1895 ο Τρικούπης κατατροπώθηκε -δεν κατόρθωσε ούτε καν να εκλεγεί ο ίδιος βουλευτής- και ο αλυτρωτικός λαϊκισμός θριάμβευσε. Δύο χρόνια αργότερα, μετά από ασφυκτικές πιέσεις της ακόμα πιο λαϊκιστικής αντιπολίτευσης και συνεχείς εκδηλώσεις αγανάκτησης στους δρόμους, η Ελλάδα επιτέθηκε στην Τουρκία.
Ο πόλεμος ήταν σύντομος και σχετικά αναίμακτος. Κράτησε τριάντα ημέρες, και σταμάτησε μόνο όταν επενέβησαν οι ξένοι και σταμάτησαν τον τουρκικό στρατό που προέλαυνε στο κατόπι των υποχωρούντων Ελλήνων στο ύψος της Λαμίας. Η τραγελαφική ήττα φόρτωσε την Ελλάδα με επιπλέον χρέος (πολεμικές αποζημιώσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) και μιαν αναπόφευκτη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή, που έστησαν η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία (τρόικα!) η οποία επόπτευε τα οικονομικά μας, αξιολογούσε τις κρατικές υπηρεσίες και εισέπραττε κατευθείαν έσοδα κρατικών επιχειρήσεων και φόρους. Μας κατσικώθηκε για ογδόντα χρόνια αυτό το πράγμα, είχε γραφεία κανονικά στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Μόλις το 1978 σταματήσαμε να την πληρώνουμε.
Και, φυσικά, μετά την πτώχευση, το λαϊκισμό, τη σφαλιάρα και την τρόικα, τα πράγματα πήγαν ακόμα χειρότερα. Ακολούθησαν ο “εθνικός διχασμός”, η γελοιότητα Ελλήνων να πολεμούν και με τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, η Μικρασιατική καταστροφή και, τελικά, το 1932, το αναπόφευκτο: Πτωχεύσαμε πάλι.
Γιατί δε μάθαμε τίποτα από την πτώχευση και την ήττα του 1897; Τι ερώτηση είναι αυτή. Μα δεν κάναμε τίποτε λάθος. Πριν περάσει λίγος καιρός από την ήττα, η αφήγηση που σχηματοποιήθηκε ήταν σαφής: Φταίγαν οι ξένοι. Δεν φταίγαμε εμείς που, αντί να κάτσουμε να φτιάξουμε το πτωχευμένο μας κράτος, πήγαμε να πάρουμε την Πόλη. Φταίγαν οι ξένοι. Που δεν ήρθαν να μας σταματήσουν. Επίτηδες μας άφησαν να χάσουμε, λέγαν οι πρόγονοί μας, επειδή ήθελαν να μας επιβάλουν την τρόικα για να πάρουν πίσω τα λεφτά τους από την πτώχευση του 1893 και να μας υποδουλώσουνε. Ένα βιβλίο του ιστορικού Γιάννη Γιανουλόπουλου που περιγράφει γλαφυρά την ιστορία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από τα προεόρτια του 1897 μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή έχει τίτλο “Η ευγενής μας τύφλωσις” (εκδόσεις Βιβλιόραμα). Ο τίτλος αναφέρεται σε δημοσίευμα της εφημερίδας “Σάλπιγξ” της Λεμεσσού που, στις 14 Ιουνίου του 1897, κατακεραύνωνε την “εκπορνευθείσα υπό του συμφέροντος Ευρώπην” επειδή δεν επενέβη για να σταματήσει την Ελλάδα, παρ’ όλο που έβλεπε “πού θα έφερεν το Ελληνικόν Έθνος η ευγενής του τύφλωσις”.
Σήμερα μόνο χολερικοί μισάνθρωποι, από αυτούς που ευδοκιμούν στο Twitter, εύχονται να “χάσει” στις τρέχουσες και κρίσιμες διαπραγματεύσεις η κυβέρνησή μας, να πολτοποιήσει η Μέρκελ το Βαρουφάκη, να στραγγαλίσει τις τράπεζές μας η ΕΚΤ και άλλες τέτοιες καταστροφές. Κανένας Έλληνας δεν ήθελε να χάσουμε και το 1897. Και τότε, όμως, όπως και τώρα, τόσο οι ψηφοφόροι όσο και το πολιτικό μας προσωπικό φαίνεται να αντιδρούν σε μια δύσκολη και περίπλοκη κατάσταση με τον ίδιο τρόπο: Υπακούοντας στο συναίσθημα και πετώντας την μπάλα στην εξέδρα. Σήμερα, αν εξαιρέσουμε τους νεοναζί και κάτι άλλους παλαβούς και ψεκασμένους, δεν υπάρχουν αλυτρωτικά όνειρα και επιθετικές ονειρώξεις, έχουμε εξελιχθεί λίγο, τα ακούμε αυτά και μας φαίνονται κάπως πρωτόγονα και παλιακά.
Αλλά φανταστείτε τους ανθρώπους του 2110, που θα διαβάζουν τα δικά μας τα καμώματα. Τι θα βλέπουν; Τι θα καταλαβαίνουν; Τι άλλο παρά την διαχρονική μας αφοσίωση στο λαϊκισμό, την αλλεργία στις μεταρρυθμίσεις, την ανυπακοή στη λογική η το κοινό, πολύπλοκο συμφέρον, και την παράλογη πίστη στα πάντα διαθέσιμα, απλόχερα προσφερόμενα από υποψήφιους κυβερνήτες εύκολα, μαγικά όνειρα. Αυτοί εδώ θα διαπραγματευτούν καλύτερα από τους προηγούμενους, κι αν πετύχουν επιμήκυνση ενός χρέους που ούτως ή άλλως δεν πληρώνεται και ένα μνημόνιο με άλλο όνομα, όλα καλά θα είναι, θα επιτρέψουμε μαγικά στην Ελλάδα του 2009, ή στην Ελλάδα του 1931, ή στην Ελλάδα του 1892, όλα καλά, με αξιοπρέπεια και την μπάλα στην εξέδρα, κι άμα δε γίνει, θα φταίνε οι ξένοι.
Αλλά δεν θα είναι όλα καλά. Γιατί καμία από εκείνες τις Ελλάδες δεν είχε θεσμούς που να λειτουργούν, πολίτες που να τους σέβονται, νόμους που να εφαρμόζονται. Αυτά είναι πράγματα δύσκολα, χρειάζονται μεταρρυθμίσεις συγκεκριμένες μα ραγδαίες, με κόστος. Κι είναι απαραίτητες, αν πρέπει κάποτε να σπάσει ο κύκλος και να σταματήσουμε να καταρρέουμε κάθε λίγες δεκαετίες. Εδώ κανένας δεν τις υπόσχεται, κανείς δεν τις συζητάει, κι όποιος τολμά να προσπαθήσει έχει την τύχη του Τρικούπη, γιατί τέτοιοι στόχοι δεν επιτυγχάνονται για λογαριασμό ενός λαού που έχει συνηθίσει, αιώνες τώρα, να πιστεύει και να επιβραβεύει μόνο τα εύκολα, τα φιλόδοξα, τα συναισθηματικά και τα χαρούμενα, αναβάλλοντας τα δύσκολα μα απαραίτητα στο διηνεκές και, αναπόφευκτα, χρεοκοπώντας έτσι αλλεπάλληλα, ξανά και ξανά, πάντα αθώος, πάντα ενάρετος και αγανακτισμένος, πάντα κατά φαντασία προδομένος από εχθρούς ξένους, μα και πάντα προδομένος από την πραγματική, διαχρονική και ολέθρια ευγενή του τύφλωση.