13 March 2007

Η πρώτη φορά που είδα το Παρίσι

της Ισμήνης

Ήτανε Σεπτέμβριος του 2005, όταν μου είπε ένα ζευγάρι καλών φίλων, ότι τον Σεπτέμβριο του 2006 θα πάει 15 ημέρες στο Παρίσι. Έρχεσαι;

  • 1η αντίδραση - και ρωτάς; στο Παρίσι! 15 ημέρες; Πάμε.
  • 2η αντίδραση - τα παιδιά τι θα γίνουν; Ο σύζυγος;
  • 3η αντίδραση - ο γιος δίνει πανελλήνιες. Αν περάσει επαρχία και έχω τρεχάματα με εγγραφή και εγκατάσταση; Δύσκολο!
  • 4η αντίδραση - φοβάμαι το αεροπλάνο. Θα έρθω με το τραίνο να σας βρώ εκεί.
  • 5η αντίδραση - ΦΥΓΑΜΕ!

Βρέθηκα μέσα στο ασημένιο πουλί, καθισμένη ανάμεσα στους φίλους μου, να καταβάλουν φιλότιμες προσπάθειες να διασκεδάσουν τον φόβο μου (είχα πάει 3 φορές στην τουαλέτα).

Στις 10 το βράδυ μέσα στο ταξί, διασχίζοντας τους δρόμους του Παρισιού προς Vincennes, είχα κολλήσει τη μύτη μου στο τζάμι και μύριζα Παρίσι, είχα ανοίξει τα μάτια μου και έβλεπα Παρίσι, είχα τεντώσει τ' αυτιά μου και άκουγα Παρίσι. Πρώτη σηκώθηκα το πρωί, ετοιμάσθηκα, καφέ θα πίνουμε τώρα; Ελάτε πάμε!

Το Παρίσι με περιμένει, μου άνοιγε την αγκαλιά του να χωθώ μέσα, μου έκλεινε πονηρά το μάτι να με πλανέψει, μου χαμογελούσε για να ξεχάσω. Κι εγώ, όρμησα και μαγεύτηκα από τη γοητεία του, την ομορφιά του.

Ο ήλιος ολόλαμπρος, ουρανός καθαρός, ημέρα ζεστή. Βρίσκομαι μπροστά στον πύργο του Eiffel, 300 μέτρα ύψος. Δέος! Τόνοι σίδερο, τόσο αριστοτεχνικά δεμένοι που σου δίνουν την αίσθηση μιάς κατασκευής που άνετα μεταφέρεται. Ανεβαίνω με το ασανσέρ στην κορυφή. Στον τελευταίο εξώστη, μέσα από τα προστατευτικά κάγκελα, απλώνεται η πόλη του φωτός. Ο Σηκουάνας, ο αιώνιος εραστής της, απλώνει το νερένιο χέρι του και τη χαϊδεύει απαλά.

Μέσα στα καραβάκια του ποταμού, διασχίζουμε την πόλη. Περνάμε κάτω από τις φημισμένες γέφυρες. Τα κτίρια, τα μνημεία, οι εκκλησίες υψώνουν υπερήφανα τον σμιλεμένο όγκο τους, επιβεβαιώνοντας με την παρουσία τους την ιστορία της χώρας και τον σεβασμό του κράτους και του λαού στις μνήμες.

Στην πλατεία της Notre-Dame de Paris, κόσμος πολύς. Σηκώνω τα μάτια μου ψηλά στο καμπαναριό της, ο ήλιος με τυφλώνει. Ανάμεσα στα σκαλισμένα τόξα, τέρατα και αγίους, διακρίνω μια σκιά με καμπούρα να στέκεται. Ο Κουασιμόδος! Κρατάει στην αγκαλιά του μια πανέμορφη κοπέλα με μακριά μαύρα μαλλιά, ντυμένη τσιγγάνα και φωνάζει στο πλήθος «άσυλο-άσυλο».

Λίγο πιο κάτω βρίσκεται ένα επιβλητικό κτίριο. Μια σιδερένια πόρτα ολοσκάλιστη, χρυσοποίκιλτη κλείνει την είσοδό του. Είναι τα Δικαστήρια. Πλησιάζω. Απαγορεύεται η είσοδος. Έχει στρατιωτικό δικαστήριο σήμερα. Δικάζεται ο Ντρέιφους. Η φωνή του Ζολά, τρυπάει τους τοίχους, απλώνεται πάνω στο Παρίσι, κουρνιάζει στις σοφίτες, βυθίζεται στον Σηκουάνα, μεταφέρεται παντού «ΚΑΤΗΓΟΡΩ». Ο Ζορές τυπώνει και πυργώνει τους πρώτους στόχους του Σοσιαλισμού.

Διασχίζω τους δρόμους με παλιά σπίτια, ξεφτισμένες ή αναπαλαιωμένες προσόψεις. Αγάλματα, πλατείες, σιντριβάνια. Κουράστηκα. Μπαίνω στο Café «Deux Maggots» για ένα καφέ. Ατμόσφαιρα Ste Germain des Pres. Στο διπλανό τραπεζάκι η Simon de Bauvoir πίνει τον καφέ της με τον J.P. Sartre. H Juliet Greco, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει με τον Andre Breton. O Apollinaire απαγγέλει κι εγώ συνέρχομαι για να συνεχίσω τη μαγευτική μου περιπλάνηση.

Στο Λούβρο σκύβω και φιλάω τα μάρμαρα της Αφροδίτης της Μήλου και της Νίκης της Σαμοθράκης. Καλά είσαστε εδώ Κυρίες μου. Στέκεστε στην πιο περίοπτη θέση και κάνετε υπερήφανη την Ελλάδα. Εμείς θα σας είχαμε στριμώξει μαζί με άλλα αριστουργήματα.

Διασχίζω L' avenue des Champs Elysees. Τεράστια λεωφόρος, τεράστια πεζοδρόμια, πολλά δέντρα, λουλούδια, νερά, πολύς κόσμος. Διάχυτο το άρωμα Chanel No 5. Οι παριζιάνες κομψές με τα ταγιέρ τους, ασορτί παπούτσια, τσάντα και γάντια. Εγώ με το αθλητικό παπούτσι και το τζιν παντελόνι, τιθασεύω τη ζήλια μου σκεπτόμενη ότι είμαι τουρίστρια.

Μέσα από τις καλόγουστες βιτρίνες, οι μεγάλοι μαιτρ της Haute Couture με τα απίθανα συνολάκια τους με καλούν να ξοδέψω τα ευρώ μου. Εγώ σταθερή στα μέτρα λιτότητας της Ελλάδας απομακρύνομαι υπερήφανα σιγοτραγουδώντας τον Εθνικό μας Ύμνο.

Μπροστά στο Ξενοδοχείο Georges V, ένας μελαψός αλλοδαπός δίνει 200 Ευρώ σε μια ζητιάνα, περισσότερα απ’ όσα έχω εγώ στο πορτοφόλι μου, κι αφορολόγητα παρακαλώ.

Μπροστά μου υψώνεται η Αψίδα του Θριάμβου, το καμάρι του Μεγάλου Ναπολέοντα. Η στρατιά του περνάει από κάτω θριαμβευτικά, μέσα στις επευφημίες του παρισινού λαού. Μετά από πολλά χρόνια, περνάει ο γερμανικός στρατός κατοχής, υπό το θλιμμένο και ντροπιασμένο βλέμμα και σιωπή του παρισινού λαού.

Βερσαλλίες. Η αποθέωση του πλούτου, της χλιδής, της βασιλείας, της μοναρχίας. Σάλες, σαλόνια, έπιπλα, γραφεία, σκάλες, καθρέπτες, κρεβατοκάμαρες, βελούδα, κρύσταλλα, πορσελάνες, μάρμαρα. Τι κόσμος ζούσε εκεί, τι άνθρωποι. Εγωιστές, καλλιτέχνες, αμοραλιστές. απόλυτοι. Όλο το τραγικό μεγαλείο της βασιλείας τους, η μοναξιά της πολυτάραχης ζωής τους, η αγωνία της διατήρησης της ετερόφωτης λάμψης τους, στέκεται άψυχη και περιφρουρημένη με απαγορευτικά κολονάκια και μεταξωτά σκοινιά.

Βγαίνω στους απέραντους κήπους ν’ αναπνεύσω. Ένα «πλαφ» ακούγεται κοντά. Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω στο παράθυρο των βασιλικών διαμερισμάτων τον σφογγοκωλάριο, με πλούσια περούκα και χρυσοποίκιλτη στολή, ν’ αδειάζει το βασιλικό περιεχόμενο από ένα χρυσό και αδαμαντοστόλιστο δοχείο νυκτός. Θεέ μου, τι λαός!!!

Ξαφνικά πιάνει μπόρα. Αστραπές, βροντές, βροχή. Κάτω από ένα υπόστεγο, κάθομαι για να προφυλαχθώ. Κλείνω τα μάτια κουρασμένη. Με ξυπνούν οπλές αλόγων που σέρνουν ξύλινες καρότσες, κάνοντας πολύ θόρυβο στο λιθόστρωτο δρόμο. Λαός ακολουθεί φωνάζοντας. Ακολουθώ τις άμαξες. Πηγαίνουν στην Conciergerie. Κατεβαίνει ο Louis XVI, η Μαρία-Αντουανέτα, τα παιδιά τους και η ακολουθία τους. Τα γεμάτα φόβο μάτια της στυλώνονται στην καρμανιόλα που είναι στημένη στην πλατεία. Μυρίζει αίμα. Ακόμα αναρωτιέται γιατί δεν της απάντησαν στο «Αφού ο λαός δεν έχει ψωμί και πεινάει, γιατί δεν τρώει παντεσπάνι;»

Τα βήματά μου με οδηγούν στις Invalides και στο Πολεμικό Μουσείο, ν’ αποτίσω φόρο τιμής στον άλλο Μεγάλο της Γαλλίας, τον Ναπολέοντα. Επιβλητικός ο χώρος που βρίσκεται ο τάφος του. Μετά από θριαμβευτική πορεία από απλός λοχαγός σε Αυτοκράτορα της Γαλλίας, μετά από θριαμβευτικές νίκες, θριαμβευτική επάνοδο στην εξουσία μετά την εξορία και ένα Βατερλό, το σώμα του πιο αγαπημένου αυτοκράτορα του λαού και του στρατού της Γαλλίας, οδηγήθηκε θριαμβευτικά για την τελευταία του κατοικία από την Αγία Ελένη στη Χάβρη και διαπλέοντας το Σηκουάνα στο Παρίσι. Η νεκρική πομπή πέρασε την Αψίδα του Θριάμβου, κατέβηκε τα Ηλύσια Πεδία για να καταλήξει στις Invalides. Ο χιονοσκεπής ουρανός, πενθούσε μαζί με όλο το λαό του Παρισιού. Θαμμένος με τιμές Αιγυπτίου Φαραώ μέσα σε 6 φέρετρα ο Ναπολέων, φρουρείται από 12 κολοσσιαία αγάλματα. Στο Πολεμικό Μουσείο, το λιτό δωμάτιο της εξορίας, το νεκρικό κρεβάτι και το εκμαγείο του προσώπου του, συγκινούν τους θαυμαστές του Μεγάλου Ναπολέοντα.

Κατευθύνομαι στη Σορβόνη. Βολταίρος, Ρουσό, Μονταίν, ονόματα ηχηρά, άνθρωποι σοφοί-λόγιοι, χάραξαν τον δρόμο του διαφωτισμού και ανέσυραν τη Γαλλία και την υπόλοιπη Ευρώπη από τον σκοταδισμό και τον μεσαίωνα.

Μπαίνοντας στον Πανεπιστημιακό ναό της Σορβόννης, ντράπηκα για τον ναό του δικού μας Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Μέσα στην έξαρση του ρομαντισμού και της αναπόλησης, πήγα για προσκύνημα στο νεκροταφείο Pere Lashaise. Chopin, Rossini, Delacroix, J. Moreas, Moliere, Abelardet Eloise, Jim Morrison (κατόπιν παραγγελίας των παιδιών μου).

Στο Παρίσι ζεις το παρόν και το παρελθόν που είναι χαραγμένο στους δρόμους, τα κτίρια, τις πλατείες. Είναι και τα δύο ανακαταμένα και πορεύονται πιασμένα χέρι-χέρι.

Σε μια γωνία, ένας κύριος κομψός, άσπρα μαλλιά, γκρι κοστούμι, ψάθινο καπέλο μπαστούνι στο χέρι, μου χαμογελάει με πιάνει αγκαζέ τραγουδώντας «Ca c’ est Paris» με οδηγεί στο Moulin Rouge για γαλλική σαμπάνια, μύδια και … ΚΑΝ-ΚΑΝ. Είναι ο Μωρίς Σεβαλιέ φυσικά. Η Μπριζίτ Μπαρντό, χαμογελάει πονηρά σε διαφημιστικές αφίσες, με τα τότε υπερήφανα 25 χρόνια της.

Το Παρίσι λάγνο και μαγευτικό, σε ξελογιάζει. Δεν σου κάνει καρδιά να ξεκολλήσεις τα βήματά σου από τους δρόμους, για να γυρίσεις στο σπίτι. Αλλά και τα περίχωρα, οι εξοχές, οι επαρχίες του είναι το κάτι άλλο.

Ο άλλος μεγάλος ποταμός της Γαλλίας -ο μεγαλύτερος- ο Λίγηρας, με καλεί να εξερευνήσω το διάβα του. Κατά μήκος της μεγαλόπρεπης ροής του και στις καταπράσινες και εύφορες όχθες του, παλάτια τεραστίων διαστάσεων, χτισμένα με γερά θεμέλια. Πύργοι, πυργίσκοι, εσωτερικές σκάλες ανείπωτης ομορφιάς, σάλες αμέτρητες, έπιπλα λεπτοδουλεμένα, χαλιά τοίχου κεντημένα σε σχέδια και χρώματα λες και είναι ζωγραφικοί πίνακες, στέκουν μεγαλόπρεπα, θυμίζοντας στον επισκέπτη την ιστορία της φεουδαρχίας που πέρασε ανεπιστρεπτί. Τριγυρισμένα από απέραντα δάση για κυνήγι ελαφιών και πουλιών, που ακόμη και σήμερα είναι αποκλειστικό προνόμοιο του ανώτατου άρχοντα της χώρας.

Η δυνατότητα να ταξιδεύω ελεύθερα,να σκέπτομαι ελεύθερα, να μιλάω ελεύθερα να κρίνω και να συγκρίνω, με οδήγησε για προσκύνημα στο μέρος και και στους τάφους αυτών που συνέβαλαν σε αυτή τη δυνατότητα σήμερα. Στη Νορμανδία. Στον τόπο απόβασης του συμμαχικού στρατού τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο στις 6 Ιουνίου 1944. Επίσκεψη στο μνημείο ειρήνης στην Καέν.

Στην είσοδο κυματίζουν υπερήφανα οι σημαίες των κρατών που πήραν μέρος σε αυτό τον πόλεμο. Φωτογραφίες-ντοκουμέντα από την καταστροφή και αναφορές σε χώρες που τελούν ακόμη υπό κατοχή, με άλλο όνομα: ΧΟΥΝΤΑ.

Φεύγω με σφιγμένη την καρδιά. Στο βιβλίο επισκεπτών γράφω «Δυστυχώς η Ιστορία δεν διδάσκει, επαναλαμβάνεται». Κατευθύνομαι στην πλαζ της απόβασης. Omaha-Utah-PointeduHoc-Oisterham. Απέραντες αμμουδερές εκτάσεις δέχτηκαν στην αγκαλιά τους τανκς, πυροβόλα, βάρκες, στρατιώτες. Η άμμος από άσπρη έγινε κόκκινη και σκέπασε ευλαβικά τα κορμιά αυτών που πολέμησαν για την ελευθερία. Η θάλασσα καταλάγιασε τα τεράστια κύματά της για να τυλίξει απαλά σαν χάδι μάνας, συζύγου, αρραβωνιαστικιάς τα κορμιά αυτών που πίστευαν στην ελευθερία.

Ένα δάκρυ κυλάει από τα μάτια μου, που στεγνώνει από τον άγριο αέρα του Ατλαντικού. Στο Μουσείο της 4ης στρατιάς κομμάντο, στέκομαι προσοχή και σκύβω ευλαβικά το κεφάλι σε μία σκονισμένη αρβύλα, σε ένα παγούρι, στο ημερολόγιο ενός απλού στρατιώτη. Χαμογελάω στις φωτογραφίες του Πάττον, Κόλινς, Μοντγκόμερυ, Αϊζενχάουερ, τους στέλνω ένα φιλί και τρέχω να προλάβω το τραίνο για το Παρίσι.

Περπατάω στις όχθες του Σηκουάνα. Οι ερωτευμένοι χέρι-χέρι, οι ζητιάνοι κάτω από τις γέφυρες τακτοποιούν τα πράγματά τους για τον βραδινό ύπνο. Τα δέντρα καταπράσινα λυγίζουν τα κλαδιά τους και τα φύλλα απαλά φιλάνε τα πράσινα νερά του ποταμού. Καραβάκια φωταγωγημένα διασχίζουνε το ποτάμι. Μαγεία.

Μυρωδιά ψημένου ψωμιού γαργαλάει τη μύτη μου. Ένας αλητάκος τρέχει με ένα καρβέλι ψωμί στο χέρι,ο φούρναρης φωνάζει «κλέφτης-κλέφτης». Ακούγεται ο θόρυβος από βαριές αλυσίδες, κάτεργα. Γιάννης-Αγιάννης. Ο κ. Μαγδαληνής σοβαρός αγκαζέ με την Τιτίκα περνάει δίπλα μου.

Ένα μαύρο ημίψηλο καπέλο επιπλέει στα νερά του Σηκουάνα. Του Ιαβέρη. Ένας κύριος ηλικιωμένος, μαύρο κοστούμι, άσπρα μαλλιά και γένια με κοιτάει από απέναντι. Ο Βίκτωρ Ουγκώ. Μαγεμένο Παρίσι.

Τινάζω από τα μάτια μου το όνειρο. Απλώνω το σεντόνι των αναμνήσεων και τυλίγω όλα αυτά που με έθρεψαν 15 ήμέρες.

Αντίο Παρίσι! Γεια σου Ελλάδα, πατρίδα μου γλυκιά.