17 May 2007

Ελληνικές αποδόσεις των αγγλικών όρων...

follow up και follow-up


Πρόσφατα σε συζήτηση στη Βουλή, ακούστηκε να χρησιμοποιείται η αγγλική λέξη follow-up αντί ελληνικής, γεγονός που προκάλεσε τη διαμαρτυρία του βουλευτή κ. Νάσου Αλευρά. Στο αίτημα του βουλευτή που διατυπώθηκε στην Αντιπρόεδρο του ΓΕΣΥ (= Γενικό Επιστημονικό Συμβούλιο της Ελληνικής Εταιρίας Ορολογίας [ΕΛΕΤΟ]) κ. Μαρία Καρδούλη, και μελετήθηκε από τον Πρόεδρο του ΓΕΣΥ κ. Κώστα Βαλεοντή, δόθηκε η παρακάτω τεκμηριωμένη απάντηση-πρόταση, την οποία ενέκρινε στη συνέχεια και το ΓΕΣΥ.

Η πρόταση βασίζεται στο σκεπτικό της ΜΟΤΟ (=Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας), τεκμηριώνεται λεξικογραφικά, και περιλαμβάνει παραδείγματα όρων από τη Βάση TELETERM.


1. Πρόταση

follow up

{ρήμα αμετάβατο}

επακολουθώ {παθητικό: επακολουθούμαι}, παρέπομαι

μετοχές: επακολουθών, παρεπόμενος, επακολουθούμενος

follow-up

{ουσιαστικό που δηλώνει ενέργεια} επακολούθηση

follow-up

{ουσιαστικό, αποτέλεσμα} επακολούθημα, παρεπόμενο

follow-up

{επίθετο} επακόλουθος, παρεπόμενος

επίρρημα: επακόλουθα, επακολούθως

παράγωγα: επακολουθία, επακολουθητικός, επακολουθητικά


2. Τεκμηρίωση

Α) Αγγλικό λεξικό:

Σύμφωνα με το Random House Webster’s Dictionary:

follow up (ρήμα)

a. to pursue closely and tenaciously.

b. to increase the effectiveness of by further action or repetition.

c. to pursue to a solution or conclusion.

fol·low-up (ουσιαστικό)

1. the act of following up.

2. an action or thing that serves to increase the effectiveness of a previous one, as a second or subsequent letter, phone call, or visit.

3. Also called follow. Journalism.

a. a news story providing additional information on a story or article previously published.

b. Also called sidebar, supplementary story. a minor news story used to supplement a related story of major importance. Cf. feature story (def. 1), human-interest story, shirttail.

(επίθετο)

4. designed or serving to follow up, esp. to increase the

effectiveness of a previous action: a follow-up interview; a follow-up offer.

5. of or pertaining to action that follows an initial treatment, course of study, etc.: follow-up care for mental patients; a follow-up survey.


Β) Ελληνικό λεξικό:

Σύμφωνα με το Μέγα Λεξικό Δ. Δημητράκου:

επακολουθώ:

1) έρχομαι κατόπιν τινός αμέσως, ακολουθώ τινά εκ του πλησίον || συνοδεύω τινά, βαίνω εν συντροφία μετά τινος

4) έπομαι, υπακούω, συμμορφούμαι τινί

9) κ. νεώτ: συνοδεύω, ακολουθώ ως αποτέλεσμα

παρέπομαι:

ακολουθώ εκ του σύνεγγυς, συνοδεύω, συντροφεύω || παρακολουθώ τι || επακολουθώ || είμαι φυσικόν επακολούθημά τινος, ... || είμαι αποτέλεσμά τινος || το ουδ. της μετοχής: το παρακολούθημα, η συνέπεια αναγκαία ή τυχαία ||

τα παρεπόμενα: τα αναγκαία επακόλουθα ||

τα παρεπόμενα των πτωτικών ή των ρημάτων (γένος, κλίσις, αριθμός, ...)


3. Χρήση σε όρους:

Στη βάση TELETERM υπάρχουν οι όροι:

follow up activity επακόλουθη δραστηριότητα

follow-up training programme επακόλουθο πρόγραμμα κατάρτισης

fault follow-up παρεπόμενα (εντοπισμού) βλάβης


Από το «Ορόγραμμα» της ΕΛΕΤΟ

(Κ.Β.)