Στις καταστροφές με μαζικούς θανάτους μένουμε συχνά (και σωστά) στο μεγάλο αριθμό θυμάτων, δεν προσέχουμε όμως αυτούς που διασώθηκαν, ιδίως αν είναι πολύ λίγοι ή μόνο ένας. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή αυτοί οι ίδιοι αποφεύγουν τη δημοσιότητα και επιθυμούν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους το καταστροφικό γεγονός που έζησαν.
Άλλοι «σαλτάρουν» ελαφρώς ή σφόδρα και αφιερώνονται σε κάποια θρησκεία, της οποίας ο θεός «έβαλε το χέρι του» και τους έσωσε, άλλοι καβαλάνε το καλάμι και πιστεύουν ότι είναι «επιλεγμένοι» για νίκες, άλλοι πάλι –οι περισσότεροι- ζουν μέχρι τέλους με την ανάμνηση των φρικτών γεγονότων που έζησαν κατά την καταστροφή.
Ο ναυαγός του «Général Chanzy»
Τον Φεβρουάριο του 1910 ταξίδευε το ταχυδρομικό πλοίο «Général Chanzy» από τη Μασσαλία στο Αλγέρι. Η θάλασσα είχε πολλά κύματα, αλλά ο καπετάνιος δεν ανησυχούσε, γιατί είχε περάσει πολλές ανάλογες καταστάσεις. Όταν ο επιβάτης Marcel Badez εξέφρασε το φόβο του για την τρικυμία, πήρε την απάντηση ότι «Είναι συνηθισμένη τέτοια θαλασσοταραχή, πηγαίνετε για ύπνο, αύριο στις 5 θα είμαστε στο Αλγέρι». Ο Badez δεν πείσθηκε και φόρεσε ένα σωσίβιο, πριν πέσει στο κρεβάτι.
Περίπου στις 4 το πρωί κτύπησε το ατμόπλοιο σε ένα σκόπελο και τα εισρέοντα νερά προκάλεσαν έκρηξη του λέβητα. Ο Badez συνήλθε από τον ύπνο και βρέθηκε να κολυμπάει, μέχρι που τα κύματα τον έριξαν στα βράχια. Το σωσίβιο-νυχτικό τον είχε σώσει. Όταν έπεσε τελικά η θάλασσα, σκαρφάλωσε ο ναυαγός στα απότομα βράχια και βρέθηκε, μετά από λίγα χιλιόμετρα σε ένα χωριουδάκι, όπου τον περιέθαλψαν. Ήταν ο μοναδικός διασωθείς από τα 157 άτομα στο πλοίο, προσωπικό και επιβάτες.
Τραγουδώντας στο πλημμυρισμένο σπήλαιο
Περί το έτος 1950 επισκέφτηκε ο ερευνητής σπηλαίων André Mairey μαζί με άλλους επιστήμονες το σπήλαιο La Creuse στην περιοχή Franche-Comté της Γαλλίας. Μετά την είσοδό τους στο σπήλαιο και αφού είχαν προχωρήσει αρκετές εκατοντάδες μέτρα, άρχισε απρόβλεπτα να ανεβαίνει ένα υπόγειο ποτάμι, το οποίο απέκλεισε την είσοδο και παγίδευσε τους ερευνητές. Κάθε προσπάθεια διάσωσης ήταν μάταιη και το ένα μετά το άλλο τα μέλη της παρέας πνίγονταν με την άνοδο του νερού.
Μόνο ο Mairey κατάφερε να διασωθεί, στηριζόμενος με πόδια και χέρια στο γλιστερό τοίχο του σπηλαίου και κρατώντας το κεφάλι του λοξά και άβολα σε μια τρύπα στο ταβάνι που δεν είχε πλημμυρίσει. Κάπου εκεί σταμάτησε το νερό να ανεβαίνει και έμεινε σ’ αυτή τη στάθμη κάπου 24 ώρες. Ο Mairey κρεμόταν εκεί όλο αυτό το χρόνο γαντζωμένος με τα νύχια και με τη βοήθεια της τριβής των παπουτσιών του στο γλιστερό τοίχο. Για να διασκεδάσει δε την αγωνία του, τραγούδαγε, όπως έλεγε αργότερα, με στεντόρεια φωνή σχολικά τραγούδια - ό,τι είχε μείνει στο μυαλό του μέσα στην αγωνία του θανάτου. Κάποια στιγμή άρχισε να υποχωρεί το νερό και ο επιζών βγήκε από τη σπηλιά, περνώντας ανάμεσα στα πτώματα των συντρόφων του.
Ένας Κινέζος στο πέλαγος
Ο Poon Lim ήταν κινέζικης καταγωγής και το φθινόπωρο του 1942 εργαζόταν ως θαλαμηπόλος στο εμπορικό πλοίο «Benlomond». Κάπου στο νότιο Ατλαντικό συναντήθηκε το πλοίο του με ένα γερμανικό υποβρύχιο, το οποίο είχε εντολή να βυθίζει όλα τα «εχθρικά» εμπορικά και στρατιωτικά σκάφη. Ο Lim βρέθηκε στα νερά του ωκεανού και κολυμπούσε αβοήθητος, μέχρι που είδε μπροστά του μια ναυαγοσωστική λέμβο του πλοίου. Επιπλέον, στη λέμβο υπήρχαν τρόφιμα και νερό για 50 ημέρες. Μετα από 2 μήνες άσκοπης περιπλάνησης τα τρόφιμα είχαν τελειώσει και ο Lim έπιανε ψάρια με ένα πρόχειρο αγκίστρι που είχε κατασκευάσει από τις κονσέρβες του φαγητού.
Στις 100 ημέρες περιπλάνησης πέρασε από πάνω του ένα αεροπλάνο και ο Κινέζος πέταξε όλα τα «σκουπίδια» στη θάλασσα, έτοιμος να γυρίσει στον πολιτισμό, αφού «όπου νάναι» θα εμφανίζονταν οι ναυαγοσώστες. Όμως, η βραζιλιάνικη αεροπορία που είχε ειδοποιηθεί, δεν εντόπισε το ναυαγό, γιατί τα ρεύματα του ωκεανού είχαν μεταφέρει τη σωσίβια λέμβο του πολύ μακριά. Έτσι συνεχίστηκε η περιπλάνηση χωρίς αγκίστρι και καθόλου νερό πια. Στις 133 ημέρες ανακάλυψαν ψαράδες τυχαία τον ναυαγό με εκτεταμένα ηλιακά εγκαύματα στο σώμα και προχωρημένη αφυδάτωση. Τότε έμαθε ο Poon ότι και οι 53 συνάδελφοί του ναυτικοί στο βυθισμένο σκάφος είχαν πνιγεί και, μάλλον, φαγώθηκαν από καρχαρίες.
Ο Poon Lim επανήλθε ως ναυτικός στη θάλασσα και συνέχισε για αρκετά χρόνια να εργάζεται, μέχρι που κάποια εποχή αποσύρθηκε στην πατρίδα του.
(συνεχίζεται >>>)