Της Φωτεινης Καλλιρη
Τη σιωπηρή αποχή επέλεξαν ως πράξη αντίδρασης στη θρησκευτική εκδήλωση του αγιασμού (για πρώτη φορά στην ιστορία του), μετά τη σχετική πρωτοβουλία του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας κ. Γ. Παναγιωτόπουλου, περίπου 120 ανώτατοι δικαστικοί. Παρόντες ήταν περί τους 30, ωστόσο η αίθουσα γέμισε από συνταξιούχους λειτουργούς της Θέμιδος και πολλούς δικαστικούς υπαλλήλους.
Η τελετή του αγιασμού ήταν μικρής διάρκειας, αλλά η ομιλία του Αρχιεπισκόπου κ. Χριστόδουλου ιδιαιτέρως καυστική για τον ρόλο του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου. «Το Συμβούλιο της Επικρατείας, στη νεωτέρα ιστορία αμφισβητήθηκε από τη διοίκηση και υπήρξε συχνά πεδίο αφόρητων πιέσεων για την έκδοση αποφάσεων που θα καλύπτουν τις κυβερνητικές αυθαιρεσίες», είπε με έμφαση ο Αρχιεπίσκοπος για να υπογραμμίσει στη συνέχεια: «Είναι εύλογη, κατά ταύτα, η επιθυμία των πολιτών να υπάρχει βεβαία ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και κυρίως να τηρείται η σταθερότητα και το αλώβητο του Συμβουλίου της Επικρατείας».
Στην πρόσκληση του προέδρου του ΣτΕ κ. Παναγιωτόπουλου αρνήθηκαν επισήμως να παρευρεθούν 31 δικαστές, θέση την οποία γνωστοποίησαν με επιστολή τους. Αλλά και η Ενωση Λειτουργών του ΣτΕ διατύπωσε σοβαρές επιφυλάξεις με κομβικό επιχείρημα ότι ο αγιασμός δεν είναι απλή κοινωνική εκδήλωση, αλλά πράξη θρησκευτικής λατρείας, που «θέτει εν αμφιβόλω τη θρησκευτική ουδετερότητα του δικαστηρίου».
Η απάντηση του κ. Παναγιωτόπουλου πάντως ήταν άμεση: «Μακράν πάσης πραγματικότητας είναι η απόδοση στην εκδήλωση αυτή οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας. Η τέλεση αγιασμού επί τη ενάρξει του νέου δικαστικού έτους αποτελεί αποκλειστικώς απλή εκδήλωση κατ’ έθιμο άλλωστε, ετησίως τελούμενη υπό των θεσμών (Βουλή των Ελλήνων, Αρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο κ.λ.π.) της Ελληνικής Δημοκρατίας».