του Στέφανου Κασιμάτη, Καθημερινή, 29/11/2012
Το πρώτο που πρόσεξα
πίσω από το παράθυρο του λεωφορείου που μας μετέφερε στο κέντρο του Βερολίνου,
στο ξενοδοχείο όπου θα κατέλυε η ελληνική αποστολή, ήταν τα γκραφίτι στα
περιτοιχίσματα των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, τις οποίες αναγκαστικά διασχίζει
ο δρόμος που οδηγεί από το αεροδρόμιο Τέγκελ στην πόλη του Βερολίνου.
Συγκεκριμένα, όχι τα ίδια τα γκραφίτι -παντού και πάντα, άλλωστε, αυτά είναι
εξίσου αηδιαστικά και βαρετά- αλλά τη θέση που είχαν στους τοίχους. Να εξηγήσω
εδώ ότι οι τοίχοι που περιβάλλουν τις εγκαταστάσεις αυτές έχουν μία ομοιομορφία
στην κατασκευή τους: δεν είναι μονοκόμματοι, αλλά κατά διαστήματα διακόπτονται
από κολώνες που κάπως προεξέχουν, χωρίζοντας έτσι την έκταση του
περιτοιχίσματος σε ισομεγέθη ορθογώνια παραλληλόγραμμα. Το κάθε γκραφίτι ήταν
«φιλοτεχνημένο» με τέτοιο τρόπο μέσα στο παραλληλόγραμμο, ώστε τριγύρω να μένει
ένα πλαίσιο. Ordnung, σκέφθηκα. Ακόμη και οι μουτζούρες στους τοίχους, εδώ,
είναι καδραρισμένες. Βρίσκομαι στο Βερολίνο...
Το Βερολίνο, που κάποτε
φημιζόταν μέσα στην ίδια τη Γερμανία για την αγένεια των κατοίκων του, είναι
μάλλον (εδώ ο δισταγμός επιβάλλεται, επειδή ως συντηρητικός άνθρωπος ταξιδεύω
στα ίδια μέρη και δεν αλλάζω εύκολα τις ρουτίνες μου) η φιλικότερη προς τον
επισκέπτη πόλη που έχω δει και, επίσης, μία από τις ωραιότερες. Ο
κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της ζωής και η ευγένεια των κατοίκων, που σχεδόν όλοι
μιλούν τα αγγλικά πολύ καλά. Η ισορροπημένη και λειτουργική σχέση των
αρχιτεκτονικών όγκων μέσα στον χώρο, η αρμονία της συνύπαρξης σύγχρονης με την παλιά
αρχιτεκτονική και η καθαριότητα της πόλης (παρότι οι ίδιοι οι Γερμανοί τη
θεωρούν βρώμικη σε σχέση, π.χ., με τη Φρανκφούρτη). Τέλος, το φως, πάντα
αδύναμο, να πέφτει πλαγίως και να κάνει τις ώρες από το μεσημέρι και ύστερα να
θυμίζουν ένα ατελείωτο σούρουπο, σε συνδυασμό με το βαθύ καφετί χρώμα, σχεδόν
μαύρο, που έχουν τα φυλλοβόλα του Tiergarten τέτοια εποχή. Όλα αυτά είναι που
κάνουν το Βερολίνο πόλη μοναδική.
Ο λόγος που με έφερε ως εκεί ήταν η πρόσκληση, προς ομάδα Ελλήνων δημοσιογράφων στην οποία είχα την
τιμή να περιλαμβάνομαι, του Ινστιτούτου Φρίντριχ Νάουμαν για την Ελευθερία (του
κόμματος των Φιλελευθέρων Δημοκρατών), για ένα τριήμερο πλήρες συναντήσεων με
πολιτικούς, κρατικούς αξιωματούχους και δημοσιογράφους από τη Γερμανία. Όταν λέω «πλήρες», κυριολεκτώ. Αν ξέρατε μόνο πόσες φορές έφερα στο νου μου τον
αφορισμό από ένα μυθιστόρημα του Αλντους Χάξλεϊ, για το πόσο τρομερά διεξοδικοί
είναι οι Γερμανοί στα πάντα! «Διεξοδικοί ακόμη και στο σεξ όχι λιγότερο από
ό,τι στον πόλεμο, στα γράμματα και τις επιστήμες. Βουτάνε βαθύτερα από τους
άλλους και βγαίνουν στην επιφάνεια πιο λασπωμένοι από τους άλλους», κάπως έτσι
το λέει, όσο θυμάμαι.
Αυτήν τη διεξοδικότητα
των Γερμανών θαύμασα (ή μήπως πρέπει να πω ότι την υπέστην;) σε μια αλυσίδα
συναντήσεων, που ξεκινούσαν το πρωί, κατέληγαν το βράδυ και δεν σου επέτρεπαν
να αφαιρεθείς ούτε στιγμή. Ο λόγος που σε στερούσε από τη δυνατότητα αυτή δεν
ήταν ο καταναγκασμός (άλλωστε, κανείς δεν μας είχε υποχρεώσει να βρισκόμαστε
εκεί), αλλά η διεξοδικότητα της προσπάθειας των Γερμανών να παρουσιάσουν τις
θέσεις τους και ο συνδυασμός στο ύφος τους ευγένειας και ειλικρίνειας (κάποιες
φορές, τελείως saignante, είναι αλήθεια...) Πώς γίνεται να αγνοήσεις κάποιον
όταν καταβάλλει προσπάθεια για να σε προσεγγίσει και σε πείθει για την καλή
προαίρεσή του; Δεν γίνεται - εκτός, βέβαια, αν είσαι τελείως γαϊδούρι. Ηταν
αυτή η από κάθε πλευρά άψογη ανταπόκριση των Γερμανών στις δεσμεύσεις που είχαν
αναλάβει έναντι ημών, των προσκεκλημένων τους, που έδινε υπόσταση στο παράπονο
το οποίο ακούσαμε από όλους -ανεξαιρέτως- τους συνομιλητές μας: αναλαμβάνετε
υποχρεώσεις μεταρρυθμίσεων και δεν τις τηρείτε, δυσκολευόμαστε πια να σας
πιστέψουμε. (Τι να τους πεις; Μη μας κλέβετε το όνειρο να ζούμε με τα λεφτά των
άλλων;)
Η δυσαρμονία των δύο
κόσμων, καθ’ όλη την διάρκεια της επίσκεψης, ήταν έντονη και, ομολογουμένως,
αρκετές φορές ένιωσα να με εγκαταλείπει πλήρως η ελπίδα ότι ως χώρα και λαός
μπορούμε να τα καταφέρουμε. Η στιγμή της μεγαλύτερης δοκιμασίας ήταν σε άθλιο
ελληνικό εστιατόριο του Βερολίνου, όπου δειπνούσαμε με εξέχοντα, χαρισματικό
πολιτικό της Γερμανίας από τη νεότερη γενιά. (Μας είχαν αφήσει μία ολόκληρη ώρα
να περιμένουμε χωρίς να πάρουν παραγγελία, ενώ στο μαγαζί είχαν μόλις τρία
τραπέζια γεμάτα. Αφήστε, δε, ότι τα πρώτα τα έφεραν μισή ώρα αφού είχαμε
τελειώσει...) Ήταν ένα τέταρτο πριν από τα μεσάνυχτα, ενώ πια μπερδεύονταν οι
λέξεις στο στόμα από την κούραση και την επομένη είχαμε την πρώτη συνάντηση της
ημέρας με βουλευτές της επιτροπής ευρωπαϊκών υποθέσεων στις 7.45, όταν καταφθάνει
στο τραπέζι ο Ελληνάρας ιδιοκτήτης: «Ποιοι είσαστε σεις; Ε, ποιοι είσαστε;»
ρωτά και στρώνεται στο τραπέζι μας -απρόσκλητος, φυσικά- για να «τα πει» στον
Γερμανό πολιτικό, που τον είχε αναγνωρίσει.
«Είμαστε τα κορόιδα, που ήρθαν στο
μίζερο μαγαζί σου, για να φάνε το άθλιο φαγητό σου και να σε πληρώσουν κι από
πάνω, αντί να μας πληρώσεις. Μη μας επιβάλλεις την παρουσία σου, γιατί κάνεις
δυσκολότερη την προσπάθεια να ξεχάσουμε την υπέροχη αποψινή εμπειρία μας εδώ».
Αυτά ήθελα να πω, αλλά φυσικά δεν τα είπα. Προτίμησα να βγω διακριτικά έξω από
το μαγαζί και να καπνίσω ένα «σιγαρέτο πολυτελείας» υπό το στέγαστρο του
καταστήματος, διότι η νύχτα ήταν βροχερή. Στην είσοδο του καταστήματος ένας
φίλος που ήρθε για παρέα μού έδειξε τα διάσπαρτα αποτσίγαρα μπροστά από την
είσοδο. Εν αντιθέσει με άλλα βερολινέζικα μαγαζιά, που φροντίζουν να έχουν έξω
κάποιο τασάκι για να μη λερώνουν την είσοδο οι καπνίζοντες πελάτες, αυτός δεν
είχε τίποτε. Εδώ που τα λέμε, θα με εξέπληττε αν είχε.