«Ποιο όραμα, αγάπη μου;»
της Μαρίας Κατσουνάκη, Καθημερινή 21/4/2013
Το 2003 γυρίστηκε η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Σπιρτόκουτο», αφήνοντας εποχή στον ελληνικό κινηματογράφο. Ο τρόπος που «επικοινωνούν» μεταξύ τους τα πρόσωπα, βρίζοντας και ουρλιάζοντας σε δυσβάσταχτα ντεσιμπέλ, χαρακτηρίστηκε τότε ακραίος, γυμνός, ρεαλισμός. H Eλλάδα του Γ. Οικονομίδη, αρχές του 2000 ακόμη, ασφυκτιούσε σε ένα διαμέρισμα στον Kορυδαλλό. Τα μέλη της οικογένειας, που πρωταγωνιστεί, αλληλοσπαράσσονται, απογυμνωμένα από κάθε σύμβαση ή ωραιοποίηση. Ιδρώνουν, μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού, η αποστροφή είναι το σταθερό σημείο συνάντησής τους.
Σκηνές από το «Σπιρτόκουτο» θύμιζε ό,τι παρακολουθήσαμε πριν από λίγες ημέρες στα ΤΕΙ Πάτρας ανάμεσα στους σπουδαστές και στον πρόεδρο του ιδρύματος. Σαν να είχε στήσει την κάμερα ο σκηνοθέτης απέναντί τους και να φώναξε «μοτέρ, πάμε!» τη στιγμή που η κοπέλα - φοιτήτρια χτυπούσε το χέρι της πάνω στο τραπέζι και στρίγκλιζε στον πρόεδρο - όμηρο «παραιτήσου, τώωωρααα».
Κάτι ψελλίζει ο 65χρονος κύριος και η, εκ δεξιών του αυτήν τη φορά, κοπέλα, με στεντόρεια φωνή καγχάζει: «Ποιο όραμα, αγάπη μου;», σε ύφος ξεσαλωμένου πρωινάδικου, από αυτά που κατά κόρον διοχετεύει από τη δεκαετία του ’90 η ιδιωτική τηλεόραση. Εκείνη την εποχή οι ηρωίδες του επεισοδίου της Πάτρας θα έκαναν τα πρώτα τους βήματα στον κόσμο, περνώντας τον ελεύθερο χρόνο τους μπροστά στην οθόνη με τις ψυχαγωγικές εκπομπές.
Κάτι πάλι προσπάθησε να πει ο υπό ομηρία διατελών κύριος, τόσο σιγανά που δεν έβγαινε λες ο ήχος από το στόμα, έναν τόνο πάνω από τη σιωπή. Για να μην προκαλέσει, να μην εκνευρίσει περαιτέρω – ποιος ξέρει. Από την άλλη άκρη ενός μακροσκελούς τραπεζιού, νεαρός αυτήν τη φορά, σαρκάζει: «Σίγουρο είναι, αγόρι μου, μην αγχώνεσαι».
Γράφτηκαν πολλά για τη σκηνή, αναλύθηκε από όλες τις πλευρές: την εκπαιδευτική (τα αρνητικά του σχεδίου «Αθηνά», τη διελκυστίνδα των πάσης φύσεως συναλλαγών που οδήγησαν στην πλήρη απαξίωση του καθηγητή και του ρόλου του)· την οικογενειακή - κοινωνική (τα παιδιά και η ανατροφή τους, η σχέση με τους γονείς και το ευρύτερο περιβάλλον)· τη θεσμική (το ελληνικό πανεπιστήμιο, τα ΤΕΙ και τι αντιπροσωπεύουν)· από την πλευρά της νεολαίας (ο θυμός, η ασφυξία, ο εμπαιγμός, το αδιέξοδο, αλλά και η αδιαφορία, το βόλεμα, η λατρεία της ήσσονος προσπαθείας). Στη συζήτηση μπήκαν και η τρομοκρατία, η βία, ο εκφοβισμός, η ανοχή, η ανομία, η μη τιμωρία.
Μια σκηνή, ένας ολόκληρος κόσμος.
Τότε, το 2003, σε συνέντευξή του για το «Σπιρτόκουτο», ο Γ. Οικονομίδης είχε πει στην «Κ»: «Ζούμε σε νέφος, απλώς όσο περνούν τα χρόνια η ατμόσφαιρα γίνεται πιο αποπνικτική. Προχωράμε προς το ξέσπασμα της βίας, κάθε μορφής: σχέσεων, οικογενειακής, ταξικής, πολιτισμικής. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι θα είναι αφασική. Ξέσπασμα χωρίς λόγο. Σου λέει κάτι, κάποιος, στον δρόμο και κατεβαίνεις με τον λοστό και του ανοίγεις το κεφάλι. Θα φοβόμαστε σε λίγο να κοιτάξουμε τον άλλον στα μάτια…». Για τους ήρωές του σημείωνε: «Aυτή η μικροαστική τάξη είναι υπό μία διαρκή απειλή. Nιώθουν συνεχώς το κακό χνώτο του πάτου και της οικονομικής καταστροφής». Και ομολογούσε: «Nαι, είναι υποκουλτούρα. Aλλά σχεδόν όλη η Eλλάδα είναι έτσι. Nέα παιδιά, αριστούχοι φοιτητές, τους ρωτάς πότε διάβασαν για τελευταία φορά λογοτεχνία και δεν θυμούνται...».
Τότε, το 2003, σχολιάζαμε για την ταινία: «Είναι η ζωή σε συνεχές σφυροκόπημα, χωρίς έλεος ή επιείκεια, είναι η ζωή χωρίς τα φίλτρα που την κάνουν υποφερτή».
Δέκα χρόνια αργότερα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι φτύνουν μάλλον παρά μιλούν, μέσα και έξω από το Σπιρτόκουτο.