Πάει τρελαθήκανε
και οι γιαγιάδες
της Ισμήνης
Πέρασα προ ημερών από το άλσος
Παγκρατίου, έτσι για να θυμηθώ τα παλιά και να χαζέψω τους φρέσκους συνταξιούχους, τους σκυλομπαμπάδες και
σκυλομαμάδες, το παιδομάνι στην παιδική χαρά και όλο αυτόν το κόσμο που
πηγαινοέρχεται χαρούμενος ή σκυθρωπός, γελαστός ή μουρτζούφλης!
Ήταν και τόσο όμορφα, λιακάδα, πράσινο εν αφθονία γύρω, σαν απόηχος έφτανε στ’ αυτιά μου ο θόρυβος των αυτοκινήτων. Κάθομαι σε ένα παγκάκι και αναιδώς απλώνω τα πόδια μου κλείνω τα μάτια και αφήνομαι στο χάδι του ήλιου! Τι ωραία θα με έπαιρνε ο ύπνος, όταν νοιώθω κάποιον να κάθεσται κοντά μου και ταυτόχρονα εκτοξεύεται σαν πήδακας συντριβανιού η αυστηρή τσιριχτή φωνή: «Έλα εδωωωωωωω! σου είπα!»
Αμάν σκέφθηκα με κλειστά μάτια, έπεσα σε τσιριχτρούλα μάνα!
Ήταν και τόσο όμορφα, λιακάδα, πράσινο εν αφθονία γύρω, σαν απόηχος έφτανε στ’ αυτιά μου ο θόρυβος των αυτοκινήτων. Κάθομαι σε ένα παγκάκι και αναιδώς απλώνω τα πόδια μου κλείνω τα μάτια και αφήνομαι στο χάδι του ήλιου! Τι ωραία θα με έπαιρνε ο ύπνος, όταν νοιώθω κάποιον να κάθεσται κοντά μου και ταυτόχρονα εκτοξεύεται σαν πήδακας συντριβανιού η αυστηρή τσιριχτή φωνή: «Έλα εδωωωωωωω! σου είπα!»
Αμάν σκέφθηκα με κλειστά μάτια, έπεσα σε τσιριχτρούλα μάνα!
• «Κώστααααα... έλα αμέσως!» και κάπου από πιο πέρα η απάντηση:
• «Έλα ρε Μπούλη, μην φωνάζεις!»
Ανοίγω τα μάτια μου, ανακάθομαι αξιοπρεπώς και μαζεύω τα πόδια μου, σκεπτόμενη ότι η Μπούλη, το κοριτσάκι, θα
καταφθάσει όπου νάναι και να προσέξω μην μπλεχτεί στα πόδια μου. Γυρνάω το κεφάλι δεξιά και βλέπω δίπλα μου μια κυρία γύρω στα
75 και ταυτόχρονα από αριστερά καταφθάνει ο Κωστάκης, 5 ετών, με ένα σπαθί στο
χέρι, ένα σαρδόνιο χαμόγελο στο στόμα και να ουρλιάζει!
• «Μπούλη, με τρέλανες με τις φωνές σου, θα σου πάρω το κεφάλι!»
Αμάν σκέφθηκα αυτή η γιαγιά είναι
η Μπούλη; Και γιατί την φωνάζει Μπούλη
και όχι γιαγιά; Παρακολουθώ σιωπηλή και
όσο πιο διακριτικά μπορώ τη συνομιλία,
αν μπορώ να την πω συνομιλία, μεταξύ της γιαγιάς, Μπούλης, και του εγγονού, Κωστάκη.
Όλα ισοπεδώθηκαν, χαζή την λέει,
σκατόγρια την φωνάζει και ένα σωρό όμορφες λεξούλες στις οποίες κολλάει και το «Μπούλη». Η δε Μπούλη χαζογελάει σαν να
ανακάλυψε ο εγγονός της καινούργιες λέξεις για το λεξικό του Μπαμπινιώτη. Πάει
τρελαθήκαμε!
Αποχωρώ και σκέφτομαι: βρε γιαγιά
Μπούλη ή όπως αλλιώς σε λένε, γιατί δεν καταδέχεσαι την γλυκιά λέξη προσφώνησης
«γιαγιά»; νομίζεις ότι δεν είσαι; Μπούλη, Σούλη, Τούλη ή όπως αλλιώς σε λένε, σε φωνάζει όλος ο κόσμος, γνωστοί και
φίλοι, ΓΙΑΓΙΑ όμως μόνο η εγγονός σου
έχει το προνόμιο να σε φωνάζει! Γιατί στο όνομα του μοντερνισμού δεν καταδέχεσαι
να είσαι γιαγιά και στο όνομα, γιατί στην ουσία είσαι!
Κάποτε μια άλλη γιαγιά, ρώτησε τον
εγγονό της, 5 ετών, τι σημαίνει γι' αυτόν η λέξη «γιαγιά» και ξέρεις τι απάντησε ο μικρούλης
Μπούλη μου; «Σημαίνει προστασία!»
Εσύ καημένη Μπούλη στερείς από τον
εαυτό σου αυτή την τόσο γλυκιά λέξη, για
πιο ασήμαντα πράγματα... Σε λυπάμαι!