της Άννας Σίλια, 24/10/2007
28η Οκτωβρίου
1953… Δεκατρία μόλις χρόνια, από το “ΟΧΙ” του Μεταξά, επιχείρησα να πω κι εγώ
το δικό μου μεγάλο “ΟΧΙ”… άσχετα αν… δεν
μου “έκατσε”. Αλλά, ας τα
πάρω από την αρχή.
Βασικά, εγώ είμαι εκείνο το… πανέμορφο, συνοφρυωμένο
κοριτσάκι με τις μεγάλες άσπρες κορδέλες στα μαλλιά, που κάθεται στους ώμους
του πατέρα της και παρακολουθεί –ανόρεχτα πια– την παρέλαση, μόνο και μόνο
γιατί η Παρέλαση αυτή, είναι α-πο-κλει-στι-κά δική της… Ήταν η πρώτη μου
παρέλαση (που παρακολούθησα). Τεσσεράμισυ χρονώ… ίσα που τα θυμάμαι.
Ο μπαμπάς,
αφού μου εξήγησε προσεκτικά τί είναι η Παρέλαση και για ποιό λόγο γίνεται, με
πήρε φρεσκολουσμένη, με τους απαστράπτοντες άσπρους “φιόγκους” στα μαλλιά και
με την μικρή μου ελληνική σημαιούλα (που παρεπιπτόντως, είχε ράψει
γκρινιάζοντας –λόγω φόρτου εργασίας– η μάνα μου στην ραπτομηχανή… γιατί πού
νάυλον και άλλα πλαστικά εκείνη την εποχή;) και κατεβήκαμε στην… κεντρική
πλατεία, όπου και γινόταν η παρέλαση.
Και ήμουν μέσ’ στην τρελή χαρά, έμπλεη
ενθουσιασμού, κεφάτη και περήφανη, που θα παρακολουθούσα την πρώτη παρέλασή
ΜΟΥ… κι ήταν αυτό το “ΜΟΥ”, που τα έκανε όλα σπουδαία και ήταν αυτό το “ΜΟΥ”,
που… τσάκισε όλο το κέφι μου εκείνη την… μοιραία 28η Οκτωβρίου του 1953… Και
τότε, ξαφνικά… την είδα…
Στην ηλικία
μου αλλά λιγομίλητη, στο ύψος μου, αλλά πιο στρουμπουλή (= πιο όμορφη από μένα…
τερτίπια της εποχής), με κορδέλα κι αυτή στα μαλλιά, αλλά μία, και εκείνη από
ροζ σατέν (έβγαζε μάτια… ομολογουμένως)… Η… Εμινέ… Την μισούσα, θανάσιμα για
τρεις βασικούς λόγους: Γιατί ήταν πιο όμορφη από μένα, πιο πλούσια από μένα και
γιατί είχε για μπαμπά τον Εμβέρ Μπέη, που βασικά ήταν μπέης (δεν ήξερα τι
σήμαινε, αλλά όλοι εντυπωσιάζονταν απ’ αυτό) και ήταν πανέμορφος και φορούσε και
γυαλιά (πολύ sic για την εποχή) και είχε και μοτοσυκλέτα με καλαθούνα (που μας
πήγαινε βόλτες) και ήταν και ο πιο καλός φίλος του μπαμπά μου και της μαμάς μου
και έκανε και κάτι καταπληκτικό που επίσης δεν το καταλάβαινα, αλλά ήταν
καταπληκτικό, γιατί έκανε τη μαμά μου να χαμογελάει και να κοκκινίζει ελαφρά
(πράγμα που την έκανε ακόμη πιο όμορφη)… της φιλούσε το χέρι και της έλεγε:
“Μπέλλα Αλεξάνδρα… Μπέλλα, μπέλλα σινιόρα”…
Μετά την
ανταλλαγή φιλοφρονήσεων ανάμεσα στον μπαμπά μου και τον… Μπέη, αποφάσισαν (τι
σου κάνει η Ελληνοτουρκική φιλία) να δούμε την Παρέλαση όλοι μαζί. Και το μαζί
συμπεριελάμβανε και τον… Σαήτ, το… χιτλεροειδές, που βλέπετε στην φωτο, δίπλα
στον Εμβέρ Μπέη, το καμάρι του… ο γιός του (που επίσης μισούσα, γιατί μια φορά
μου έχωσε το κεφάλι μέσα στην –σβυστή ευτυχώς– πορσελάνινή τους σόμπα και μου
φώναζε: “Φάε σκόνη και στάχτη, παλιορώσα, που φτύνεις την αδελφή μου”… δηλαδή
αν ήξερε πως την έδερνα κιόλας στα κρυφά, τί θα μου έκανε;)… Ε, αυτό πια,
πήγαινε πολύ… “ΟΧΙ” ξεστόμισα κι εγώ σαν τον Μεταξά… “Όχι, δεν βλέπω εγώ
παρέλαση μ’ ΑΥΤΗΝ…”.
Αντί άλλης
απάντησης ο πατέρας μου, με πήρε στους ώμους χαμογελώντας στον Μπέη. Ο Μπέης,
πήρε την Εμινέ στους ώμους του, χαμογελώντας κι αυτός… “Παιδιά…” μουρμούρισε
μέσα από τα πανέμορφα δόντια του… Από εκεί ψηλά, κοιταχτήκαμε με… ένταση.
- Να φύγεις…
της σφύριξα φιδίσια.
- Όχι, δεν
φεύγω… αποτόλμησε ξεδιάντροπα.
- Να φύγεις…
- Όχι…
- Ναι…
Η παρέλαση,
άρχισε με τα πρώτα βροντερά “ταρατατζούμ”…
- Γιατί να
φύγω;;; (Τι θράσος Χριστέ μου ! )
- Γιατί η
Παρέλαση είναι δικιά μου !!!
- Είναι ΚΑΙ
δικιά μου.
- Όχι είναι
μόνο δικιά μου… Γιατί ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΛΕΝΕ ΑΝΝΑ… ΕΝΩ ΕΣΕΝΑ, ΕΜΙΝΕ !!! (Μα καλά, δεν
καταλάβαινε; )
Τότε, πάνω
στην κορύφωση της έντασης, ίσα που είχα πιστεψει ότι την… ρούμπωσα, μπήκε στη
μέση ο αχώνευτος βασανιστής αδερφός της:
- Ούτε δικιά
σου είναι η Παρέλαση… Θα ήταν δικιά σου, αν σε λέγανε… Αθηνά… ή Άρτεμη… ή
Αφροδίτη… (“ψαγμένο” το… χιτλεροειδές).
- Η Παρέλαση
είναι… όλων των Ελλήνων… Γιορτάζουμε το “ΟΧΙ”, που είπαμε στους Ιταλούς… (μου
χαμογέλασε ο Εμβέρ Μπέης, χαϊδεύοντάς μου το μάγουλο, πράγμα, που κόντεψε να…
τσακίσει τον “τσαμπουκά” μου).
- Μπαμπά, να…
φύγουμε εμείς… (γκρίνιαξα, με τις ελπίδες μου να εξανεμίζονται).
- Δεν έχουμε
να πάμε πουθενά… Θα δούμε την Παρέλαση, όποιου κι αν είναι…(η φωνή του ήταν
κοφτή)… Να, να… περνάνε οι Τσολιάδες και οι Αμαλίες… (δεν με ένοιαζε τίποτε
πια)… Εϊ, Ντικράν (έτσι λέγανε τον πλανόδιο, φαλακρό φωτογράφο), έλα… βγάλε μας
μια φωτογραφία, μπας και πάψουν να μαλώνουν τα κορίτσια…
Άννα-Σίλια
Η δική μου προσωπική ανάμνηση από ανάλογο γεγονός είναι που καθόμουν στο ρείθρο του πεζοδρομίου στη Βασιλίσσης Σοφίας, απέναντι από τα ανθοπωλεία της Βουλής και ρώταγα βαριεστημένος τον πατέρα μου: "Μπαμπά, πότε θα περάσει;" Αυτός με καθησύχαζε, "Έρχεται σε λίγο..." Και γύρω κόσμος πολύς. Μέχρι που πέρασε, ο βασιλιάς, μέσα σε φέρετρο πάνω σε πυροβόλο! Ήταν η κηδεία του Γεώργιου Β', το 1947… Τεσσάρων ετών εγώ! Αργότερα έμαθα ότι στήθηκε εκεί ο πατέρας μου με τρία παιδιά, μήπως και δεν τον θεωρούσαν εθνικόφρονα… Δυστυχώς δεν βγάλαμε φωτογραφία!
.
.