του Τάκη Θεοδωρόπουλου, Καθημερινή, 15/12/2013
Για χρόνια πλάγιαζα αργά.
Περίμενα να κοιμηθούν όλοι στο σπίτι για να παρακολουθώ, κρυφά από τη σύζυγό
μου, τις τηλεοπτικές υπερπαραγωγές του Βασίλη Λεβέντη, του προέδρου της Ενωσης
Κεντρώων. Ηταν το γύρισμα της δεκαετίας του ογδόντα προς ενενήντα και την
επομένη, Δευτέρα το πρωί, πίναμε καφέ με τον μακαρίτη σήμερα πια Χρήστο
Βακαλόπουλο, για να ανταλλάξουμε εντυπώσεις. Συναντιόμασταν στο Φίλιον (by
courtesy of Stephanos Kassimatis). Θυμάμαι το γενναιόδωρο γέλιο του Χρήστου ο
οποίος ήταν καλύτερος μίμος από μένα και είχε καλύτερη μνήμη. Επαναλάμβανε
φράσεις και απέδιδε ενθουσιασμένος το ύφος του σταρ. Μεσοβδόμαδα οι αγαπημένες
μας εκπομπές ήταν οι εμφανίσεις του Ευάγγελου Γιαννόπουλου. Πρότυπο λαϊκού ήρωα
της εποχής, ο τότε υπουργός σχολίαζε τον σύμπαντα κόσμο. Στον πρώτο Πόλεμο του
Κόλπου, όταν οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν αποφασίσει να μην μπουν στη Βαγδάτη,
τον βλέπω σαν και τώρα μπροστά μου να λέει ότι δεν καταλαβαίνει πού το πάνε.
«Εμάς στην Αλβανία μας έδιναν εντολή ανακατάληψης του υψώματος τάδε και τρέχαμε
να το ανακαταλάβουμε. Αυτοί δεν καταλαβαίνω τι σόι στρατηγική έχουν».
Όμως ο απόλυτος ήρωας ήταν ο
Βασίλης Λεβέντης. Με ενθουσίαζε η μυξοκαθαρεύουσα που χρησιμοποιούσε και θύμιζε
προδικτατορική Βουλή, όμως πάνω απ’ όλα περίμενα τις μεγάλες στιγμές της
υπερπαραγωγής του, όταν άναβε με τα ίδια του τα λόγια, θύμωνε, ανέβαζε τον τόνο
της φωνής και σούρωνε ολόκληρο το πρόσωπο για να δείξει την αηδία του για τους
υπόλοιπους πολιτικούς. Η μεγάλη του στιγμή, σαν την είσοδο της Κλεοπάτρας Λιζ
Τέιλορ στη Ρώμη, σε σκηνοθεσία Μάνκεβιτς, ήταν όταν είχε κατέβει σε εκείνες τις
επαναληπτικές εκλογές στη Β΄ Αθηνών και τον είχε υποστηρίξει η Νέα Δημοκρατία. Οι
δημοσκοπήσεις τού είχαν δώσει ποσοστά που δεν τα είχε δει στα καλύτερα όνειρά
του και ο ίδιος κεντούσε στη μικρή οθόνη. Μια μέρα, μάλιστα, είχε ανακοινώσει
στο κοινό του πως δεν χρειάζεται άλλους ψηφοφόρους, «μας φτάνουν αυτοί που
έχουμε» και είχε ανοίξει τα δυο του χέρια σαν να αγκάλιαζε τους τηλεθεατές.
Εννοείται πως δεν εξελέγη. Στο πλευρό του εμφανιζόταν και ένας απόστρατος
στρατηγός, ο πρόεδρος της νεολαίας του κόμματός του. «Για πες μας, στρατηγέ
μου, τι λέει η νεολαία για το ζήτημα;». Έτσι του έδινε τον λόγο.
Ηταν πρότυπο ενός τύπου
πολιτικοποιημένου Έλληνα, αυτού που παλιότερα φώναζε στο καφενείο δεξιότερα
Κουροπάτκιν, τώρα όμως μιλούσε στην τηλεόραση σε κάποιον φανταστικό λαό που ο
ίδιος ονειρευόταν ότι κάποια μέρα θα τον συνοδεύσει μετά βαΐων και κλάδων ώς τη
Βουλή. Δεν έλεγε πάντα παράλογα πράγματα, το αντίθετο, ορισμένα ήταν απολύτως
λογικά, κατηγορούσε διάφορους για διάφορα, όμως δεν του έδινε κανείς σημασία.
Κι αυτό ήταν το μεγαλείο του, ένα πολιτικός κήρυκας που έχει αποκτήσει μέσο
επικοινωνίας, πλην όμως μιλάει στο κενό και σε διάφορους ξενύχτηδες που του
τηλεφωνούσαν για να κάνουν την πλάκα τους. Ενσάρκωνε αυτήν την Ελλάδα που
αισθάνεται πως είναι το κέντρο του σύμπαντος κόσμου επειδή δεν έχει καμία επαφή
με την πραγματικότητα.
Με τα χρόνια ο Βασίλης
Λεβέντης έχασε τη γοητεία του. Κουράστηκε να λέει τα ίδια και τα ίδια, βαρέθηκε
κι ο ίδιος να επαναλαμβάνεται, το κυριότερο όμως είναι ότι έπαψε να είναι
μοναδικός. Η χάρη του ανθρώπου που σου αραδιάζει μεγαλοστομίες σε πλήρη
αναντιστοιχία με την πραγματικότητα, σαν εξωτικό είδος των τροπικών σε
ενυδρείο, έγινε το πιο δημοκρατικά μοιρασμένο αγαθό του πολιτικού μας βίου.
Μπόλιασε τη δημοκρατία μας με το ύφος του, θυσίασε τη μοναδικότητά του χάριν
της μαζικότητας, μπορεί να μην εξελέγη ποτέ ο ίδιος, όμως τα έδρανά της γέμισαν
από γενόσημα, κακέκτυπους μιμητές του, μαθητές του. Πήρε την εκδίκησή του.
Ονόματα δεν λέμε. Αφήνω τους
αναγνώστες να φαντασθεί ο καθένας ποιον από τους αγαπημένους του πολιτικούς του
θυμίζει περισσότερο τον πρόεδρο της Ενωσης Κεντρώων. Και το κυριότερο, να μην
τον αναζητήσει σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Ο λεβεντισμός είναι μεγάλη
δύναμη, σαρώνει ιδεολογίες και τοποθετήσεις, με τον ίδιο τρόπο που σαρώνει την
πραγματικότητα. Ο ένας είναι πεπεισμένος πως μας ψεκάζουν, του άλλου δεν
μπορείς να του βγάλεις από το μυαλό ότι, επειδή οι δημοσκοπήσεις του δίνουν
υψηλά ποσοστά, θα κηρύξει την επανάσταση για την Ευρώπη των λαών, η Ζωή της
Λωρραίνης φωνάζει βοήθεια, η κυβερνητική πλειοψηφία ψάλλει την ανάπτυξη σαν
επιμνημόσυνη δέηση της υπανάπτυξης και ο πόλος της σταθερότητας, ο εταίρος,
νομίζει πως σέρνει πίσω του τις μάζες της δεκαετίας του ογδόντα, όπως ο
Λεβέντης την Ε.Κ. του εξήντα.
Ο κανονικός Λεβέντης είχε
χάρη και ήξερε να διασκεδάζει το κοινό του. Τα δημοκρατικά του αντίτυπα φοβίζουν
όσο φοβίζει μια ηγεσία που ψάχνει στα τυφλά τον δρόμο της πραγματικότητας. Η
ουσιαστική σύγκρουση δεν γίνεται σήμερα ανάμεσα στη «δεξιά» και την «αριστερά».
Η ουσιαστική σύγκρουση θα διεξαχθεί ανάμεσα στις δυνάμεις του «λεβεντισμού» και
τις άλλες, αυτές που περιμένουμε να αναδειχθούν μέσα από τα ερείπια της
ελληνικής κοινωνίας.