22 March 2014

Συμμορία υπαλλήλων εκβίαζε υποψήφιους επενδυτές

Capital21 Μαρτίου 2014

Μια μικρή ομάδα υπαλλήλων του Υπουργείου Ανάπτυξης είχε στήσει "παραμάγαζο" στο υπουργείο, εκβιάζοντας υποψηφίους επενδυτές που αιτούντο χρηματοδοτήσεων, μέσω ενός πλέγματος παράτυπων διαδικασιών. 

Υπενθυμίζεται ότι τον Μάρτιο του 2012 τέσσερις υπάλληλοι της συγκεκριμένης Διεύθυνσης είχαν συλληφθεί επ΄ αυτοφώρω να χρηματίζονται από υποψήφιους επενδυτές προκειμένου να προωθήσουν μία κοινοτική επιδότηση που εκκρεμούσε από το 2009. Παρότι οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου είχαν κατά καιρούς λάβει αυστηρά μέτρα, απομακρύνοντας προσωπικό από τη συγκεκριμένη υπηρεσία, η πάταξη του κυκλώματος αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση.


Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας "Έθνος", το πόρισμα που δημοσιοποιεί είναι απόρροια εκείνων των συλλήψεων, με αφορμή τις οποίες, ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής είχε διατάξει έρευνα. Ακολούθησε έλεγχος από πέντε επιθεωρητές, οι οποίοι εξέτασαν τις διαδικασίες με τις οποίες δίνονταν επιχορηγήσεις ύψους 500.000 έως και 30 εκατ. ευρώ την επταετία 2005 - 2012.

Η έρευνα αποκάλυψε ένα περιβάλλον ασυδοσίας στο οποίο υποψήφιοι επενδυτές καταντούσαν έρμαια των προθέσεων των συγκεκριμένων υπαλλήλων, αναγκαζόμενοι να υποκύπτουν ακόμα και στον χρηματισμό προκειμένου να λαμβάνουν τις επιχορηγήσεις που δικαιούνταν.

Σύμφωνα με το πόρισμα, το κύκλωμα της διαφθοράς είχε τα εξής τέσσερα χαρακτηριστικά:

1. Συστηματική καταστρατήγηση των προθεσμιών έγκρισης που προέβλεπε ο νόμος. Αντί για τέσσερις μήνες που θα έπρεπε να μεσολαβήσουν από την κατάθεση της αίτησης μέχρι και την απόφαση υπαγωγής στο επενδυτικό πρόγραμμα, στις περισσότερες περιπτώσεις οι αποφάσεις λαμβάνονταν ακόμα και ύστερα από 2,5 χρόνια. Από το σύνολο 3.478 προγραμμάτων μόνο το 22% ολοκληρωνόταν το πρώτο εξάμηνο και το υπόλοιπο 88% ολοκλήρωνε τη διαδικασία από 6 έως και 54 μήνες. Οπως καταγράφουν οι επιθεωρητές, η απόκλιση στους χρόνους είχε γίνει μόνιμη κατάσταση και δεν αποδίδεται σε φόρτο εργασίας, ενώ γίνονταν δεκτές αιτήσεις χωρίς να έχουν όλα τα δικαιολογητικά.

2. Μη τήρηση της σειράς προτεραιότητας των αιτήσεων που οδηγούνταν στις γνωμοδοτικές επιτροπές για τη λήψη της επιχορήγησης, γεγονός που καταδεικνύει επιλεκτική προώθηση ποιων προτάσεων θα εγκρίνονταν και ποιων όχι.

3. Το 50% των υπό εξέταση επενδυτικών προγραμμάτων είχε αναλάβει -και μάλιστα υπό τη διπλή ιδιότητα ελεγκτή και αξιολογητή- ένας κλειστός πυρήνας 30-40 υπαλλήλων, τη στιγμή που στη συγκεκριμένη Διεύθυνση του ΥΠΑΝ απασχολούνταν 322 υπάλληλοι. Η μεγάλη πλειονότητα των αξιολογητών ήλεγχε από ένα έως και 50 προγράμματα, ενώ οι «εκλεκτοί» είχαν αναλάβει πάνω από 100 προγράμματα ο καθένας.

4. Οι έλεγχοι των ιδίων κεφαλαίων των επενδυτών, όπως και της νομιμότητας των εγγυητικών επιστολών, ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι, ενώ μετά την έγκριση των προγραμμάτων οι έλεγχοι υλοποίησης των δράσεων περιορίζονταν ακόμα και σε επιχειρήσεις όπου η χρηματόδοτησή τους συνδεόταν άμεσα με τη δημιουργία και τη διατήρηση θέσεων εργασίας.

Ερευνώνται 62 υπάλληλοι

Βάσει του Έθνους, συνολικά 62 υπάλληλοι της υπηρεσίας έχουν τεθεί κάτω από το μικροσκόπιο των αρχών και ελέγχονται οι δηλώσεις της περιουσιακής τους κατάστασης. Από τον έλεγχο έχει προκύψει ότι 9 υπάλληλοι της συγκεκριμένης διεύθυνσης δεν έχουν υποβάλει δηλώσεις πόθεν έσχες ενώ για δύο υπαλλήλους έχει διαπιστωθεί ότι οι δηλώσεις τους είναι ανακριβείς με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από τον οικονομικό έλεγχο.

Παράλληλα το ΣΔΟΕ πραγματοποιεί ελέγχους πόθεν έσχες για 14 πρώην υπαλλήλους της υπηρεσίας που έχουν συνταξιοδοτηθεί και είχαν σημαντική εμπλοκή στην αξιολόγηση και στον έλεγχο των επενδυτικών προγραμμάτων προερχόμενοι από διάφορους τομείς, όπως για παράδειγμα τη ΜΟΔ.

Σύμφωνα με επιμέρους πορίσματα των σωμάτων ελέγχου έχουν καταγραφεί μία περίπτωση πλαστής εγγυητικής επιστολής από εταιρεία η οποία έγινε αποδεκτή προκειμένου να χορηγηθεί προκαταβολή, παράνομη καταβολή ποσού επιχορήγησης 724.828 ευρώ σε εταιρεία, ενώ έχει εντοπιστεί υπάλληλος της υπηρεσίας που είχε συνεργαστεί ως εξωτερικός συνεργάτης περισσοτέρων από 50 ΔΕΥΑ, «πουλώντας» τις γνώσεις του επί των προγραμμάτων αφού ήταν προϊστάμενος στην Ειδική Υπηρεσία του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του υπουργείου.

Παρά το γεγονός ότι η έρευνα βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, στο πόρισμα των ελεγκτών αφήνονται υπόνοιες ότι η υπηρεσία δεν ενδιαφέρθηκε να ενισχύσει το νομικό τμήμα της διεύθυνσης το οποίο αποτελούνταν από έναν υπάλληλο με επιστημονικό υπόβαθρο όχι αυστηρά νομικό όπως αναφέρεται, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικές καθυστερήσεις στην αντιμετώπιση νομικών θεμάτων.