του Γιώργου Μπαμπινιώτη, ΒΗΜΑ, 1/3/2014
Στον πρόλογο τού νέου λεξικού μου «για τις δυσκολίες και τα λάθη στη χρήση τής Ελληνικής» γράφω ότι δεν υπάρχει στη γλώσσα - σε κάθε γλώσσα - «ιδανικός ομιλητής». Θα διατυπώσω εδώ μερικές σκέψεις για το θέμα αυτό, τις οποίες θέτω στην κρίση των αναγνωστών.
Κατ' αρχάς, τι θα σήμαινε και ποιος θα χαρακτηριζόταν «ιδανικός ομιλητής»; Θα ήταν, νομίζω, αυτονόητα αυτός που κατέχει πλήρως τη μητρική του γλώσσα σε όλα τα επίπεδα και που την χρησιμοποιεί άψογα στον προφορικό και τον γραπτό του λόγο. Τι σημαίνει όμως αυτό στην πράξη; Ότι γνωρίζει άριστα όλο τον λεξιλογικό θησαυρό μιας γλώσσας, όλο τον γραμματικό μηχανισμό και όλες τις δυνατές συντακτικές λειτουργίες τής γλώσσας. Ακόμη, ότι γνωρίζει την ιστορική γραφή (ορθογραφία) όλων των λέξεων και τύπων και - το κυριότερο - ότι γνωρίζει όλο το φάσμα εφαρμογής των χρήσεων λέξεων, τύπων και συντακτικών δομών στα διάφορα επίπεδα τής πραγματικής επικοινωνίας. Αν, λοιπόν, σκεφθούμε τον όγκο, τις διαστάσεις και την πολυπλοκότητα αυτής τής γνώσης, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί είναι ανέφικτο να υπάρξει «ιδανικός ομιλητής», δηλ. ένα ιδανικό πρότυπο γνώσης και χρήσης μιας συγκεκριμένης γλώσσας.
Για παράδειγμα, ποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί προκειμένου για την ελληνική γλώσσα πως γνωρίζει τις 100.000 λέξεις της ή τις 300.000 περίπου σημασίες της; Κι αν λ.χ. γνωρίζει τους 284 τύπους όλων των ομαλών πλήρων ρημάτων, μπορεί να ανακαλέσει όλους τους ρηματικούς τύπους που αποκλίνουν (κατάσχω, ανάγω - αναγάγω, πληροί, ανατάμω/κατατμήσω, παριστώ/παριστάνω/παρασταίνω, αποσβένω, συνιστώ/συστήνω, αόριστος των μάχομαι, κατάγομαι, ρέπω, αγωνιώ); Και θα γνωρίζει ή θα θυμάται ότι συντακτικές εκφορές όπως π.χ. αποποιούμαι των ευθυνών, διαφεύγει τής προσοχής μου, επιδέχεται βελτίωσης συντάσσονται με αιτιατική και όχι με γενική: αποποιούμαι τις ευθύνες, διαφεύγει την προσοχή μου, επιδέχεται βελτίωση; Και θα γνωρίζει ή θα θυμάται να γράφει ελλιπής (όχι ελλειπής), εταιρεία (όχι εταιρία), ετερόκλιτος (όχι ετερόκλητος), διατηρήστε (όχι διατηρείστε), πρωτοπορία (όχι πρωτοπορεία), προεδρία (όχι προεδρεία), συγκεκριμένος (όχι συγκεκριμμένος), εξερράγη (όχι εξερράγει), καβγάς (όχι καυγάς), πιλοτή (όχι πυλωτή), μονοιάζω (όχι μονιάζω); Θα αξιοποιεί τις σημασιολογικές διαφορές σε λέξεις όπως π.χ. παλαίμαχος, απόμαχος - πραγματεύομαι, διαπραγματεύομαι - ακριτομυθία, ακριτοέπεια - εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ - περισσός, περίσσιος, περιττός; Και τις σημασιολογικές αποχρώσεις σε λέξεις όπως έκτακτα, εκτάκτως, απλά, απλώς - σαν, ως - πρώην, τέως - πολιτιστικός, πολιτισμικός - τραπεζικός, τραπεζιτικός - ανάγκη, αναγκαιότητα - κρατικός, δημόσιος;
Κι αν αυτά όλα τα μπορούσε, θα έπρεπε επίσης να είναι εις θέσιν να κάνει κάθε φορά τις «ιδανικές επιλογές» από το πλήθος των επιλογών (λεξιλογικών, σημασιολογικών, γραμματικών, συντακτικών, υφολογικών) που προσφέρει η γλώσσα. Θα έπρεπε ακόμη να μπορεί να συντάσσει γλωσσικώς «ιδανικά κείμενα», κείμενα λειτουργικά για τον σκοπό που έχουν συνταχθεί, κείμενα απόλυτης αποδοχής στην πρόσληψή τους, κείμενα με υψηλή δηλωτικότητα, λιτότητα, σαφήνεια, ευστοχία. Είναι, νομίζω, φανερό ότι τέτοιες ιδιότητες δεν μπορούμε να βρούμε συγκεντρωμένες στον λόγο ενός ομιλητή. Επομένως ο «ιδανικός ομιλητής» είναι ένα υποθετικό πρότυπο, προϊόν εξιδανίκευσης και υπεργενικευτικής αφαίρεσης έξω από τον χώρο τής γλωσσικής πραγματικότητας.
Αυτό που υπάρχει είναι ο «προσεκτικός ομιλητής», δηλ. ο ευαίσθητος χρήστης, που πασχίζει ακατάπαυστα να αρθρώνει ποιοτικό λόγο. Είναι αυτός που καλλιεργεί και εμπλουτίζει συνεχώς τη γνώση του στη γλώσσα με διαβάσματα και ακούσματα, με συνεχή άσκηση στην παραγωγή και πρόσληψη κειμένων (προφορικών και γραπτών), με εντατική προσπάθεια για κατάλληλες επιλογές σε όλα τα επίπεδα, με ανεπτυγμένο γλωσσικό αίσθημα και διά βίου μαθητεία στη γλώσσα. Είναι αυτός που, υπερβαίνοντας την απλή εργαλειακή αντίληψη τής γλώσσας, πιστεύει στη γλώσσα του ως αξία, δηλ. ως πνευματικό μέγεθος, ως φυσικό συμπλήρωμα τής σκέψης του, ως πολιτιστική κληρονομιά του και, τελικά, ως ταυτότητα. Είναι ο ομιλητής που έχει συναίσθηση ότι στην αναμέτρησή του με τη γλώσσα είναι εκ των προτέρων «ηττημένος», επιμένει όμως να αγωνίζεται για μια «αξιοπρεπή ήττα», στην οποία ο λόγος του δεν θα έχει - κατά το δυνατόν - προδώσει τη σκέψη του, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που του παρέχει η γλώσσα του. Χρειάζεται ταπεινοσύνη και αίσθηση ορίων για να «νογάει» ο ομιλητής, να έχει επίγνωση των πεπερασμένων δυνάμεών του σε σχέση με τον κολοσσό κάθε φυσικής γλώσσας, ιδίως μιας πολιτιστικά καλλιεργημένης γλώσσας που συμβαίνει να είναι η Ελληνική.
Ωστόσο, αυτή η αδυναμία είναι συγχρόνως και μια διανοητική πρόκληση για κάθε ομιλητή να κατακτήσει τη γλώσσα του σε τέτοια έκταση και τόσο βάθος ώστε να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή ποιότητα στον λόγο του. Ο πολύς Wittgenstein δεν μας έχει διδάξει μόνο ότι τα όρια τού κόσμου μας είναι τα όρια τής γλώσσας μας, αλλά μας έχει εμψυχώσει ότι μπορούμε να εκφράσουμε καθαρά με τη γλώσσα μας ό,τι συλλαμβάνουμε καθαρά με τον νου μας. Η καθαρότητα τής σκέψης μας δηλ. εξασφαλίζει και την ποιότητα τού λόγου μας. Αλλη πρόκληση αυτή, άλλος παράλληλος αγώνας. Αυτός όμως ο διπλός αγώνας δικαιώνει την ύπαρξή μας και, στην πράξη, χαράσσει τα όρια τής ελευθερίας μας που είναι συνυφασμένα με τη σκέψη και τη γλώσσα μας. Αυτός ο αγώνας και αυτή η αγωνία εκφράζονται με αφοπλιστική απλότητα και ευθυβολία στα λόγια τού μεγάλου στοχαστή-ποιητή, τού Διονυσίου Σολωμού, «μήγαρις πως έχω άλλο τι στον νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα».