15 October 2014

Ο τουρισμός στην ελληνική οικονομία

(προβλήματα, προοπτικές και αναγκαιότητα ανάπτυξης)

του ΛΕΑΝΔΡΟΥ ΣΛΑΒΗ (ομιλία της 13ης Οκτωβρίου 2014)
Εισαγωγή
Ο προβληματισμός μου σχετικά με τη σημασία του τουρισμού γενικότερα και του ελληνικού τουρισμού ειδικότερα έχει τις πηγές του στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970. Τότε, ο λαοπλάνος πολιτικός ηγέτης της εποχής είχε πει έμπλεος εθνικής υπερηφάνειας: «Δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης!».
Παρότι δεν έδινα μεγάλο βάρος στα όσα ξεφούρνιζε κατά καιρούς επηρεάστηκα. Δεν άργησα, ωστόσο, να διαπιστώσω ότι επρόκειτο για μία ακόμα από τις αμέτρητες “αερολογίες” που ξεστόμιζε για να γαργαλήσει το θυμικό των μαζών. Μετά από λίγο καιρό βρέθηκα μαγιάτικα σε ένα όχι και τόσο πολυσύχναστο θέρετρο και ένα γκαρσόνι μονολόγησε: «Άντε να δούμε να’ρχεται κάνα σακίδιο να βγάλουμε και τη φετινή χρονιά.».
Αμέσως αναρωτήθηκα πως θα ζούσαν και δεν θα ξέμεναν από ενεργό πληθυσμό, αν δεν υπήρχε ο τουρισμός, μερικές γωνιές της χώρας, ιδίως παραμεθόρια νησιά, όπως η Λέρος ή η Σύμη, αν δεν έφερναν χρήματα και ζωή σ’ αυτά οι τουρίστες. Και συνειδητοποίησα τη σημασία και τη συμβολή του στην εθνική και στην τοπική οικονομία. Και προβληματίστηκα αν είχε συνειδητοποιήσει ο λεγάμενος το μέγεθος της “ανοησίας” του. Γιατί άλλο το «να μην γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης» και άλλο το «να μην γίνουμε αποκλειστικά τα γκαρσόνια της Ευρώπης, αλλά, στην έκταση που θα γίνουμε, να γίνουμε τα καλύτερα γκαρσόνια της Ευρώπης και ολόκληρου του κόσμου».


Στη συνέχεια η επί δεκαετίες αδιάλειπτη επαγγελματική ή κοινωνική συναναστροφή μου με αλλοδαπούς επισκέπτες της χώρας μου επέτρεψε να εξετάσω τον ελληνικό τουρισμό και με τα μάτια ενός ξένου.
Ένα οικονομικό φαινόμενο
Την αναντικατάστατη σημασία του τουρισμού για την οικονομία και την κοινωνία της χώρας τη διαπιστώσαμε στο αποκορύφωμα της κρίσης που διανύουμε, όταν σ’ αυτόν βρήκαμε αποκούμπι για να αμβλύνουμε τις επιπτώσεις της κρίσης αλλά και κεντρικό μοχλό για να βάλουμε σε τροχιά την ανάκαμψη. Γιατί ο τουρισμός, πέρα από κοινωνιολογικό φαινόμενο, είναι, όπως επισημαίνεται στον τίτλο βιβλίου που επιμελήθηκε ο Philippe Violier, Καθηγητής Γεωγραφίας και επικεφαλής της Μονάδας Κατάρτισης και Έρευνας Μεθόδων Ανάπτυξης Τουρισμού, Κτηρίων και Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου της Angers, κατ’ εξοχήν «οικονομικό φαινόμενο»(1). Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις τα φετινά άμεσα έσοδα από αυτή τη δραστηριότητα θα ανέλθουν σε 13,5 δισ. €.
Άλλωστε, ο τουρισμός είναι ο ένας από τους τρεις πυλώνες – οι άλλοι δύο είναι ο πολιτισμός και η ψυχαγωγία – ενός κλάδου του τριτογενούς τομέα, τον οποίο πολλοί θεωρούν ότι αποτελεί αυτόνομο τομέα, αυτόν τομέα της οικονομίας του ελεύθερου χρόνου.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι το γενικότερο ενδιαφέρον για την χώρα και την οικονομία της έχει κυρίως ο εξωτερικός τουρισμός, δηλαδή η έλευση τουριστών από το εξωτερικό. Και τούτο γιατί οι επιπτώσεις του εσωτερικού τουρισμού διαφέρουν ποιοτικά. Και οι δύο αυξάνουν την οικονομική δραστηριότητα ορισμένων κλάδων (ξενοδοχίας, εστίασης και μεταφορών κατά κύριο λόγο) και τη σχετική απασχόληση στους τόπους προορισμού.
Συμβάλλουν, όμως, κατά διαφορετικό τρόπο στην αναδιανομή του εισοδήματος, Με τον εσωτερικό τουρισμό μεταφέρεται εισόδημα κατά κανόνα, αλλ’όχι αποκλειστικά, από τα οικονομικά πιο εύρωστα αστικά κέντρα προς συχνά ενδεέστερους προορισμούς μέσα στα όρια της ίδιας επικράτειας πάντως. Επειδή, όμως, είναι πολύ πιθανό ότι, χωρίς τις τουριστικές μετακινήσεις, το εισόδημα των εσωτερικών τουριστών να ξοδευόταν στον τόπο κατοικίας τους ή, εν πάση περιπτώσει, κάπου αλλού στο εσωτερικό της χώρας, ο εσωτερικός τουρισμός συμβάλλει περιορισμένα σε αύξηση του Α.Ε.Π., η δε αναδιανομή που προκαλεί είναι ενδοκρατική.
Αντίθετα, ο εξωτερικός τουρισμός, είναι μέσο αναδιανομής εισοδήματος σε διεθνές επίπεδο, καθώς εισόδημα που παράγεται στον τόπο προέλευσης, ξοδεύεται στον τόπο προορισμού. Αυτό για την Ελλάδα με το θετικό ισοζύγιο ελεύσεων στο τουριστικό ισοζύγιό της συνεπάγεται εισροή εισοδήματος, στην προ € εποχή δε και συναλλάγματος.
Σήμερα ο τουρισμός είναι μία από τις βασικότερες δραστηριότητες της παγκόσμιας οικονομίας και καταγράφει μία ραγδαία ανοδική πορεία. Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνή Οργανισμό Τουρισμού οι πάσης φύσεως διεθνείς μετακινήσεις από 25 εκατομμύρια το 1950 πέρασαν στα 990 εκατομμύρια το 2011, δηλαδή αυξήθηκαν 14 φορές όσο αυξήθηκε ο πληθυσμός της γης το ίδιο χρονικό διάστημα! Οι δε τουρίστες που επισκέφθηκαν την Ελλάδα από 10.000 του 1914 θεωρείται δεδομένο ότι θα ξεπεράσουν τα 20 εκατομμύρια μετά την πάροδο μιας εκατονταετίας. Αυτοί δε οι εκθετικοί ρυθμοί αύξησης αναμένεται να διατηρηθούν τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Και να αποτελέσουν εργαλείο απορρόφησης της ανεργίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ταξιδιών & Τουρισμού οι άμεσες θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί εξαιτίας του τουρισμού θα ανέλθουν από 98.031.500 το 2011 σε περίπου 120 εκατομμύρια το 2022.
Η Ελλάδα δεν επιτρέπεται να αδιαφορήσει για αυτή την εξέλιξη. Αντίθετα, πρέπει να εντείνει την προσπάθειά της για να μεγιστοποιήσει τα οφέλη της από αυτή την τάση. Και, σε έναν μεγάλο βαθμό, το επιτυγχάνει τα τελευταία χρόνια. Ας μην ξεγελά η σύγκριση με κάποιο απώτερο παρελθόν. Όντως, έχει χάσει θέσεις στην κατάταξη των χωρών με βάση τον αριθμό των αφίξεων, η δε ποσοστιαία συμμετοχή της τόσο σε αριθμό αφίξεων όσο και σε μερίδιο από την πίττα του τουριστικού τζίρου που αποκομίζει έχει πέσει. Από την 13η θέση του 1960 και του 1970 και την 12η του 2000 το 2010 βρέθηκε στην 17η ως προς τις αφίξεις. Αλλά αυτό οφείλεται στο ότι, εν τω μεταξύ, εισήλθαν ως προορισμοί στην τουριστική αγορά πολλές απρόσιτες στο παρελθόν χώρες και στο ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών αυτής της αγοράς αυξήθηκε παγκοσμίως ταχύτερα από την πρόοδο του ελληνικού τουρισμού. Για το πρώτο συνετέλεσε κυρίως η ανάπτυξη των αεροπορικών συγκοινωνιών που μείωσε σημαντικά τον χρόνο και το κόστος των ταξιδιών, αλλά και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης – ιδίως υγιεινής – σε διάφορους προορισμούς που διασκέδασε τις παλιότερες επιφυλάξεις των εν δυνάμει επισκεπτών τους. Για το δεύτερο συνετέλεσε η άνοδος του μέσου βιοτικού επιπέδου τόσο στον ανεπτυγμένο κόσμο όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως της Άπω Ανατολής, που πολλαπλασίασε την τουριστική πελατεία παγκοσμίως.
Ας μην ξεγελά ούτε η σύγκριση με τον αριθμό των επισκεπτών των χωρών που βρίσκονται στην κορυφή. Αυτές διαθέτουν κάποια μοναδικά πλεονεκτήματα. Για μερικές, όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, το κύριο είναι η μικρή απόσταση από σημαντικά κέντρα προέλευσης του τουριστικού ρεύματος που επιτρέπει σύντομες επισκέψεις οποιαδήποτε περίοδο του χρόνου. Για άλλες, όπως η Τουρκία, η ύπαρξη εκτός επικράτειας μεγάλου αριθμού μεταναστών που πραγματοποιεί συχνά ταξίδια προς την μητέρα-πατρίδα. Το ότι η χώρα βρίσκεται σε καλό δρόμο, παρά την μειονεξία της σε αυτούς τους τομείς, αποδεικνύεται από το ότι αναμένεται να προσελκύσει εφέτος περί τα 21 με 22 εκατομμύρια επισκέπτες, δηλαδή περίπου το ¼ των όσων θα προσελκύσει ο κορυφαίος προορισμός, η Γαλλία, που το 2013 δέχθηκε 84,7 εκατ. τουρίστες.


Αήθεις μύθοι
Εδώ, παρενθετικά, θα πρέπει να επισημανθούν δύο εξόφθαλμοι μύθοι που διακινούν ξετσίπωτα στην επικοινωνιακή αγορά αυτοί που επιδιώκουν την παραμονή της οικονομίας της χώρας στο σημερινό τέλμα της ή προβάλλονται ως προστάτες επαγγελματικών μονάδων που δεν θέλουν να ξεφύγουν από τις αρχαϊκές δομές τους. Ο πρώτος αφορά τις «all inclusive» ξενοδοχειακές μονάδες. Διατείνονται, λοιπόν, ότι ο συγκεκριμένος τύπος διαμονής δεν προσφέρει τίποτε στην τοπική οικονομία γιατί το κοινό τους δεν βγαίνει από τις μονάδες για να ξοδέψει στην τοπική αγορά, ό,τι δε χρειάζεται το προμηθεύεται από τα καταστήματα που λειτουργούν μέσα στις μονάδες. Ουδέν ψευδέστερον. Όντως, αυτός ο τύπος διαμονής περιορίζει, αλλά δεν καταργεί τις εξόδους από την μονάδα. Με αυτόν δε τον τρόπο αυξάνει την απασχόληση στο εσωτερικό των μονάδων με αποτέλεσμα να προσφέρει εισόδημα και σε ντόπιους, οι οποίοι, με τη σειρά τους, κινούν την τοπική αγορά. Κυρίως, όμως, οι μονάδες που προσφέρουν αυτόν τον τύπο διαμονής προμηθεύονται κατά ένα μεγάλο ποσοστό από την τοπική ή, γενικότερα, την ελληνική αγορά αυτά που προσφέρουν στην πελατεία του και εκχωρούν δραστηριότητες (outsourcing), όπως για παράδειγμα την χειμερινή φύλαξη ή το πλύσιμο κλινοσκεπασμάτων κ.λπ., σε τοπικές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα ο τζίρος που φαινομενικά αφαιρείται από την τοπική αγορά να επιστρέφει κατά μεγάλο μέρος εμμέσως σε αυτήν ή να διαχέεται στον ευρύτερο ελληνικό χώρο.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους ισχυρισμούς σχετικά με το όφελος από τον «τουρισμό κρουαζιέρας». Ακόμα και φαινομενικά σοβαροί σχολιαστές ισχυρίζονται ότι «δεν αφήνει τίποτε στον τόπο, αφού ακόμα και το νεράκι που πίνουν οι ξένοι το προμηθεύονται από την καντίνα των πλοίων». Αν δεν ψευδολογούν ενσυνειδήτως, έχουν τυφλωθεί από τις ιδεοληψίες τους. Το πρώτο που αποκρύπτουν ή αγνοούν είναι τα παράπλευρα οφέλη που προσπορίζεται η χώρα, όπως τέλη ελλιμενισμού, έξοδα μετακίνησης από τον χώρο ελλιμενισμού στους προορισμούς, εισιτήρια επίσκεψης μουσείων και άλλων χώρων κ.λπ. Το δεύτερο είναι ο εφοδιασμός των ίδιων των κρουαζιεροπλοίων. Το δε τρίτο οι αγορές των επιβατών των κρουαζιεροπλοίων. Ας κάνουν τον κόπο να παρακολουθήσουν το τι γίνεται στα τουριστικά μαγαζιά μόλις αποβιβασθούν αυτοί στη στεριά, ή τις ουρές για επιβίβαση μετά από την περιπλάνησή τους, για να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους, αν βέβαια αυτές οφείλονται σε άγνοια της πραγματικότητας και όχι σε εσκεμμένη στρέβλωσή της. Και να αναλογιστούν ποιο θα ήταν το συνολικό όφελος αν η πλήρης άρση του cabotage είχε επιτρέψει κρουαζιέρες με εκκίνηση και τερματισμό λιμάνια της χώρας.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο τουρισμός είναι μία ευάλωτη αγορά. Από τη μια εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούν στους προορισμούς. Είναι γνωστό το πόσο πλήρωσε τις ταραχές του Δεκεμβρίου του 2008 η Αθήνα ως προορισμός, αλλά και πόσο επωφελήθηκε η Ελλάδα από τις κατά καιρούς ταραχές σε διάφορες μεσογειακές χώρες. Θα πρέπει δε να υπογραμμισθεί, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν, ότι η απορρόφηση των αρνητικών επενεργειών των πρώτων είναι πολύ βραδύτερη της απάλειψης των θετικών επενεργειών των δευτέρων.
Από την άλλη εξαιτίας της πορείας της οικονομίας στις χώρες προέλευσης. Κάθε κρίση σ’ αυτές επηρεάζει το τουριστικό ρεύμα από αυτές, καθώς το πρώτο “μαχαίρι” για συμψηφισμό των απωλειών εισοδήματος των νοικοκυριών πέφτει στις δαπάνες για αναψυχή.
Προβληματισμοί
Και εδώ αναδεικνύεται ο μείζων προβληματισμός για τον ελληνικό τουρισμό. Για πολλές δεκαετίες βασίστηκε στα πλεονεκτήματα που παρέχει στον τόπο αφειδώς η φύση, δηλαδή τη θάλασσα και τον ήλιο, καθώς και την ελευθεριάζουσα ζωή που ευνοεί, το γνωστό «3S» (sun, sea, sex). Σε δεύτερο πλάνο έρχονταν οι αρχαιολογικοί προορισμοί, πολλές φορές ως πάρεργο άλλου τύπου θερινών διακοπών. Αυτός, όμως, ο τουρισμός είναι ο πιο ευεπίφορος σε διακυμάνσεις. Πρόσθετα, κινδυνεύει από κορεσμό.
Βέβαια, είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα έχει ακόμα δυνατότητες αύξησης και διαφοροποίησης της προσφοράς του τουριστικού προϊόντος της σε αυτούς τους τομείς. Από την μία, η επιτυχία της πρόκλησης του «Costa Navarino» που δημιούργησε ένα ρεύμα προς μία παρθένα από άποψη εξωτερικού τουρισμού περιοχή, δείχνει ότι τα περιθώρια μεγέθυνσης αυτού του τουριστικού προϊόντος είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, μεγάλα. Από την άλλη, οι αποκαλύψεις της αρχαιολογικής σκαπάνης στην Αμφίπολη, αλλά και σε άλλα μέρη που επισκιάστηκαν, δείχνουν ότι οι δυνατότητες ανανέωσης του ενδιαφέροντος και εμπλουτισμού του τουριστικού προϊόντος και σε αυτόν τον τομέα δεν έχουν εξαντληθεί. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, κάποια στιγμή το νέο να περιορίζεται απλά σε μία αφαίμαξη του παλιού, δηλαδή να περιορίζεται σε αναδιανομή ενός εξωτερικού τουρισμού, ο οποίος – κατά την έκφραση της “πιάτσας” – θα «έχει πιάσει ταβάνι».
Περαιτέρω, επικρατεί προβληματισμός και ως προς την σχέση μεγέθυνσης αυτού του τουρισμού και επιπτώσεων στην οικονομία. Τα φετινά στοιχεία, όπως τουλάχιστον, τα έχουν αποδώσει γνώστες των στατιστικών στον τύπο δείχνουν ότι, παρά τα εντυπωσιακά νούμερα σε αφίξεις, δεν υπήρξε ούτε ανάλογη μείωση της ανεργίας ούτε αύξηση των δημοσίων εσόδων. Οι ίδιοι, ωστόσο ομολογούν ότι αυτό οφείλεται μάλλον σε “μαύρη” εργασία και σε φοροδιαφυγή. Σε αυτή, όμως την περίπτωση, το πρόβλημα εντοπίζεται στους αναποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς και όχι στις επιπτώσεις του τουρισμού, γιατί τόσο η “μαύρη” εργασία όσο και η φοροδιαφυγή δεν αναιρούν τις επιπτώσεις, αλλά, απλά, δεν επιτρέπουν την πλήρη αποτύπωσή τους στις στατιστικές.
Τα στοιχήματα
Με αυτά τα δεδομένα ένα θεμελιώδες στοίχημα για τον ελληνικό τουρισμό είναι η προσέλκυση επισκεπτών άλλων μορφών τουρισμού, οι οποίοι θα αμβλύνουν εν μέρει –γατί απόλυτα είναι αδύνατον– το θεμελιώδες μειονέκτημα του τουρισμού των θερινών διακοπών: την έντονη εποχικότητα. Βέβαια, και αυτή έχει δυνατότητες διεύρυνσης σε ελληνικούς προορισμούς όπως τα νότια Δωδεκάνησα και η Κρήτη, όπως αποδεικνύουν οι καλύτερες επιδόσεις άλλων μεσογειακών προορισμών με ανάλογες κλιματικές συνθήκες, π.χ. Κύπρος, Μάλτα, Βαλεαρίδες. Αλλά αυτό, ακόμα και αν επιτευχθεί, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί αρκετό.


Η προσπάθεια, λοιπόν, οφείλει να επιδιώξει από δω και πέρα τον εμπλουτισμό σε περιεχόμενη έκταση τόσο των “εδαφικών ορίων” όσο και των “χρονικών ορίων”, κυρίως δε των δευτέρων, με την ορολογία που χρησιμοποιεί η Μαρία Γκράβαρη-Μπάρμπα, Διευθύντρια του Ινστιτούτου Ερευνών και Ανωτέρων Σπουδών της Σορβόννης. Κατά την ίδια: «Μια εορταστική, πολιτισμική και συμβαντολογική πολιτική χρησιμοποιήθηκε συστηματικά για να διευρυνθούν τα χρονικά όρια, με στόχο να περιλάβουν τις βραδιές και τη νύχτα, την χαμηλή περίοδο και, γενικότερα, τις στιγμές κατά τις οποίες η τουριστική δραστηριότητα δείχνει σημάδια επιβράδυνσης.»(2).
Στο πλαίσιο αυτής, όπως επισημαίνει ίσως και λίγο σκωπτικά η ερευνήτρια του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών ΕρευνώνAnne-Marie Thiesse: «Οι λαϊκές γιορτές, συχνά θρησκευτικές, υφίστανται προσαρμογές για να γίνουν δημόσιο θέαμα. Υπόκεινται σε αυστηρότερους κανόνες και εξωραΐζονται. Εν ανάγκη μετατίθενται χρονικά: οι τουρίστες έρχονται κυρίως τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.»(3).
Η παράταση της τουριστικής περιόδου και η, ει δυνατόν, ελαχιστοποίηση μέχρι εκμηδενισμού των νεκρών περιόδων πρόκειται να προσφέρει πολλά στην οικονομία. Πρώτα-πρώτα οι εποχικές θέσεις εργασίας θα μετατραπούν σε σταθερές και θα αποκτήσουν πιο “επαγγελματικό” χαρακτήρα. Σε αυτή την περίπτωση, το εισόδημα των εργαζομένων θα καλύπτει πλέον πληρέστερα τις ετήσιες ανάγκες του οικογενειακού κυττάρου. Αλλά και θα ανταποδίδει στο τουριστικό προϊόν το όφελος του εργαζόμενου. Αυτός θα αποκτήσει μεγαλύτερη επαγγελματική συνείδηση, θα δεθεί περισσότερο με την επιχείρηση και θα ενδιαφέρεται εντονότερα για την εξυπηρέτηση του πελάτη, η οποία αποτελεί κρίσιμο παράγοντα αειφορίας της ζήτησης. Δεύτερον, με δεδομένο ότι ο μη θερινός τουρισμός είναι πολύ πιο απαιτητικός σε προσφορά υπηρεσιών ξενοδοχίας και εστίασης θα αναγκάσει τις επιχειρήσεις του κλάδου που θα θελήσουν να συμμετάσχουν σε αυτή τη χρονική παράταση ζωής να ανταποκριθούν σε αυτές τις απαιτήσεις, αναβαθμίζοντας τις υποδομές τους. Τρίτον, θα αυξήσει τον κύκλο εργασιών όλων των οικονομικών μονάδων που δραστηριοποιούνται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον τουρισμό, από αυτές της τροφοδοσίας των ξενοδοχείων ως τις ενοικιάσεις μέσων μετακίνησης κ.λπ.
Θα πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμισθεί ότι διεύρυνση των “χρονικών ορίων” δεν είναι εφικτή παντού και ομοιόμορφα. Οι περιοχές, όπως νησιά ή παραθαλάσσια θέρετρα με μικρό ντόπιο πληθυσμό, που δεν μπορούν να προσφέρουν παρά τα κλασικά στοιχεία του θερινού τουρισμού, θα περιορισθούν σε αυτόν. Η δυνατότητα διεύρυνσης εντοπίζεται περισσότερο σε αστικά κέντρα και τοποθεσίες που μπορούν να διαθέσουν ένα ειδικό προϊόν κατά τη μεγαλύτερη ή όλη τη διάρκεια του έτους. Το αποδεικνύει άλλωστε το ότι σε τουριστικές χώρες όπου υπάρχουν αξιόπιστες στατιστικές τα ποσοστά διαμονής και διανυκτερεύσεων σε αστικά συγκροτήματα τους χειμερινούς μήνες ως προς το σύνολο είναι κατά 50% μεγαλύτερα από ότι τους θερινούς μήνες.
Για την δεύτερη κατηγορία δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Σ’ αυτήν εντάσσονται για παράδειγμα οι περιπτώσεις του ιατρικού ή ιαματικού τουρισμού. Είναι απαράδεκτο να μην αξιοποιούνται οι σχετικές δυνατότητες της χώρας (π.χ. Αιδηψός, Ικαρία κ.λπ.). Είναι, όμως, και φυσική συνέπεια σε μία χώρα όπου δήθεν οικολογικές ανησυχίες δεν αφήνουν να αξιοποιηθούν υφιστάμενες εγκαταστάσεις, όπως στη Λίμνη Καϊάφα. Εδώ θα πρέπει να καταταγεί και ο αθλητικός τουρισμός. Έχουν περάσει δεκαετίας από τότε που υφίσταται θέμα ανάπτυξης εγκαταστάσεων γκολφ για τους φίλους του, οι οποίοι προέρχονται από χώρες με μακρύτερο χρονικά και βαρύτερο χειμώνα, αλλά η υπόθεση βρίσκεται εκεί που ήταν και στην δεκαετία του ’80! Παρόμοια, πρόκειται για “κατόρθωμα” το ότι, παρά τις κατά καιρούς συζητήσεις, η χώρα δεν προσελκύει για προετοιμασία σε προπονητικά κέντρα ποδοσφαιρικές ομάδες των βορείων χωρών, των οποίων η αγωνιστική περίοδος δεν περιλαμβάνει τους χειμερινούς μήνες. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και ο θρησκευτικός τουρισμός, στο βαθμό που αφορά μετακινήσεις για συγκεκριμένους εορτασμούς (π.χ. 15αύγουστος στην Τήνο) και όχι επίσκεψη θρησκευτικών μνημείων.
Αστικός τουρισμός
Για τα αστικά κέντρα τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα: εξαρτώνται από την εφαρμογή της «εορταστικής, πολιτισμικής και συμβαντολογικής πολιτικής» που αναφέρει η Μαρία Γκράβαρη-Μπάρμπα, δηλαδή από την άυλη επένδυση σε πρόκληση ενδιαφέροντος για έλευση και παραμονή σε έναν τόπο. Η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί απευθύνεται περισσότερο από τον θερινό τουρισμό σε επισκέπτες υψηλών εισοδημάτων. Θα πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμισθεί ότι η εφαρμογή αυτής της πολιτικής προϋποθέτει στήριξη από δύο πυλώνες: τον κρατικό και τον κοινωνικό. Του πρώτου η συνεισφορά εντοπίζεται στην χρηματοδότηση και, ιδίως, στον συντονισμό της προβολής. Του δεύτερου η συμβολή συνίσταται στην στήριξη αυτής της πολιτικής, που δεν είναι άλλη από την συμμετοχή του στις εκδηλώσεις της για να τις κάνει βιώσιμες. Ο τουρισμός θα προσφέρει το συμπλήρωμα της ιθαγενούς συμμετοχής. Για να είναι αποτελεσματική αυτή η στήριξη απαιτείται η ύπαρξη μιας ελάχιστης κρίσιμης πληθυσμιακής μάζας. Από το μέγεθός της και την προθυμία της εξαρτάται και το εύρος της χρονικής διεύρυνσης. Αν η κοινωνία δεν την “αγκαλιάσει” με θέρμη, αυτή η πολιτική είναι καταδικασμένη.
Εύλογα, ενέργειες περιορισμένης διάρκειας, όπως το Φεστιβάλ Ναυπλίου, το Διεθνές Φεστιβάλ Αιγαίου στην Ερμούπολη ή το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας, αρκούνται σε μικρότερη κρίσιμη μάζα που μπορεί να εξασφαλισθεί και από τον εσωτερικό τουρισμό. Όμως, φιλόδοξες πολιτικές για non-stop αστικό τουρισμό (city tourism, city break κ.λπ.) έχουν άλλες απαιτήσεις. Γιαυτό και δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για ανάπτυξη παρά σε μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα ή σε μικρότερα πολεοδομικά συγκροτήματα που υποστηρίζονται από μία ευρύτερη περιφέρεια. Από αυτήν την άποψη για αυτού του είδους την ανάπτυξη στην Ελλάδα προσφέρονται ασφαλώς το λεκανοπέδιο, η συμπρωτεύουσα και υπό ορισμένες προϋποθέσεις η Πάτρα με την γύρω περιοχή. Οι υπόλοιπες πόλεις της περιφέρειας θα πρέπει να περιορίσουν τις φιλοδοξίες τους έως ότου η ντόπια κοινωνία αποτελέσει αριθμητικά και πολιτισμικά αξιόπιστο υπόβαθρο για σχετική ανάπτυξη.
Τόσο στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών, όσο και – σε μικρότερο φυσικά βαθμό – της Θεσσαλονίκης, ο εμπλουτισμός των υποδομών που μπορούν να υποστηρίξουν μιαν «εορταστική, πολιτισμική και συμβαντολογική πολιτική», αλλά και οι συναφείς δραστηριότητες, είναι εντυπωσιακοί με τη συμβολή τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Επίσης, έχουν ήδη βελτιωθεί ορισμένες απαραίτητες υποστηρικτικές δομές ή έχουν τεθεί τα θεμέλια για τη βελτίωσής τους στο ορατό μέλλον, όπως η εστίαση, οι μετακινήσεις κ.λπ.
Αθήνα – Θεσσαλονίκη
Από αυτή την άποψη είναι απαράδεκτη η κατάταξη της πρωτεύουσας μόλις στην 4η κατηγορία (3η από την κορυφή) των πολιτισμικών προορισμών το 2005, δηλαδή την πρώτη μετα-ολυμπιακή χρονιά και πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, που περιόρισε την ακτινοβολία των δραστηριοτήτων της χώρας, σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ταξιδιών και του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού(4). Όπως και το ότι η Θεσσαλονίκη, ως πολιτιστική πρωτεύουσα το 1997, προσείλκυσε, σύμφωνα με την ίδια μελέτη, τον ίδιο αριθμό επισκεπτών με το σαφώς πιο δυσπρόσιτο Ρεϋκιαβίκ το 2000!
Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με ηλεκτρονική δημοσίευση της τότε πτυχιούχου αστικού και περιφερειακού σχεδιασμού του Πανεπιστημίου του Ουϊσκόνσιν Judith Rütsche οι κύριοι συντελεστές του αστικού τουρισμού Πόλεων διακρίνονται σε συντελεστές απασχόλησης (“activity”) και σχόλης (“leisure”)(5). Οι πρώτοι περιλαμβάνουν τις πολιτιστικές υπηρεσίες (μουσεία και αίθουσες εκθέσεων, θέατρα και κινηματογράφους, αίθουσες συναυλιών, συνεδριακά κέντρα κ.α.), αθλητικές υπηρεσίες, υπηρεσίες διασκέδασης (νάιτ κλαμπ, καζίνο και αίθουσες τυχερών παιχνιδιών, οργανωμένες εκδηλώσεις, φεστιβάλ). Οι δεύτεροι σε συντελεστές φυσικού περιβάλλοντος (ιστορικές διαδρομές, ενδιαφέροντα κτίρια, αρχαία μνημεία, πάρκα και χώροι πρασίνου, υδάτινο περιβάλλον) και κοινωνικό-πολιτιστικά στοιχεία (ζωντάνια του τόπου, γλώσσα, τοπικά ήθη και έθιμα, πολιτιστική κληρονομιά, φιλικότητα της κοινωνίας, ασφάλεια.


Ως παρένθεση για τον πολυδιαφημισμένο συνεδριακό τουρισμό, χωρίς να παραγνωρίζεται η δυνατότητα συμβολής του, αξίζει να αναφερθεί ότι ο συνολικός του όγκος διεθνώς είναι λίγο-πολύ δεδομένος για μία περίοδο και οι τυχόν προσπάθειες ανάπτυξης θα έχουν ως στόχο όχι την οργάνωση περισσοτέρων συνεδρίων, κάτι που δεν εξαρτάται τόσο από τις χώρες υποδοχής των, αλλά την αναδιανομή του τόπου σύγκλησής των υπέρ μιας χώρας.
Ως προς τους περισσότερους από αυτούς τους συντελεστές έχει συντελεσθεί σημαντική πρόοδος. Και είναι καιρός να την εκμεταλλευθεί η χώρα. Βέβαια, σε άλλους η υστέρηση είναι εξόφθαλμη. Είναι άκρως αντιπαραγωγική και από τουριστική σκοπιά η ασφυξία που προκαλούν στην πόλη συγκεντρώσεις ολίγων δεκάδων διαδηλωτών. Και δεν συμβάλλουν στην φήμη της η ανεπαρκής καθαριότητα, το δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο τουριστικών προορισμών, η ασέβεια προς αρχές γενικής αποδοχής, όπως το κάπνισμα σε κλειστούς δημόσιους χώρους (π.χ. εστιατόρια), η έλλειψη δημοσίων τουαλετών…
Υστέρηση διαπιστώνεται και στην προβολή των τουριστικών προϊόντων της χώρας. Και σε αυτό το σημείο η κρατική αδράνεια είναι τεράστια. Πολλοί αμφισβητούν την σκοπιμότητα της εμπλοκής του κράτους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το έχουν κατηγορήσει για την δραστηριοποίησή του, όπως, για παράδειγμα, ως προς την λειτουργία των ξενοδοχειακών μονάδων «Ξενία». Κακώς! Μπορεί να έγιναν λάθη σε τοποθεσίες που επελέγησαν για ανάπτυξη (π.χ. Ναύπακτος), αλλά στην πλειονότητά τους οι επιλογές ήταν επιτυχείς. Και έβαλαν τις βάσεις για την ένταξη της χώρας στην διεθνή τουριστική αγορά. Το λάθος δεν ήταν η εμπλοκή του κράτους, αλλά η συνέχιση της παρουσίας τους (μάλιστα με δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία) και όταν η αναγκαιότητά τους είχε εκλείψει. Πρόσθετα, δεν θα πρέπει να παραγνωρισθεί η συμβολή του κράτους στα πρώτα αναπτυξιακά βήματα του τουρισμού στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 με την προσέλκυση του γυρίσματος διεθνών κινηματογραφικών παραγωγών στην χώρα («Το παιδί και το δελφίνι», «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» κ.ά.). Αντίθετα, αυτό που θα έπρεπε να προσάψει κάποιος στο κράτος είναι η επί δεκαετίες αδράνειά του σε αυτόν τον τομέα. Είναι, άλλωστε ενδεικτικό της αποτελεσματικότητας αυτής της παρέμβασης, από τις επιπτώσεις του γυρίσματος στην Ελλάδα μεγάλων πρόσφατων κινηματογραφικών επιτυχιών («Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλλι», «Mamma mia» κ.ά.).
Η πολιτεία πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της σε σχέση με την τουριστική προβολή της χώρας, η οποία δεν περιορίζεται στον εκθειασμό του φυσικού κάλλους. Περιλαμβάνει, για παράδειγμα, και την συντονισμένη προβολή της «εορταστικής, πολιτισμικής και συμβαντολογικής» ζωής πλέον, την οποία μόνον ένας δημόσιος φορέας με διεθνή παρουσία μπορεί να φέρει επιτυχώς σε πέρας. Γιατί η «εορταστική, πολιτισμική και συμβαντολογική πολιτική» δεν αρκεί να εφαρμόζεται, αλλά πρέπει και να διαλαλεί τα επιτεύγματα της και, κυρίως, τις επικείμενες δράσεις της. Όχι δε μόνον σε αυτούς που βρίσκονται για τον έναν ή τον άλλο λόγο στον τόπο, αλλά κυρίως σε εκείνους που αναζητούν έναν προορισμό. Δυστυχώς, οι ελληνικές πόλεις δεν διαθέτουν τις σχετικές περγαμηνές πολιτισμικών μητροπόλεων, όπως το Παρίσι, το Λονδίνο, η Βιέννη, όπου ο καθένας γνωρίζει ότι, ακόμα και απρογραμμάτιστα, κάτι θα βρει να κάνει στον τομέα της απασχόλησης (“activity”). Μπορούν, ωστόσο, να αντισταθμίσουν την υστέρησή τους σε φήμη και πλούτο υποδομών και εκδηλώσεων, με το σαφώς καλύτερο κλίμα τους το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Γιαυτό πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια να καθιερωθούν και αυτές στους επίλεκτους προορισμούς.
Θα πρέπει να αναλάβει κάποιες ευθύνες και η τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία πολύ συχνά και σε αντίθεση με άλλους προορισμούς του εξωτερικού, λειτουργεί τελείως αντιπαραγωγικά ως τροχοπέδη και όχι ως ενισχυτής της τουριστικής ανάπτυξης. Και τούτο επειδή, εξαιτίας μιας κοντόφθαλμης πολιτικής, εστιάζει το ενδιαφέρον της στα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα μελών της τοπικής κοινωνίας (και εν δυνάμει ψηφοφόρων των εκάστοτε δημοτικών αρχόντων) και όχι στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της ίδιας και τα γενικότερα του τόπου. Δεν είναι λίγες οι φορές που πριονίζει το ίδιο το κλαδί, πάνω στο οποίο κάθεται η κοινωνία, για να ευνοήσει – ενίοτε και παράνομα – τοπικά μικροσυμφέροντα ψηφοφόρων της.
Τα “εδαφικά όρια”
Παράλληλα, θα πρέπει να καταβληθεί και μία ακόμα προσπάθεια: η επέκταση των “εδαφικών ορίων” όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και μέσα στο όρια των αστικών προορισμών. Αυτή, όμως, η επέκταση προϋποθέτει την ευρύτερη διασπορά τόσο των υποδομών όσο και των “τεκταινομένων” σε ένα πολεοδομικό συγκρότημα, η οποία θα συμπαρασύρει και την αξιοποίηση τουριστικών προορισμών ήσσονος ενδιαφέροντος, οι οποίοι, από μόνοι τους, θα έμεναν ανεκμετάλλευτοι.
Η πρόκληση για τις κρατικές και δημοτικές πολιτικές είναι τεράστια, αλλά το τόλμημα ίσως αδιανόητο σε μία κοινωνία όπου ομάδες κατεστημένων τοπικών συμφερόντων, χάρις στις προσβάσεις και τις επιρροές τους στα κέντρα αποφάσεων, επιχειρούν με νύχια και με δόντια να περιχαρακώσουν την τουριστική βιτρίνα για να αποτρέψουν τη διανομή πόρων προβολής, ανάδειξης και ανακαίνισης έξω από το μετερίζι τους.
Και όπου η αναρχο-αριστερή διανόηση, της οποίας οι απόψεις είναι οι μόνες που τυγχάνουν ευρείας προβολής, ευνοεί για ευνόητους λόγους τη δημιουργία ανεξέλεγκτων από την κρατική εξουσία ενδοαστικών γκέττο με την εκδίωξη των καταλοίπων του αστικού στοιχείου.
Ας σημειωθεί, πάντως, ότι αυτή η επιρροή της επέκτασης των “εδαφικών ορίων” στο εσωτερικό των αστικών προορισμών είναι αμφίδρομη. Αφενός μεν η αξιοποίηση χώρων προάγει την τουριστική ανάπτυξη, αλλά η τελευταία μπορεί να αποτελέσει εργαλείο αναβάθμισης/ανάπλασης του αστικού χώρου, θέμα το οποίο, ωστόσο, δεν μπορεί παρά να αποτελέσει αντικείμενο μιας ανεξάρτητης εισήγησης.
(1) Philippe Violier (διεύθυνση): “le tourisme un phénomène économique”, εκδ. La documentation française 2013.(2) Maria Gravari-Barbas: “Aménager la ville par la culture et le tourisme”, εκδ. Le Moniteur 2013.
(3) Anne-Marie Thiesse: «La création des identités nationales. Europe XVIIIe – XXe siècle», εκδ. du Seuil 2001.(4) Research Group of the European Travel Commission (ETC) & World Tourism Organization (WTO):«City Tourism & Culture. The European Experience», εκδ. World Tourism Organization 2005.
(5) Judith Rütsche: «Urban Tourism. What Attracts Visitors to Cities?», στο Τεύχος 117 του Μαΐου 2006 του «Let’s Talk Business».