Βιβλία, βιβλία
του Γιώργου Λαμπράκου, antikleidi.com, 26/12/2014
Όποιος διαβάσει τον τίτλο του πρόσφατου βιβλίου του ομότιμου καθηγητή βιολογίας και αντεπιστέλλοντος μέλους της Ακαδημίας Αθηνών Λευτέρη Ζούρου, «Σε αναζήτηση σκοπού σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό», θα έχει μάλλον την εξής εύλογη απορία: πώς γίνεται να μην υπάρχει σκοπός στον κόσμο; Οι ανθρώπινοι σκοποί, από τους πιο τετριμμένους μέχρι τους πιο μεγαλεπήβολους, είναι ατελείωτοι. Κάθε μέρα θέτουμε σκοπούς στη ζωή μας και πασχίζουμε να τους υλοποιήσουμε. Και, εν πάση περιπτώσει, αν όντως δεν υπάρχει σκοπός στον κόσμο, τότε τι ακριβώς απομένει να αναζητήσουμε;
Η επιστημονική ειδίκευση του Ζούρου στους τομείς της εξελικτικής βιολογίας και της κοινωνιοβιολογίας προσφέρει μια πρώτη ξεκάθαρη απάντηση: όχι μόνο ο άβιος αλλά και ο έμβιος κόσμος (αυτός κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ) εξελίσσονται με βάση την αναγκαιότητα (φυσικοί, χημικοί, βιολογικοί, μαθηματικοί νόμοι κ.λπ.) και την τύχη (απροσδιόριστες συνθήκες, π.χ. γενετικές μεταλλαγές) χωρίς προκαθορισμένο τέλος (με την αρχαία σημασία του όρου, δηλαδή χωρίς τελικό σκοπό). Ο δαρβινισμός του 19ου και ο νεοδαρβινισμός του 20ού αιώνα έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στην τελεολογία, η οποία ενυπάρχει ως ρητή προκείμενη στην κλασική και νεότερη φιλοσοφία, στη χριστιανική θρησκεία, καθώς και στην κοινή μας αίσθηση. Το βιβλίο αποπειράται, μεταξύ άλλων, να διαλύσει αυτή την «τελεολογική παρεξήγηση».
Η επιστημονική ειδίκευση του Ζούρου στους τομείς της εξελικτικής βιολογίας και της κοινωνιοβιολογίας προσφέρει μια πρώτη ξεκάθαρη απάντηση: όχι μόνο ο άβιος αλλά και ο έμβιος κόσμος (αυτός κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ) εξελίσσονται με βάση την αναγκαιότητα (φυσικοί, χημικοί, βιολογικοί, μαθηματικοί νόμοι κ.λπ.) και την τύχη (απροσδιόριστες συνθήκες, π.χ. γενετικές μεταλλαγές) χωρίς προκαθορισμένο τέλος (με την αρχαία σημασία του όρου, δηλαδή χωρίς τελικό σκοπό). Ο δαρβινισμός του 19ου και ο νεοδαρβινισμός του 20ού αιώνα έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στην τελεολογία, η οποία ενυπάρχει ως ρητή προκείμενη στην κλασική και νεότερη φιλοσοφία, στη χριστιανική θρησκεία, καθώς και στην κοινή μας αίσθηση. Το βιβλίο αποπειράται, μεταξύ άλλων, να διαλύσει αυτή την «τελεολογική παρεξήγηση».
Τι κάνουμε σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό; Πώς συμπεριφερόμαστε στους συνανθρώπους μας; Πώς διαμορφώνουμε τον πλανήτη που μας φιλοξενεί; Πώς αντικρίζουμε το παρόν και το μέλλον της ζωής μας;
Δύσκολες ερωτήσεις, γοητευτικές απαντήσεις
Τι κάνουμε σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό; Πώς συμπεριφερόμαστε στους συνανθρώπους μας; Πώς διαμορφώνουμε τον πλανήτη που μας φιλοξενεί; Πώς αντικρίζουμε το παρόν και το μέλλον της ζωής μας; Πώς αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις, το «κακό», τις ατέλειες της ανθρώπινης κατάστασης; Πώς μπορούμε να ξεφύγουμε από τις προκαταλήψεις, τις προλήψεις, τις πλάνες που μας έχει κληροδοτήσει το παρελθόν και να αποκτήσουμε μια νέα αυτογνωσία επικουρούμενη από την τεχνοεπιστήμη με τη ραγδαία εξέλιξη και την αυξανόμενη εγκυρότητά της; Ιδού μερικά από τα ερωτήματα που τίθενται στα τριάντα ευσύνοπτα κεφάλαια του βιβλίου του Ζούρου, με τις απαντήσεις του να είναι, πέρα από βαθιά μελετημένες, και άκρως γοητευτικές.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του, η αναφορά στον άνθρωπο και την ηθική μπορεί να γίνει μέσα από δύο βασικούς, αλλά χωριστούς, δρόμους: τον δρόμο της «ανακάλυψης» (που επιλέγει ο συγγραφέας – είναι ο δρόμος της εμπειρικής γνώσης) και τον δρόμο της «αποκάλυψης» (κατανοούμε ποιος είναι αυτός). Μέχρι και πριν από δύο τρεις αιώνες, ο δεύτερος δρόμος πρόσφερε όλες τις αναγκαίες απαντήσεις στους ανθρώπους: η ηθική προέρχεται από τον (εκάστοτε) θεό και είναι καθολικής ισχύος, ο δε άνθρωπος θεωρείται, τουλάχιστον στις μονοθεϊστικές θρησκείες, μια κατ’ εικόνα δημιουργία του Θεού και συνεπώς το ευγενέστερο ον στο σύμπαν (θα λέγαμε, θεωρείται ο αυτοσκοπός της ύπαρξης του κόσμου).
Η επιστήμη προσφέρει μιαν άλλη απάντηση. Ναι μεν οι φυσικομαθηματικές επιστήμες δεν μπορούν να λένε στους ανθρώπους τι πρέπει και τι δεν πρέπει να πράττουν (όταν συμβαίνει αυτό, περιπίπτουμε στη λεγόμενη «φυσιοκρατική πλάνη»), όμως οι βιολογικές επιστήμες, σύμφωνα με τον Ζούρο, δεν οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα. Κι αυτό επειδή η ίδια η θεωρία της εξέλιξης μέσω φυσικής επιλογής (όπως την επινόησε ο Δαρβίνος και όπως την απέδειξαν βιολόγοι και γενετιστές στο πλαίσιο της μεγάλης νεοδαρβινικής σύνθεσης) εξηγεί τη γέννηση της ηθικής με όρους επιλογής-προσαρμογής του ανθρώπου στο περιβάλλον. Όπως επισημαίνει ορθά: «Δικαιούμαστε, νομίζω, να προσπεράσουμε εκείνους που θέλουν τον άνθρωπο αποκομμένο από το συνεχές νήμα της ζωής, που απαιτούν μια ειδική δημιουργία για αυτόν. Η θέση τους δεν στηρίζεται σε τεκμήρια, είναι απλώς θέμα πίστης».
Παρότι ο κόσμος και ο άνθρωπος δεν έχουν τελικό σκοπό, μπορούμε να βρούμε έναν, φυσιοκρατικά θεμελιωμένο, ηθικό σκοπό στη ζωή μας.
Ο Ζούρος αναλαμβάνει λοιπόν να αποδείξει πως, παρότι ο κόσμος και ο άνθρωπος δεν έχουν τελικό σκοπό, μπορούμε να βρούμε έναν, φυσιοκρατικά θεμελιωμένο, ηθικό σκοπό στη ζωή μας. Νομίζουμε πως κάνουμε κάτι «για να» πετύχουμε κάτι, αλλά το κάνουμε απλώς επειδή είμαστε συγκροτημένοι με έναν συγκεκριμένο τρόπο – το παρελθόν είναι αυτό που καθορίζει την κάθε μας πράξη, όχι το μέλλον στο οποίο προσβλέπουμε (αυτή η παντοδύναμη αυταπάτη είναι μία από τις «δαρβινικές πλάνες», όπως τις ονομάζει εύστοχα). Μέσα από τα ερεθιστικά παραδείγματα που φέρνει ο συγγραφέας με βάση τη ζωή των (άλλων) ζώων, μπορούμε να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα και για τις ανθρώπινες κοινωνίες, συμπεράσματα που ανατιμούν τη διαφορετικότητα και την επικοινωνία, ενώ παράλληλα εξηγούν τη συχνά αναπόδραστη σύγκρουση. Αμβλύνοντας όσο μπορούμε την ανθρωποκεντρική μας θεώρηση επιτυγχάνουμε καλύτερη αυτογνωσία, και αυτή η αυτογνωσία (καθώς έχει εμπειρικές βάσεις) μπορεί να αποδειχτεί πιο συμφέρουσα στον αγώνα για επιβίωση (και καλύτερη ζωή). Συντριπτικά για την αυτοεικόνα του ανθρώπου είναι εδώ τα επιχειρήματα του συγγραφέα ως προς τα φαινόμενα του ιδιοκεντρισμού, του εγωκεντρισμού και του ανθρωποκεντρισμού.
Οι μεταβλητές της ζωής
Ας μη θεωρήσει όμως ο αναγνώστης πως ο Ζούρος ανάγει τη ζωή στη βιολογία. Τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα, και ο συγγραφέας το γνωρίζει άριστα. Η ζωή είναι μια βιοκοινωνική υπόθεση, μας λέει, στην οποία δεν πρέπει να υπερτονίζει κανείς την επίδραση ούτε των γονιδίων ούτε του φυσικού και κοινωνικού (και ολοένα πιο τεχνητού, τις τελευταίες δεκαετίες) περιβάλλοντος. Όλα αυτά είναι μεταβλητές που διαδραματίζουν τον ξεχωριστό τους ρόλο, και έργο του (κοινωνιοβιολόγου) επιστήμονα είναι να βρει την κατάλληλη σύνθεση των παραγόντων που συμβάλλουν στην εξέλιξη. Η γνώση δεν είναι μια ακλόνητη αλήθεια, αλλά μια διαδικασία μακράς πνοής και βραδείας καύσεως που είναι έγκυρη ακριβώς στον βαθμό που δεν είναι οριστική και αμετάκλητη. Όπως γράφει: «Αν θέλουμε αιώνιες και αμετάβλητες αλήθειες, πρέπει να τις αναζητήσουμε έξω από τον φυσικό κόσμο. Οι εξελικτικοί διατείνονται ότι η ανάγκη του ανθρώπου για τέτοιες αλήθειες είναι και αυτή προϊόν της εξελικτικής μας ιστορίας […] Γι’ αυτό και δεν είναι εύκολο να απαγκιστρωθούμε από το τελεολογικό “γιατί” και να στραφούμε προς το μηχανιστικό “πώς”».
Εδώ ο συγγραφέας θίγει ένα ζήτημα καίριο στον ανθρώπινο στοχασμό: το ζήτημα της σωτήριας πίστης, της λυτρωτικής αυταπάτης, του «ζωτικού ψεύδους» (όπως έγραφε ο Νίτσε). Αν όλα τα ανθρώπινα γνωρίσματα είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης, τότε και τα ψέματα που λέμε διαρκώς γύρω μας (πόσο μάλλον μέσα μας) πρέπει να εξηγηθούν. Ο συγγραφέας παραδέχεται πως η γνώση και η επιβίωση δεν είναι καταστάσεις κατ’ ανάγκην συγκλίνουσες. Ωστόσο, τονίζει πως, αν γνώση σημαίνει τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ικανότητα για πρόβλεψη του μέλλοντος, τότε η καλή γνώση (ενν. η εμπειρική και αιτιοκρατική, «αν Α, τότε Β») προωθεί σε μεγαλύτερο βαθμό την επιβίωση (παράδειγμα: αν θεωρώ πως πέφτοντας στον γκρεμό θα με πιάσει τελευταία στιγμή ο Θεός και θα με υψώσει επειδή π.χ. με αγαπάει, προφανώς δεν θα επιβιώσω – πρώτα μαθαίνω ενστικτωδώς να αποφεύγω τον γκρεμό, αλλά θα ήταν χρήσιμο να μάθω κάποια στιγμή και τον νόμο της βαρύτητας).
Προς μια ολιστική θεώρηση
Πασχίζοντας για μια ολιστική θεώρηση της ανθρώπινης εξέλιξης, ο Ζούρος δεν θα μπορούσε να αφήσει έξω από την πραγμάτευσή του τις θρησκείες, την προσπάθεια για ενοποίηση των επιστημών, την ένταξη του ατόμου στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, τα ακανθώδη ζητήματα που εγείρει η πολλαπλή ετερότητα των ανθρώπων, την ομορφιά στο πλαίσιο της τέχνης (και της επιστήμης), καθώς επίσης ζητήματα που άπτονται της εξελικτικής ψυχολογίας, όπως ο δογματισμός (που είναι εν πολλοίς μια εξελικτική σταθερά, αφού «Η εξελικτική μας ιστορία δεν μας εφοδίασε με πιθανολογική σκέψη, γιατί μια τέτοια σκέψη δεν θα είχε άμεσο πλεονέκτημα επιβίωσης») και η ανάγκη μας για αυτοεξαπάτηση (αφού «η τάση φυγής από την πραγματικότητα είχε ένα πλεονέκτημα επιβίωσης»).
«Το πέρασμα της αίσθησης του μέλλοντος από το υποσυνείδητο στο ενσυνείδητο γέννησε την ιδέα του σκοπού, με συνέπεια το εικονικό μέλλον να υποστεί μια ακατάσχετη υπερτροφία».
Στο πλαίσιο της ηθικής, που είναι και το βασικό διακύβευμα του βιβλίου, ο συγγραφέας προτείνει μια ηθική «ρεαλιστική κατά το μοντέλο». Εάν δεχτούμε (και δεχόμαστε) πως «το πέρασμα της αίσθησης του μέλλοντος από το υποσυνείδητο στο ενσυνείδητο γέννησε την ιδέα του σκοπού, με συνέπεια τοεικονικό μέλλον να υποστεί μια ακατάσχετη υπερτροφία» (δική μας η έμφαση αυτής της εξαιρετικής φράσης), τότε μπορούμε να στοχαστούμε και να εφαρμόζουμε μια ρεαλιστική, «πεζή» ηθική στην οποία «το εικονικό μέλλον δεν θα εκτείνεται πιο πέρα από ό,τι τα εμπράγματα δεδομένα μάς επιτρέπουν να το επεκτείνουμε». Ο συγγραφέας αφιερώνει τα τρία τελευταία κεφάλαια στο περιεχόμενο της ηθικής του θεώρησης και στην «απολογία» του για την «ανακάλυψη ενός σκοπού».
Διαπιστώνουμε πως τα ζητήματα που θέτει ο Ζούρος είναι κομβικά για μια νέα, σύγχρονη, επιστημονικά θεμελιωμένη θεώρηση της ανθρώπινης κατάστασης. Ορισμένα συμπεράσματά του δεν μπορούν ωστόσο να γίνουν δεκτά με αβίαστο και άκριτο τρόπο (εικάζουμε πως ούτε ο ίδιος θα ήθελε κάτι τέτοιο). Για παράδειγμα, το επαναλαμβανόμενο επιχείρημα ότι η τεχνολογία είναι ουδέτερη («το αεροπλάνο μπορεί να ρίξει μια βόμβα ή να σβήσει μια πυρκαγιά» – κάτι ανάλογο γράφαμε στις εκθέσεις του Λυκείου: τι κάνει το νυστέρι στο χέρι ενός γιατρού και στο χέρι ενός κακοποιού) είναι απλοϊκό και έχει εύλογα δεχτεί τη σφοδρή κριτική των σημαντικότερων φιλοσόφων της επιστήμης και της τεχνολογίας στον 20ό αιώνα (από τον Μάμφορντ και τον Χάιντεγκερ μέχρι τον Ελλύλ και τον Μακλούαν). Η τεχνολογία αλλάζει τόσο ριζικά τις κοινωνίες και τις αντιλήψεις, ώστε δεν μπορούμε να αποφασίσουμε τόσο εύκολα για τις θετικές και τις αρνητικές χρήσεις της: για παράδειγμα, η μείωση της χειρωνακτικής εργασίας και κατ’ επέκταση της κόπωσης λόγω της ευρείας χρήσης μηχανών, η οποία θα εκλαμβανόταν ως ένα ευεργετικό φαινόμενο, πιθανόν να δρα εντέλει αρνητικά στο σώμα και στον ψυχισμό μας. Άλλο παράδειγμα: σημαντικό σε σχέση με το διαδίκτυο ως μέσο μετάδοσης πληροφοριών, δεν είναι τόσο ότι μπορεί να μεταδίδει «καλές» πληροφορίες (οπότε είναι «καλό») και «κακές» πληροφορίες (οπότε είναι «κακό»), όσο ότι αυτό καθαυτό ως τεχνικό μέσο αλλάζει τα νευρωνικά μας δίκτυα και τη μορφή πρόσληψης των πληροφοριών, ανεξάρτητα (όχι εντελώς, αλλά σε μεγάλο βαθμό) από το περιεχόμενό τους (το ίδιο ισχύει για την τηλεόραση). Περιττό να πούμε πως μπορεί κάλλιστα να κριθεί ηθικό και δίκαιο να πέσουν ένα σωρό βόμβες προκειμένου να σταματήσει ένας «άδικος», π.χ. επεκτατικός, πόλεμος.
Συνάμα, πολλοί σύγχρονοι φυσιοκράτες στοχαστές και ένθερμοι θιασώτες του δαρβινισμού, με κορυφαίο τον Τζον Γκρέι, έχουν γράψει πειστικά για την ανάγκη να διαχωρίζουμε την τεχνοεπιστημονική πρόοδο (που είναι αναντίρρητη) από την ηθική πρόοδο (που είναι αμφισβητούμενη, και δικαίως – αρκεί να αναλογιστούμε την πολιτική ιστορία του 20ού αιώνα), συνεπώς θα πρέπει να είμαστε αρκετά σκεπτικιστές ως προς την εξαγωγή κανονιστικών επιταγών. Υποστηρίζουν πως, ως προς το έγκυρο δαρβινικό μάθημα για την έλλειψη σκοπού στο σύμπαν, δεν υπάρχουν «παραθυράκια» για την εύρεση σκοπών, συνεπώς κάθε απόπειρα να εξαχθεί ένα συνολικό ηθικό σχέδιο μέσα από την εξέλιξη δεν μπορεί να είναι βάσιμο. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το ανθρώπινο ζώο δεν θα καταφέρει ποτέ να πάρει «ολοκληρωτικά το πείραμα [ενν. της Ζωής] στα χέρια» του, όπως εικάζει στο τέλος του βιβλίου του ο Ζούρος: μάλιστα, μια τέτοια προοπτική αποτελεί ενδεχομένως μια νέα ανθρωποκεντρική ύβρη και όχι μια «ταπεινή» επιστημονική θεώρηση.
Εδώ η φυσιοκρατική πλάνη συγκρούεται με τη θέση πως «η φυσιοκρατική πλάνη είναι η ίδια μια πλάνη» την οποία υποστηρίζει ο συγγραφέας, πιστεύοντας πως είναι λάθος να θεωρούμε πως «δεν μπορούμε να αντλήσουμε μαθήματα καλής συμπεριφοράς από τη φύση». Ναι, μπορούμε. Μήπως όμως μπορούμε να αντλούμε από τη φύση και μαθήματα κακής συμπεριφοράς; Πόσο δεσμευτική στην ηθική μας συμπεριφορά, με άλλα λόγια, μπορεί να είναι η φύση, συνεπώς και η επιστήμη που τη μελετά; Ο συγγραφέας πιστεύει πως η ανθρωπότητα δεν θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση «χωρίς τα μεγάλα μυαλά που παρήγαγε», και έχει σίγουρα δίκιο. Δεν είναι όμως άραγε εντελώς περιοριστικό και ευκόλως ανθρωπιστικό, μεγάλα μυαλά να θεωρούνται μόνο οι «επιστήμονες», οι «καλλιτέχνες» και οι «φιλόσοφοι»; Το πόσο «μεγάλο μυαλό» είναι κάποιος εξαρτάται από το πόσο «καλό» έχει κάνει με τα επιτεύγματά του; Πώς θα κρίνουμε τότε τα όπλα του Αρχιμήδη ή την ολοκληρωτική πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα;
Αναπάντητα ερωτήματα
Το βιβλίο απευθύνεται σε όλους όσοι έχουν απαυδήσει με τις γνωστές θεωρίες ηθικής (υπερβατικές και μη) και επιθυμούν να δουν με άλλο μάτι την εξέλιξη της ανθρώπινης κατάστασης.
Και δεν ήταν άραγε «μεγάλα μυαλά» οι καθοριστικότεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί της ανθρώπινης ιστορίας, από τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Ναπολέοντα μέχρι τους πιο πρόσφατους σφαγείς της ανθρωπότητας; Όλοι αυτοί, και πολλοί ακόμα, που με τη στρατηγική τους άλλαξαν τον ρου της ιστορίας, δεν εκμεταλλεύτηκαν τα επιτεύγματα των μεγάλων μυαλών για το συμφέρον τους; Εντέλει στο χέρι των πολιτικών δεν έγκειται, καλώς ή κακώς, κάθε απόφαση για τη «θετική» ή την «αρνητική» χρήση της τεχνολογίας; Προς αποφυγή της παρεξήγησης: αυτό το επιχείρημα προφανώς και δεν υποστηρίζει τους πολέμους και τη βία, απλώς επιδιώκει να δείξει πως η επιστήμη δεν μπορεί να είναι δεσμευτική της συμπεριφοράς, δεν μπορεί να με δεσμεύει να έχω, όπως σημειώνει ο συγγραφέας αναφερόμενος στην ανώτερη ηθική αξία του, «υπευθυνότητα για μένα και τον διπλανό μου». Αξίζει (όπως αναρωτιόταν εύλογα ο Φρόιντ) ο πλησίον μου την υπευθυνότητα; Μήπως εδώ ο ανθρωπ(οκεντρ)ισμός, που έχει βγει από την κεντρική πόρτα, ξαναμπαίνει από το παράθυρο;
Ωστόσο, τόσο περίπλοκα ζητήματα δεν μπορούν να κριθούν στο πλαίσιο μιας βιβλιοκριτικής: οι παραπάνω ενστάσεις δεν έχουν και τόση σημασία, άπαξ και ο συγγραφέας χτίζει την πιο στέρεη και κατάλληλη βάση για την έναρξη του στοχασμού και της συζήτησης. Το έργο «Σε αναζήτηση σκοπού σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό» του Λευτέρη Ζούρου, γραμμένο χωρίς πολλούς τεχνικούς, επιστημονικούς όρους (μα και όπου εμφανίζονται αυτοί, εξηγούνται με τον πιο γλαφυρό τρόπο), απευθύνεται σε όλους όσοι έχουν απαυδήσει με τις γνωστές θεωρίες ηθικής (υπερβατικές και μη) και επιθυμούν να δουν με άλλο μάτι την εξέλιξη της ανθρώπινης κατάστασης. Πρόκειται για ένα χαρισματικό βιβλίο που πραγματικά θα ευχόμασταν να διδασκόταν στα σχολεία. Κι αν είναι δύσκολο (ακόμα) για τα παιδιά, δεν είναι δύσκολο για τους γονείς τους. Σε κάθε περίπτωση, το πιο δύσκολο είναι καταρχάς να αλλάξουμε κοσμοθέαση, ατομικά και συλλογικά, παραμερίζοντας την ετοιμοπαράδοτη αποκάλυψη και μπαίνοντας στον μαγικό κόσμο της ανακάλυψης.