του ΑΡΗ ΓΚΡΙΝΙΑΡΗ ("Εφημερίδα
του Κ.Σ.Μ."/τεύχος 175/Δεκέμβριος 2014)
«Αξιότιμε κ. Διευθυντά. Είμαι κάτοικος Κηφισιάς και έπεσα χθες θύμα, μαζή με πολλούς άλλους, μιας αδικαιολογήτου βαρβαρότητος. Όταν επήγα, περί ώραν 5 μ. μ., εις την πλατείαν Κάνιγγος, να επιβιβασθώ του λεωφορείου, ευρέθην προ τετραπλής ουράς αναμενόντων, εκτεινομένης επί πενήντα μέτρα, όπισθεν της οποίας έλαβα και εγώ την θέσιν μου. Και εγώ και οι περί εμέ, εγνωρίζομεν, ότι θα έπρεπε να περιμένωμεν άνω της ώρας δια την αναχώρησίν μας, αλλά, συναισθανόμενοι, ότι αι ημέραι επιβάλλουν και αυτάς και άλλας δυσχερείας, αναμέναμεν υπομονετικά την σειράν μας, βέβαιοι όντες, ότι και οι άλλοι θα έκαμναν το ίδιον. Παρά την άφιξιν όμως και αναχώρησιν τριών έως τεσσάρων λεωφορείων, αντελήφθημεν, ότι το μήκος της προ ημών ουράς έμενεν αμετάβλητον, διότι πολλοί, ευφυέστεροι ημών, αντί να περιμείνουν την σειράν των, περιεφέροντο επί της πλατείας και, μόλις έφθαναν τα λεωφορεία, εισώρμων εκ των πρώτων εντός αυτών, εις πείσμα πάσης αλληλεγγύης και παντός σεβασμού προς τους λοιπούς. Επηκολούθησε τότε σθεναρός αγών μετά φωνών και διαπληκτισμών, αποτέλεσμα του οποίου υπήρξεν, ότι επεβιβάσθην μεν μετά δίωρον αναμονήν, αλλά σήμερα είμαι ακόμη βραχνός και είμαι πτωχότερος κατά ένα σακκάκι. Νομίζω, ότι οι αρμόδιοι δεν θα έπρεπε να αφίσουν να επαναληφθούν αι ασχημίαι αυταί. Μετά τιμής.» έγραφε με την γλώσσα εκείνης της εποχής ο αναγνώστης της εφημερίδας «Εστία» Χρ. Γ. Στρατούλης.
Η επιστολή του
δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 30ης Οκτωβρίου
1940 (και αναδημοσιεύτηκε πρόσφατα). Έκτοτε πολλά άλλαξαν και, ιδίως, η γλώσσα
στις περισσότερες επιστολές των αναγνωστών των διαφόρων εντύπων. Εκείνο που δεν
άλλαξε διόλου είναι η αντικοινωνική συμπεριφορά αυτού του είδους. Πόσοι δεν
αγανακτούν ακόμα και σήμερα, όπως και ο επιστολογράφος, όταν περιμένουν
υπομονετικά σε μία ουρά και διαπιστώνουν ότι τους παίρνουν την σειρά διάφορα
θρασύτατα άτομα που θεωρούν τους υπόλοιπους “κορόιδα” και τους εαυτούς των
“μάγκες”. Στην πραγματικότητα για μεν τους άλλους χρησιμοποιούν έναν βαρύτερο
όρο (με πρώτη συλλαβή την ίδια της “μαγκιάς” τους), για δε τον εαυτό τους τον
χαρακτηρισμό του “ξύπνιου”. Φυσικά, δεν υπερέχουν επ’ουδενί σε εξυπνάδα. Απλά,
πλειοδοτούν σε αναίδεια σε βαθμό κοινωνικού τραμπουκισμού και εκμεταλλεύονται
τη συστολή των υπολοίπων.
Το φαινόμενο, βέβαια, δεν περιορίζεται στις ουρές στις
στάσεις των μέσων μεταφοράς. Το ίδιο συμβαίνει όπου η εξυπηρέτηση του κοινού
παίρνει κάποιο χρόνο, όπως στις ουρές μπρος στα ταμεία κινηματογράφων, στις
εισόδους στα μουσεία (ή σε άλλους χώρους μαζικής προσέλευσης όπως σε
οργανωμένες ακτές), σε εκδοτήρια εισιτηρίων, σε ταμεία καταστημάτων κ.λπ. Αλλά
και όταν η προτεραιότητα στη σειρά προσέλευσης προσφέρει κάποια πλεονεκτήματα,
όπως καλύτερες θέσεις ή, απλά και μόνο, θέσεις για κάθισμα σε ένα μέσο
συγκοινωνίας ή σε ένα χώρο θεάματος. Συνέβαινε και στις ουρές μπρος από θυρίδες
τραπεζών ή εισπρακτικά ταμεία οργανισμών, ως τη στιγμή που καθιερώθηκαν οι
ενιαίες ουρές ή οι αριθμοί προτεραιότητας. Αλλά και αυτά τα μέτρα δεν
εξαφάνισαν τα κρούσματα. Απλά, τα περιόρισαν. Γιατί πάντα θα βρεθεί ο
“κουτοπόνηρος” που θα σκαρφιστεί την πιο απίθανη δικαιολογία(«έχω αφήσει
μικρό παιδί αφύλακτο», «προσέχω
ηλικιωμένο», «έχω παρκάρει
παράνομα», «ξέχασα το
σίδερο στην πρίζα», «δεν
σας πρόσεξα», «νόμιζα πως
περιμένετε στην διπλανή ουρά» και
δεν συμμαζεύεται…) για να κερδίσει μερικές θέσεις.
Η συμπεριφορά
αυτών των ατόμων πέρα από απαράδεκτη είναι και επικίνδυνη, γιατί ο αναπόφευκτος
διαγκωνισμός ενδέχεται να επηρεάσει την ισορροπία ατόμων με μειωμένες δυνάμεις
(ηλικιωμένων, μικρών παιδιών…). Ακόμα πιο (αποδεδειγμένα) επικίνδυνη είναι αυτή
η συμπεριφορά όταν χαρακτηρίζει ασυνείδητους οδηγούς που προσπαθούν να
προσπεράσουν οχήματα που προπορεύονται με παράνομες “σφήνες” από λωρίδες
κυκλοφορίας προς κατευθύνσεις με μικρότερο κυκλοφοριακό φόρτο ή ταχύτερη
απορρόφηση της κίνησης.
Το φαινόμενο δεν
αφορά τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, οι οποίοι τηρούν τους (άγραφους
κατά κανόνα) κανόνες που επιβάλλει η ομαλή κοινωνική συμβίωση. Κατά κανόνα
χαρακτηρίζει μια μικρή μειοψηφία της τάξης του 10% ή και λιγότερο. Η οποία,
όμως, διαμορφώνει το κλίμα με τη συμπεριφορά της και, συχνά, παρασύρει και
μερικούς που, χωρίς να έχουν εξαρχής την πρόθεση να την μιμηθεί, μπαφιάζουν
βλέποντας τους κακόβουλους επιτήδειους να τρυπώνουν όπου τους γουστάρει σε
βάρος του δικού τους χρόνου. Με εκείνον που θα προσπαθήσει να προσπεράσει
αυτούς που προηγούνται σε μια ουρά θα αγανακτήσει ο καθένας κι ας περιμένουν
υπομονετικά πίσω του δεκάδες άλλοι.
Στην διαιώνιση της συμπεριφοράς συμβάλλουν τρεις
παράγοντες. Ο πρώτος είναι η αμέλεια ή αδιαφορία πολλών φορέων (κυρίως
ιδιωτικών επιχειρήσεων) να την αντιμετωπίσουν. Κρίνουν ότι τα πλεονεκτήματά
τους θα υπερισχύσουν και η πελατεία τους θα τους παραμείνει πιστή.
Ο δεύτερος είναι η αμέλεια ή αδιαφορία των κρατικών αρχών
εκεί που τους πέφτει λόγος. Η στάση τους εντάσσεται στην μόνιμη υποτίμηση των
τυχόν αντιδράσεων και της τυχόν δυσαρέσκειας του νομοταγούς πολίτη και στην
μόνιμη πολιτική των “κλειστών οφθαλμών” στην προσπάθεια κατευνασμού των
ατίθασων αντικοινωνικών στοιχείων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της τελευταίας
αποτελεί η απενεργοποίηση του αντικαπνικού νόμου και η ανοχή στην εισαγωγή
διτρόχων που αποδεδειγμένα δεν πληρούν τις αντιθορυβικές προδιαγραφές. Η στάση
τους, όμως, καθίσταται εγκληματική στην περίπτωση της αντικοινωνικής
συμπεριφοράς οδηγών, η οποία μπορεί να αποδειχθεί (και έχει αποδειχθεί)
πρόξενος ατυχημάτων. Αλλά τι μπορεί να περιμένει κανείς από ένα κράτος στο
οποίο δεν υπάρχει (στην πράξη και όχι στα χαρτιά) τροχαία!
Ο τρίτος (ίσως
και κρισιμότερος) είναι η παθητική αντιμετώπιση του φαινομένου από μεγάλη
μερίδα Ελλήνων. Σχεδόν στο σύνολο των σχετικών κρουσμάτων είναι εξαιρετικά
μικρός ο αριθμός των πολιτών που αντιδρούν. Οι υπόλοιποι δέχονται μοιρολατρικά
τις συνέπειες του κοινωνικού “τραμπουκισμού”. Είναι εξοργιστικός αυτός ο
ραγιαδισμός μιας φυλής που, κατά τα άλλα, πιστεύει ότι ο τράχηλός της «ζυγόν δεν υποφέρει». Φαίνεται
ότι στον κανόνα υπάρχουν και εξαιρέσεις.